Οι ανακοινώσεις της κυβέρνησης για αναθεώρηση του προγράμματος σταθερότητας, ώστε το δημοσιονομικό έλλειμμα να μειωθεί κάτω του 3% σε 3 αντί για 4 χρόνια, όπως είχε αρχικά σχεδιασθεί χωρίς βέβαια την έγκριση των Ευρωπαίων αξιωματούχων, αν δεν αποδοθούν αποκλειστικά στις ισχυρές πιέσεις των εταίρων μας που δεν μπορούσαν να δώσουν στην Ελλάδα μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα επίτευξης των στόχων από αυτόν που δόθηκε και σε άλλες χώρες με ανάλογα προβλήματα (παρ’ όλες τις περί του αντιθέτου μεγαλόσχημες, υπερφίαλες δηλώσεις Παπανδρέου), θα πρέπει να εκληφθούν ως ένα θαύμα οικονομικής πολιτικής, αφού μόνο με κάποια απρόσμενη Θεία Επιφώτιση θα μπορούσε να εξηγηθεί η απότομη συνειδητοποίηση ότι κάποια μέτρα μπορούν να αποδώσουν νωρίτερα ένα ποσό της τάξης των 5 δις ευρώ. Ειλικρινά θα ήθελα να ενημερωθούμε για το ποια είναι αυτά τα μέτρα που θα απέδιδαν επιπλέον 5 δις (πέραν των 20 που θα είχαν συλλεχθεί έως τότε) την τελευταία χρονιά διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, εν όψει μάλιστα της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης και της αίσθησης του πολιτικού κόστους που οδηγεί μάλλον στην απάθεια και την απραξία παρά στην εντατικοποίηση των πολιτικών κινήσεων.
Επειδή λοιπόν οι εντεταλμένοι της Ε.Ε. δεν έχουν σχέση με την νοοτροπία, τον τρόπο σκέψης και τη διαπλοκή των Ελληνικών Μ/.Μ.Ε, του προέδρου της τραπέζης της Ελλάδος που προφανώς ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη θέση του, αδυνατούν να αποδεχτούν και πάλι τη λογική της καμένης γης και των λογιστικών αλχημειών στη οποία διαχρονικά διαπρέπουμε. Η γενικότερη οικονομική κρίση δεν τους επιτρέπει να εθελοτυφλούν μπροστά στα δεδομένα, επιλέγοντας ηθελημένες πολιτικές αποφάσεις στήριξης κάποιων χωρών. Γνωρίζουν ότι ουσιαστικά η χώρα θα κατέγραφε το 2010 ένα έλλειμμα κάτω του 10% χωρίς τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων (λογιστικά θα εξισορροπηθούν τα κενά που προέκυψαν από τις καθυστερήσεις και τις παραλήψεις λόγω εκλογών).
Η κρίσιμη όμως διαφορά αντίληψης προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο θα επιτευχθεί η μείωση του ελλείμματος. Η κυβέρνηση επιλέγει την αύξηση της φορολόγησης επί δικαίων και αδίκων (αφού οι επιλογές των ακολουθούμενων πολιτικών γίνονται επιπόλαια και με το βλέμμα μακριά από τη συνολικότερη εικόνα του αναπτυξιακού μέλλοντος της χώρας) και επιμερισμό 50%-50% στην συμβολή περικοπής εξόδων και αύξησης εσόδων, στην επίτευξη του στόχου, ενώ οι εταίροι μας προτρέπουν σε δραστική μείωση σπαταλών ώστε αυτές να συμβάλουν με 86% έναντι 16% των εσόδων. Είναι όμως γεγονός ότι παρά τις επικοινωνιακές κινήσεις (πχ μείωση & αλλαγή κυβερνητικών αυτοκινήτων) με περιορισμένα οφέλη, η κομματική & συνδικαλιστική νομενκλατούρα έχει πολύ βαθιές ρίζες, ώστε να επιτρέψει την εκτέλεση άμεσων και δραστικών αποφάσεων χωρίς δυναμικές αντιδράσεις ικανών να τις καθυστερήσουν, αλλοιώσουν ή ακόμα και αποτρέψουν.
Το θλιβερό βέβαια με αυτές μας τις επιλογές είναι ότι οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερο περιορισμό των όποιων προοπτικών ανάπτυξης της χώρας, που πολύ αμφιβάλω αν οι ρυθμοί της θα προσεγγίσουν τα επόμενα χρόνια το 1,5-2% που προβλέπει η κυβέρνηση. Όσο κι αν λειτουργήσουν τα επιχειρηματικά πλάνα μέσω ΕΣΠΑ και ΣΔΙΤ, πράγμα εξίσου αμφίβολο με την επιδείνωση στην ψυχολογία της αγοράς, οι στόχοι μοιάζουν αρκετά αισιόδοξοι, όπως βέβαια και αυτοί των εσόδων αφού έτσι κι αλλιώς στηρίζονται συνήθως σε μοντέλα ανάλυσης με υποεκτιμήσεις για την τιμή του πετρελαίου ή τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, αλλά επιπρόσθετα στο σημερινό πλαίσιο αδυνατούν να προσεγγίσουν το σκεπτικό των πολιτών, την ανασφάλεια που βιώνουν και τις πιθανές απρόσμενες επιλογές τους, που μπορεί να απέχουν σημαντικά από τις τεχνικές προβλέψεις.
Έχουμε ήδη αρχίσει να στρουθοκαμηλίζουμε αφού η επιλογή για μη άμεσο δανεισμό από τη διεθνή αγορά και προσφυγή στις ιδιωτικές τοποθετήσεις τραπεζών, δεν προβλήθηκε στα σωστά της πλαίσια. Η ανασφάλεια μας ότι πιθανώς να υπάρξει αδυναμία άντλησης κεφαλαίων από τις ξένες αγορές, ειδικά στις αρχές του έτους όπου όλες οι ισχυρότερες οικονομίες της Ευρώπης θα απευθυνθούν στις ίδιες αγορές, μας οδήγησε στη λύση ανάγκης των τραπεζικών τοποθετήσεων, για μια ακόμα φορά όμως, με αρνητικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη της χώρας. Οι Ελληνικές τράπεζες προτιμούν την τοποθέτηση σε Ελληνικά ομόλογα υψηλών αποδόσεων από τη χορήγηση δανείων με αυξημένες πλέον επισφάλειες (πόσο μάλλον που ο ρυθμός αύξησης χορήγησης δανείων είναι έτσι κι αλλιώς δραστικά μειωμένος). Ενδιαφέρονται έτσι για την εξασφάλιση των αποδόσεων τους, πέρα από τα όποια πολιτικά παιχνίδια τους, στερώντας όμως την πολύπαθη Ελληνική αγορά από την απαραίτητη ρευστότητα.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Επειδή λοιπόν οι εντεταλμένοι της Ε.Ε. δεν έχουν σχέση με την νοοτροπία, τον τρόπο σκέψης και τη διαπλοκή των Ελληνικών Μ/.Μ.Ε, του προέδρου της τραπέζης της Ελλάδος που προφανώς ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη θέση του, αδυνατούν να αποδεχτούν και πάλι τη λογική της καμένης γης και των λογιστικών αλχημειών στη οποία διαχρονικά διαπρέπουμε. Η γενικότερη οικονομική κρίση δεν τους επιτρέπει να εθελοτυφλούν μπροστά στα δεδομένα, επιλέγοντας ηθελημένες πολιτικές αποφάσεις στήριξης κάποιων χωρών. Γνωρίζουν ότι ουσιαστικά η χώρα θα κατέγραφε το 2010 ένα έλλειμμα κάτω του 10% χωρίς τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων (λογιστικά θα εξισορροπηθούν τα κενά που προέκυψαν από τις καθυστερήσεις και τις παραλήψεις λόγω εκλογών).
Η κρίσιμη όμως διαφορά αντίληψης προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο θα επιτευχθεί η μείωση του ελλείμματος. Η κυβέρνηση επιλέγει την αύξηση της φορολόγησης επί δικαίων και αδίκων (αφού οι επιλογές των ακολουθούμενων πολιτικών γίνονται επιπόλαια και με το βλέμμα μακριά από τη συνολικότερη εικόνα του αναπτυξιακού μέλλοντος της χώρας) και επιμερισμό 50%-50% στην συμβολή περικοπής εξόδων και αύξησης εσόδων, στην επίτευξη του στόχου, ενώ οι εταίροι μας προτρέπουν σε δραστική μείωση σπαταλών ώστε αυτές να συμβάλουν με 86% έναντι 16% των εσόδων. Είναι όμως γεγονός ότι παρά τις επικοινωνιακές κινήσεις (πχ μείωση & αλλαγή κυβερνητικών αυτοκινήτων) με περιορισμένα οφέλη, η κομματική & συνδικαλιστική νομενκλατούρα έχει πολύ βαθιές ρίζες, ώστε να επιτρέψει την εκτέλεση άμεσων και δραστικών αποφάσεων χωρίς δυναμικές αντιδράσεις ικανών να τις καθυστερήσουν, αλλοιώσουν ή ακόμα και αποτρέψουν.
Το θλιβερό βέβαια με αυτές μας τις επιλογές είναι ότι οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερο περιορισμό των όποιων προοπτικών ανάπτυξης της χώρας, που πολύ αμφιβάλω αν οι ρυθμοί της θα προσεγγίσουν τα επόμενα χρόνια το 1,5-2% που προβλέπει η κυβέρνηση. Όσο κι αν λειτουργήσουν τα επιχειρηματικά πλάνα μέσω ΕΣΠΑ και ΣΔΙΤ, πράγμα εξίσου αμφίβολο με την επιδείνωση στην ψυχολογία της αγοράς, οι στόχοι μοιάζουν αρκετά αισιόδοξοι, όπως βέβαια και αυτοί των εσόδων αφού έτσι κι αλλιώς στηρίζονται συνήθως σε μοντέλα ανάλυσης με υποεκτιμήσεις για την τιμή του πετρελαίου ή τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, αλλά επιπρόσθετα στο σημερινό πλαίσιο αδυνατούν να προσεγγίσουν το σκεπτικό των πολιτών, την ανασφάλεια που βιώνουν και τις πιθανές απρόσμενες επιλογές τους, που μπορεί να απέχουν σημαντικά από τις τεχνικές προβλέψεις.
Έχουμε ήδη αρχίσει να στρουθοκαμηλίζουμε αφού η επιλογή για μη άμεσο δανεισμό από τη διεθνή αγορά και προσφυγή στις ιδιωτικές τοποθετήσεις τραπεζών, δεν προβλήθηκε στα σωστά της πλαίσια. Η ανασφάλεια μας ότι πιθανώς να υπάρξει αδυναμία άντλησης κεφαλαίων από τις ξένες αγορές, ειδικά στις αρχές του έτους όπου όλες οι ισχυρότερες οικονομίες της Ευρώπης θα απευθυνθούν στις ίδιες αγορές, μας οδήγησε στη λύση ανάγκης των τραπεζικών τοποθετήσεων, για μια ακόμα φορά όμως, με αρνητικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη της χώρας. Οι Ελληνικές τράπεζες προτιμούν την τοποθέτηση σε Ελληνικά ομόλογα υψηλών αποδόσεων από τη χορήγηση δανείων με αυξημένες πλέον επισφάλειες (πόσο μάλλον που ο ρυθμός αύξησης χορήγησης δανείων είναι έτσι κι αλλιώς δραστικά μειωμένος). Ενδιαφέρονται έτσι για την εξασφάλιση των αποδόσεων τους, πέρα από τα όποια πολιτικά παιχνίδια τους, στερώντας όμως την πολύπαθη Ελληνική αγορά από την απαραίτητη ρευστότητα.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια