Ανάμεσα στην υπεραισιοδοξία
της μετεκλογικής μέθεξης του νικητή ή έστω την ευχή για θετικές εξελίξεις
που δεν στηρίζεται σε δεδομένα αλλά σε μια μεταφυσική αναμονή και την απόλυτη
μιζέρια της διαρκούς επίκλησης μιας καταστροφής υπάρχει και η
πραγματιστική προσέγγιση που παρακολουθεί με ψυχραιμία τα γεγονότα και τα
αναλύει με ρεαλισμό αξιολογώντας τις πιθανότητες κάθε προοπτικής.
Τι πιθανότητες
μακροημέρευσης και κυρίως ποια εχέγγυα επιτυχημένης πορείας μας δίνει το
ετερόκλητο νέο κυβερνητικό σχήμα που αποτελείται από δυο εταίρους τόσο με
οικονομικές όσο και κοινωνικές αντικρουόμενες απόψεις; Πόσο σταθερά και
ισορροπημένα μπορούν να είναι τα βήματα σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο; Τα
σενάρια για τη συγκυβέρνηση περιορίζονται σε δύο με το καθένα να
διαθέτει τις δικές του προϋποθέσεις και τις αποκλειστικές μεταβλητές του.
Το σενάριο της σύγκρουσης
με τους εταίρους που αρνούμενοι να αποδεχτούν τις τάσεις έντονων
δημοσιονομικών αποκλίσεων, μαξιμαλιστικών απαιτήσεων για την απομείωση του
χρέους και μονομερών νομοθετικών πρωτοβουλιών σε μια σειρά καίριων
μεταρρυθμιστικών ζητημάτων όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, το ασφαλιστικό και τα
εργασιακά θα προχωρήσουν σε ανάκληση της χρηματοδότησης δημιουργώντας
συνθήκες ασφυξίας από την έλλειψη ρευστότητας και ολοκληρωτικής πτώχευσης σε
δημόσιο και τελικά και σε ιδιωτικό τομέα με τις επιπτώσεις που επανειλημμένα
έχουμε περιγράψει.
Υπάρχει και το σενάριο
της συμφωνίας που θα προκύψει μέσα από μια φαινομενική, κυρίως ρητορική,
επαναδιατύπωση της πραγματικότητας που θα διατηρεί σε συντριπτικό βαθμό την
ουσία των μέχρι σήμερα ασκούμενων πολιτικών με μερικές μικρές αλλά σημαντικές διαφορετικές
παραμέτρους, άλλες ήδη προδιαγεγραμμένες κι άλλες που θα προκύψουν από την
προσπάθεια της κυβέρνησης να περάσει στην κοινωνία την εικόνα μιας δικαιότερης
ανακατανομής των βαρών κυρίως των φορολογικών.
Η απαίτηση για μεγάλο
κούρεμα του χρέους έχει ήδη προσαρμοστεί στην υπάρχουσα από τα τέλη του
2012 απόφαση για επιμήκυνση της αποπληρωμής και μείωση των επιτοκίων δανεισμού
η εξειδίκευση της οποίας θα παρουσιαστεί ως επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ ενώ οι ρυθμίσεις
είναι ήδη προσχεδιασμένες. Τα δημοσιονομικά κέρδη από τον περιορισμό των
ετήσιων τόκων θα χρησιμοποιηθούν για εσωτερικές δράσεις μόνο που πολύ φοβάμαι
ότι αντί να προωθηθούν πρωτίστως σε αναπτυξιακές πρωτοβουλίες θα εξυπηρετήσουν
την ικανοποίηση μέρους της προεκλογικής παροχολογίας ώστε να
συγκρατηθούν οι φυγόκεντρες εκλογικές τάσεις από μια ολοκληρωτική αθέτηση των
υποσχέσεων.
Επειδή όμως είναι
αμφίβολο αν θα αρκούν οι πόροι από τους μειωμένους τόκους για την κάλυψη ενός
έστω περιορισμένου πακέτου παροχών είναι δεδομένο ότι θα υπάρξει φορολογική
επιβάρυνση σε ένα μέρος της μεσαίας τάξης είτε με έμμεσες ειδικές εισφορές,
είτε με φόρους επί του εισοδήματος και της περιουσίας. Ελάχιστα φαίνεται να
τους απασχολεί η νέα ανατροφοδότηση της ύφεσης κι ακόμη λιγότερο η αναπτυξιακή
προοπτική αφού θεωρούν ότι μπορούν να αντικαταστήσουν τις ιδιωτικοποιήσεις με
δήθεν μεγαλόπνοα δημόσια έργα για την πραγματοποίηση των οποίων θα
ζητηθούν και ιδιωτικά κεφάλαια τα οποία είναι ακόμα πιο αμφίβολο πόσο διαθέσιμα
θα είναι να συνεισφέρουν στην αναδόμηση του κρατισμού.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος –Ψυχολόγος
Οι εκλογές
ολοκληρώθηκαν με περήφανη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ που «αναγκάζεται» όμως ελλείψει
αυτοδυναμίας να συγκροτήσει κυβέρνηση με αυτούς που ο ίδιος ο Τσίπρας πριν
λίγες μέρες ωρύονταν ότι τους χωρίζει πολιτισμικός άβυσσος. Ο Καμμένος που
τηλεοπτικά αυτοπροβάλλονταν ως ικανός μηχανοδηγός για να χαλιναγωγήσει τις
υπερβολές του Αλέξη ή ως δεξιά ζάχαρη στο πικρό αριστερό ποτήριον
αναλαμβάνει συμπληρωματικό ρόλο στο νέο επαναστατικό σχήμα. Κάπου εδώ τελειώνει
ο αντιμνημονιακός μήνας του μέλιτος της πρόσκαιρης συναισθηματικής εκτόνωσης κι
αρχίζουν οι εγγενείς αντιφάσεις της νέας κυβέρνησης.
Ο Τσίπρας
καλείται να συγκεράσει τις δύο μεριές της πλατείας των αγανακτισμένων
και μάλιστα τις πιο αλλοπρόσαλλες εκφάνσεις της προσθέτοντας απαραίτητες αλλά
όχι επαρκείς δόσεις ρεαλισμού. Από τη μια η εθνικοπατριωτική θολούρα της
Ρωσολαγνείας και των... υδατανθράκων κι από την άλλη η αριστερά της
αυτοδιάθεσης και του συντεχνιακού κρατισμού. Όσο όμως οι αντιθέσεις της
πλατείας κατόρθωσαν να καταστούν συνεκτική πολιτική πρόταση άλλο τόσο και αυτή
η ετερόκλητη συμμαχία θα αποδειχτεί λειτουργική. Εκτός κι αν η συνεκτική
ουσία της εξουσίας καθυποτάξει τις επαναστατικές τάσεις στον ορθολογισμό
της συνετής διαχείρισης.
Αυτοί μάλιστα που
έρχονται να υπερασπιστούν την καιροσκοπική συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. πάνω σε
έναν ανύπαρκτο κοινό προγραμματικό λόγο, που εξαντλείται στον στείρο
αρνητισμό και την αποφυγή της πραγματικότητας, είναι οι ίδιοι που στηλίτευαν
την σύμπραξη ΝΔ – ΠΑΣΟΚ. Όσο έντονη κι αν ήταν η σύγκρουση με το ιστορικό
ΠΑΣΟΚ, οι υπαρκτές ακόμα διαφορές με τη σημερινή περιορισμένης επιρροής και
πιο εκσυγχρονιστικών απόψεων μορφή του είναι απείρως μικρότερες, για όποιον
αυτοπροσδιορίζεται ως δεξιός, από τις αξιακές αποστάσεις με την αριστερή
ιδεολογία που πρεσβεύει ο ΣΥΡΙΖΑ πόσο δε μάλλον που πλέον εκπροσωπεί και σε
πρόσωπα και σε προτάσεις το πιο αντιδραστικό μέρος του άλλοτε κραταιού
Κινήματος.
Με ποιον ελάχιστο
οικονομικό κοινό τόπο θα πορευτεί αυτή η κυβέρνηση; Ποιες αναπτυξιακές
προτεραιότητες θα υπάρξουν και που θα μπουν τα όρια ανάμεσα στον κρατισμό και
την φιλελεύθερη προσέγγιση; Ποιο θα είναι το αξιακό πλαίσιο στις εθνικές
θέσεις, την εσωτερική ασφάλεια και την παιδεία; Ή οι κόσμοι που αντιπροσωπεύουν
οι δυο εταίροι είναι όντως αντίρροποι όπως προκύπτει από τις θέσεις του οπότε ο
βίος της προβλέπεται βραχύβιος αφού δεν θα αργήσουν να αναδειχτούν οι
αντιφάσεις τους ή ένας εκ των δυο θα προσαρμοστεί στις επιδιώξεις του
άλλου.
Ο μεταπολιτευτικός
κύκλος που έμοιαζε να ολοκληρώνεται με την έλευση της κρίσης ανοίγοντας την
πόρτα στη Νέα Μεταπολίτευση και τον αξιακό και παραγωγικό μετασχηματισμό της
χώρας καταλήγει προς το παρόν μια ξαναζεσταμένη γλαρόσουπα με συστατικά
μερικά από τα χειρότερα στοιχεία της μεταπολιτευτικής φαυλότητας.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος –Ψυχολόγος