Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας
Οικονομολόγος-Ψυχολόγος
Οικονομολόγος-Ψυχολόγος
Δυο νέες δημοσκοπήσεις συνέπεσαν με την παρουσία Τσίπρα στη ΔΕΘ. Τα δημοσκοπικά αδιέξοδα συνάντησαν τις πολιτικές αλχημείες που προσπαθούν να καλύψουν τα δυσαναπλήρωτα κενά βούλησης, προγραμματισμού και ιδεολογικής απαγκίστρωσης. Τα μηνύματα από τις διαθέσεις της κοινωνίας έπεσαν πάνω στην κυβερνητική επιχείρηση αποπροσανατολισμού από τα άμεσα και δύσκολα με μακροπρόθεσμες και ασαφείς υποσχέσεις.
Όσο κι αν το τωρινό δημοσκοπικό περιβάλλον είναι από πλέον δύσκολα στην αξιόπιστη ανίχνευση των προθέσεων κι όσο κι αν προκύπτουν περιορισμοί στην ανεύρεση του κατάλληλου δείγματος, από την άρνηση μεγάλου μέρους συμπολιτών μας να συμμετέχουν σε αυτές, οι έρευνες παραμένουν το πιο σημαντικό εργαλείο στην αποτύπωση της αλλαγής των τάσεων σε σχέση με την αξιολόγηση των εξελίξεων.
Το βασικό συμπέρασμα εδώ και μερικούς μήνες είναι ο διχασμός των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ ανάμεσα σε αυτούς που συνεχίζουν να στηρίζουν την κυβερνητική πορεία και σε αυτούς που μετακινούνται στη σφαίρα των αναποφάσιστων, του λευκού / άκυρου και κυρίως της αποχής. Την ίδια στιγμή, οι διαφοροποιήσεις όλων των άλλων κομμάτων σε σχέση με την περσινή εκλογική καταγραφή τους, είναι από μικρές έως εντελώς ανεπαίσθητες, με τη ΝΔ να διατηρεί την εσωτερική συνεκτικότητα με μικρά οφέλη τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ όσο κι από τον χώρο του Ποταμιού.
Η όποια ανάλυση σχετικά με την εκλογική συμπεριφορά αυτού του μεγάλου μέρους ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ είναι παρακινδυνευμένη. Θα βρουν το κίνητρο να επανέλθουν στον εκλογικό αγώνα κάτω από την πίεση ενός νέου πολιτικού δίπολου; Θα αναζητήσουν εναλλακτικούς κομματικούς προορισμούς στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που μέχρι σήμερα δεν φαίνεται πολύ πιθανό; Θα παραμείνουν μέχρι τέλος αποστασιοποιημένοι ή ένα μέρος του θα μετατοπιστεί προς τον πιθανότερο νικητή;
Είναι σίγουρο ότι σε συνθήκες εκλογικού ανταγωνισμού η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ θα ανέβει κάπως, χωρίς βέβαια να μπορεί να προσεγγίσει τα επίπεδα του 2015. Το πόσο μεγάλη θα είναι αυτή η άνοδος θα εξαρτηθεί από το δίλημμα που θα προσφερθεί στο αριστερό κοινό. Ένα δίλημμα που προκύπτει από τις αλχημείες των θέσεων του Τσίπρα στη ΔΕΘ.
Αδυνατώντας να διαχειριστεί την σκληρή πραγματικότητα των εισοδηματικών περικοπών, της επανόδου στην ύφεση, της διεθνούς απαξίωσης, επικεντρώνεται σε ένα απρόσιτο μελλοντικό όραμα. Η επαναφορά σε ισχνή ανάπτυξη το 2017, αφού πρώτα στέρησε την χώρα από 10% συσσωρευμένη ανάπτυξη για το διάστημα 2015-17 όπως προγραμματίζονταν από την κυβέρνηση Σαμαρά, δεν αποτελεί ούτε εχέγγυο σταθερότητας και προοπτικής, ούτε άλλοθι για τα έως τώρα καταστροφικά λάθη.
Η αναμονή για την τελική ρύθμιση του χρέους, που όλα δείχνουν ότι οδεύει για μετά το πέρας των γερμανικών εκλογών ειδικά μετά την εκτόξευση του AfD, ώστε να “πουλήσει” ως επιτυχία την δυνητική δυνατότητα οφέλους 2-3 δισ. ευρώ που θα… μοιραστούν προεκλογικά ως καινούριες υποσχέσεις για την επόμενη τετραετία, δεν είναι παρά μια θεωρητική φενάκη που αν δεν έχει συνδυαστεί με δομικές αλλαγές στην λειτουργία της οικονομίας – τέτοιες που δεν αντέχει ιδεολογικά ο ΣΥΡΙΖΑ – θα πρόκειται για μια πρόσκαιρη προσφορά νέου σανού.
Είναι προφανές ότι ο Τσίπρας επιθυμεί να εξαντλήσει όσο περισσότερο πολιτικό χρόνο μπορεί με ταξικές ακρότητες, αντικαπιταλιστικές υπερβολές και λοιπές θυμικές ασκήσεις αριστερισμού ώστε η ολοκλήρωση του προγράμματος σταθερότητας να συμπέσει με την πιθανότητα αξιοποίησης κάποιων δυνατοτήτων που θα προκύψουν και θα προβληθούν ως κινήσεις κοινωνικής δικαιοσύνης. Αν κατορθώσει να αντέξει τις όποιες εσωκομματικές ή απρόβλεπτες διεθνείς πιέσεις μέσα στο επόμενο διάστημα ίσως να επιχειρήσει τον εκλογικό αιφνιδιασμό προς τα τέλη του 2018 εφόσον θα έχει υπάρξει μια κάποια βελτίωση της κομματικής συσπείρωσης.
Το κεντρικό ερώτημα είναι αν όλοι αυτοί οι σχεδιασμοί αρκούν για να περισώσουν τον ΣΥΡΙΖΑ από την σημερινή κοινωνική απογοήτευση και οργή. Ίσως να πρόκειται για μια δύσκολη εξίσωση αν απέναντι του υπάρχει μια κυβερνητική πρόταση με βασικούς άξονες την ανάδειξη της οικονομικής δραστηριότητας, την ταχύτατη μείωση της ανεργίας, την προσχεδιασμένη μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων, την επαναφορά της αξιοκρατίας, τον σεβασμό σε βασικές αστικές αξίες όπως η ασφάλεια, η ουσιαστική παιδεία, ο σεβασμός στην περιουσία και στην ανυπέρβλητη παράδοση του τόπου μας.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας,
Οικονομολόγος-Ψυχολόγος
Οικονομολόγος-Ψυχολόγος
Τι συνέβη τελικά με την Apple και την απόφαση της Ε.Ε. που την καθιστά δακτυλοδεικτούμενη για φοροδιαφυγή; Πρόκειται απλά για μια τυπική υπόθεση ερμηνείας των ευρωπαϊκών οικονομικών κανόνων ή υποκρύπτει μια ευρύτερη σύγκρουση με αντικείμενο την στρατηγική, αρχική θέση κάθε “παίκτη” στο γήπεδο των εμπορικών συμφωνιών και την κατάκτηση του πλεονεκτήματος που θα αποφέρει τα μέγιστα δυνατά οφέλη σε όποιον κατορθώσει να επιβάλλει όρους και προϋποθέσεις;
Οι τριγωνικές συναλλαγές ώστε μια εταιρεία να εκμεταλλεύεται τους διαφορετικούς συντελεστές φορολόγησης σε κάθε χώρα και να επιτυγχάνει την χαμηλότερη δυνατή επιβάρυνση παραμένει ένα βαρίδι της παγκόσμιας οικονομίας το οποίο δεν λύνεται με μονομερείς κινήσεις καμιάς πλευράς. Η προσπάθεια του ΟΟΣΑ να θέσει ένα γενικό πλαίσιο δράσης υπήρξε μια πρώτη θετική κίνηση αλλά δεν αρκεί για να ξεκαθαρίσει οριστικά το σκηνικό.
Ενώ υπήρξε μια πρώτη συμφωνία όλων των μερών ώστε να προχωρήσουν σε μεγαλύτερη διαφάνεια με στόχο ο πλούτος να φορολογείται στη χώρα παραγωγής του και να μην χρησιμοποιούνται οι έδρες των διοικητικών συμβουλίων ή οι τόποι έρευνας και τεχνολογίας ως ευκαιρία καταγραφής ενός κόστους στην πιο ευνοϊκή φορολογικά περιοχή, Ε.Ε και ΗΠΑ επέλεξαν να δείξουν τα δόντια τους θέλοντας να πιέσουν ο ένας τον άλλον σε μια άσκηση επίδειξης δύναμης ενόψει της αναμενόμενης υπογραφής της εμπορικής συμφωνίας ΤΤΙΡ ανάμεσα στα δύο μέρη.
Από την μια, η Ε.Ε. … θυμήθηκε να αμφισβητήσει μονομερώς εμπορικές συμφωνίες όπως αυτή της Apple που πηγαίνουν δεκαετίες πίσω δημιουργώντας ένα κλίμα ανασφάλειας σε κάθε διαχρονικό επενδυτή. Από την άλλη, οι ΗΠΑ δεν έκαναν τα τελευταία χρόνια κάποια ιδιαίτερα βήματα προσαρμογής, επιτρέποντας σε αμερικανικές εταιρείες να “παρκάρουν” μεγάλα ποσά εκτός χώρας έως ότου επαναπατρισθούν και φορολογηθούν με το υψηλό 35% δίνοντας τους έτσι επιπρόσθετο κίνητρο αναζήτησης εναλλακτικής καταγραφής και ελαφρύτερης φορολόγησης.
Οι Ευρωπαίοι συνειδητοποιούν ότι η αμερικανική επιχειρηματική τάξη πιέζει το εγχώριο πολιτικό κατεστημένο ώστε η εμπορική συμφωνία με την Ε.Ε. να μην πλήττει τα συμφέροντα τους και να τους προσφέρει μια σχετική ευελιξία λειτουργίας. Γι” αυτό και θεώρησαν σκόπιμο να ανακινήσουν το θέμα των τριγωνικών συναλλαγών ώστε να ταρακουνήσουν το αντίπαλο δέος και να προσαρμόσουν τις απαιτήσεις του σε πιο συμβατά πλαίσια με τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις.
Μόνο που στην τωρινή φάση της οικονομικής στασιμότητας, και της αστάθειας που θα επιφέρει το Brexit, οι εκατέρωθεν ασκήσεις δύναμης και εξουσίας το μόνο που μπορούν να καταφέρουν είναι να απορροφήσουν και τα δύο μέρη στην μαύρη τρύπα του παγκοσμιοποιημένου ανταγωνισμού. Αυτού που δεν συγχωρεί συναισθηματικούς παρορμητισμούς και ιδεολογικές μονομέρειες και τα απόνερα των οποίων θα έχουν επιπτώσεις ακόμη και σε περιφερειακούς παίκτες όπως η χώρα μας που δεν αντέχουν πλέον ούτε ψήγμα… ασάφειας.