Η ανακοίνωση του διευρυμένου Ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης των υπό κερδοσκοπική πίεση οικονομιών των μελών της ΟΝΕ, ύψους 720 δις ευρώ, παρά τις μετέπειτα λογικές διορθώσεις, λειτούργησε ευεργετικά στα επίπεδα δανεισμού όλων των ενδιαφερόμενων χωρών (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία) και φυσικά της Ελλάδας αφού το δεκαετές της ομόλογο από τα επίπεδα του 10-12% σταθεροποιήθηκε κοντά στο 7,5%. Η περαιτέρω αποκλιμάκωση προφανώς και θα είναι συνάρτηση των επιτυχών διαρθρωτικών αλλαγών που ακόμα αναμένονται αλλά και της ειλικρινούς προσπάθειας της Ε.Ε. να εναρμονίσει το όραμα της στις απαιτήσεις των καιρών ξεπερνώντας μονεταριστικές κι αντιπληθωριστικές αγκυλώσεις του παρελθόντος προς όφελος πιο κοινωνικών δεικτών όπως η ανεργία και η ανάπτυξη. Ταυτόχρονα μοιάζει να επανέρχεται στο προσκήνιο η συζήτηση για την ανάγκη η μη αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους μας, τόσο από εσωτερικούς όσο κι από διεθνείς κύκλους. Η πρόταση για άμεση προσφυγή σε μια τέτοια κίνηση προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από νεοφιλελεύθερους (πχ Α.Ανδριανόπουλος) ή αριστερίζοντες (πχ Σαμίρ Αμίν) διανοητές, με τη λογική είτε της φιλελεύθερης δημιουργικής καταστροφής από τη μια, είτε με την εθνοκεντρική, απελευθερωτική από το διεθνή έλεγχο διάθεση, από την άλλη.
Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι πρακτικά αν η χώρα δεν προχωρήσει άμεσα και ταχύτατα σε κάθε απαιτούμενη μεταρρύθμιση (προς το παρόν τα μηνύματα δεν είναι και τα καλύτερα) αλλά και δεν βελτιώσουμε το μίγμα της ακολουθούμενης πολιτικής με έμφαση στον αναπτυξιακό τομέα, έτσι όπως εύστοχα το έθεσε ο Αντώνης Σαμαράς, οι πιθανότητες μιας επώδυνης αναγκαστικής αναδιάρθρωσης είναι υπαρκτές. Αν όμως προκαταβολικά παραδεχτούμε αυτή μας την πιθανή ανικανότητα η κατάρρευση θα είναι τόσο ακαριαία κι απότομη που οι συνέπειες της θα μας κατατρέχουν για δεκαετίες. Πέραν τούτου είναι αμφίβολo αν μια τέτοια παραδοχή θα μας επέτρεπε καν να προλάβουμε να διαπραγματευτούμε έναν έντιμο συμβιβασμό με τους πιστωτές μας.
Ως όφελος μιας τέτοιας κίνησης προβάλλεται η απεμπλοκή μας από ένα σημαντικό μέρος του σημερινού χρέους (πιθανότατα πέριξ του 30%) πριν αυτό αγγίξει το 150% του ΑΕΠ γύρω στο 2015, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με αύξηση των εξαγωγών αλλά και η αίσθηση ότι αποδίδεται κοινωνική δικαιοσύνη αφού οι πιστωτές μας θα χάσουν ένα σημαντικό μέρος από τα αναμενόμενα κέρδη τους. Τυπικά το πρώτο επιχείρημα μοιάζει λογικό, αλλά δεν λαμβάνει υπόψη του την εκτόξευση των επιτοκίων δανεισμού σε πρωτοφανή ύψη (πάνω από 15-20%) που καθιστούν αδύνατη την προσφυγή στις αγορές, τη στιγμή μάλιστα που οι ελλειμματικοί προϋπολογισμοί μας, απαιτούν άμεσα κεφάλαια για την κάλυψη των ανελαστικών ταμειακών αναγκών. Τι θα είναι μακροπρόθεσμα πιο επικερδές για τη χώρα; Ένα χρέος στο 150% με επιτόκια κοντά στο 4%, που σταδιακά με την αύξηση της ανάπτυξης θα αποκλιμακώνεται προς το 100% ή η πρόσκαιρη μείωση του στο 80% με επιτόκια στο 15% που σε λίγα χρόνια θα ξαναφέρουν το ύψος του χρέους σε δυσθεώρητα ύψη;
Όσοι αναμένουν αντανακλαστική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μας μέσω αποπληθωρισμού μάλλον δεν θέλουν να παραδεχτούν τους χρόνιους ανορθολογισμούς της παραγωγικής μας διαδικασίας. Το εργασιακό κόστος είναι συγκριτικά με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες σχετικά μεγάλο παρά το γεγονός ότι το ύψος των μισθών κινείται στο 70% του κοινοτικού μέσου όρου, κυρίως λόγω των υπέρογκων ασφαλιστικών εισφορών. Η αναποτελεσματικότητα οφείλεται σε χρόνιες παθογένειες της κάθετης παραγωγικής αλυσίδας (καρτέλ, ολιγοπώλια, μεσάζοντες) και της κρατικής ανικανότητας να τις ελέγξει και η επιλογή και διαχείριση προσωπικού είναι ακόμα υπό ανάπτυξη ως διοικητικός τομέας. Αν αυτές οι δομές δεν εκσυγχρονιστούν θα συνεχίζουμε να παράγουμε ακριβά προϊόντα και οι εξαγωγές μας όσο κι αν βοηθηθούν από ένα λιγότερο ισχυρό ευρώ, δεν θα μπορούν να επενεργήσουν καταλυτικά στη βελτίωση των ρυθμών ανάπτυξης. Πόσο δε μάλλον που διαθέτουμε μεγάλο όγκο σχεδόν ανελαστικών ακριβών εισαγωγών κυρίως τεχνολογικών προϊόντων αλλά και φτηνά inferior products καθημερινής κατανάλωσης (τρόφιμα) από τρίτες χώρες που οι χαμηλότερες εισοδηματικά ομάδες συχνά προτιμούν λόγω του υψηλού κόστους των αντίστοιχων Ελληνικών.
Η κοινωνική αδικία που αντιπροσωπεύουν τα μέτρα που επέβαλε η κυβέρνηση είναι προφανέστατη, γι’ αυτό και δεν είναι λίγοι αυτοί, συμπεριλαμβανομένου του Αντώνη Σαμαρά, που έχουν προτείνει ένα άλλο μίγμα πολιτικής με έμφαση στην ανάπτυξη, τη χρήση του ΕΣΠΑ, των ΣΔΙΤ, του ΤΕΜΠΜΕ, την αξιοποίηση της κρατικής ακίνητης περιουσίας, την μεγαλύτερη περικοπή δημοσίων δαπανών αλλά και την ενίσχυση των χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων. Η επιλογή όμως της αναδιοργάνωσης του χρέους δεν αποκαθιστά αυτή την αδικία, μάλλον την εντείνει σε τραγικό βαθμό.
Οι συνέπειες της ραγδαίας αύξησης των επιτοκίων δανεισμού της χώρας με αντίστοιχη αύξηση στα επίπεδα των τραπεζικών επιτοκίων (στεγαστικά, καταναλωτικά δάνεια) αλλά και την ουσιαστική κατάρρευση των περισσοτέρων Ελληνικών τραπεζών που είναι έντονα εκτεθειμένες σε Ελληνικά ομόλογα (33 δις) τα οποία θα απαξιωθούν, θα οδηγήσει τελικά στην υπερχρέωση επιχειρήσεων και νοικοκυριών, έκρηξη των κατασχέσεων και πτωχεύσεων. Η αναπόφευκτη παντελής έλλειψη ρευστότητας θα δημιουργήσει νέα έκρηξη στην ανεργία και οι απολύσεις και τα «λουκέτα» θα είναι καθημερνή πρακτική. Εκ των ουκ άνευ φυσικά είναι και οι επιπτώσεις στις τραπεζικές καταθέσεις που θα χάσουν την αξία τους (αμφίβολο αν θα υπάρχει πλέον δυνατότητα κρατικής κάλυψης) επιφέροντας και μαζική φυγή κεφαλαίων ιδιαίτερα μεγαλοκαταθετών.
Η απαξίωση των κρατικών ομολόγων θα έχει ανάλογη επίδραση και στα ασφαλιστικά ταμεία που έχουν επενδύσει αρκετά δις σε αυτά, που θα αδυνατούν να καταβάλουν συντάξεις πολύ περισσότερο από ότι ήδη συμβαίνει που μήνα το μήνα ανανεώνουν την ικανότητα κάλυψης των καταβολών τους. Είναι λοιπόν κατανοητό ότι η περαιτέρω μείωση μισθών και συντάξεων θα είναι αναπόφευκτη. Η ενίσχυση των τραπεζών για την επιβίωση τους, παρόλο που οι προτείνοντες την χρεοκοπία κριτικάρουν τα πακέτα στήριξης του χρηματοπιστωτικού συστήματος όπως αυτό του Ομπάμα, δεν θα είναι πρακτικά εύκολο να επιτευχθεί πλέον, και θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη βούληση της Ε.Ε. που η στάση της στο θέμα φυσικά και δεν θα είναι ιδιαίτερα φιλική απέναντι μας.
Η δικαιοσύνη, για τους υποστηρικτές της χρεοκοπίας, εκφράζεται και με την αποδοχή από πλευράς των πιστωτών μας να αποπληρωθούν με μειωμένο πόσο σε σχέση με αυτό που θα έπαιρναν κανονικά. Λησμονούν όμως ότι η απαξίωση και των δικών τους επενδύσεων σε ομόλογα θα δημιουργήσει τριγμούς στο Ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και λογική ντόμινο όπως αυτή του τελευταίου μήνα (λόγω της χασούρας, ας πούμε 100 δις σε περίπτωση αναδιοργάνωσης της τάξης του 30%) και αντανακλαστικά και στους Ευρωπαίους πολίτες. Πέραν τούτου οι περισσότεροι επενδυτές Ελληνικών ομολόγων έχουν ήδη χάσει κεφάλαια από τη σημαντική πτώση των τιμών τους και στη δευτερογενή αγορά.
Από την άλλη, οι περισσότεροι τραπεζίτες και διαχειριστές hedge funds έχουν επενδύσει και υπέρ της χρεοκοπίας της χώρας μέσω αγοράς ασφαλίστρων κινδύνου (CDS) και προφανώς θα πράξουν ότι μπορούν για να κερδίσουν κι αυτό το "στοίχημα". Μόλις προχθές ο κ.Άκερμαν της Deutche Bank έκανε δηλώσεις για πιθανή αδυναμία της Ελλάδας να αποπληρώσει το χρέος της, ξεχνώντας όμως να μας ενημερώσει ότι από την αύξηση 48% των κερδών της τράπεζας του το 90% προέρχεται από την επενδυτική τραπεζική, ένα τομέα που διπλασίασε τις αποδόσεις του, με κερδοσκοπία στην υποτίμηση του ευρώ και χρηματοδοτήσεις κερδοσκοπικών hedge funds)!! Το ευρώ βέβαια, με την χρεοκοπία μια χώρας - μέλους της ΟΝΕ, θα υποστεί εξοντωτικές πιέσεις πιθανότατα θα οδεύσει σε ισοτιμία 1 προς 1 με το δολάριο, με τις γνωστές συνέπειες αλλά και τη διαφυγή κεφαλαίων προς τις ΗΠΑ.
Όσο κι αν μπορεί να διαφωνούμε με τους έως τώρα χειρισμούς της κυβέρνησης που μας οδήγησαν στο σημερινό σκηνικό, όσο κι αν μπορεί να προτείνουμε εναλλακτικές πολιτικές ενίσχυσης της αγοράς και των νοικοκυριών, η προσπάθεια εξυπηρέτησης του χρέους ακόμα και με κοινοτική στήριξη δεν μπορεί να βλέπεται ως στρέβλωση της αγοράς. Οι χώρες δεν είναι επιχειρήσεις (ούτε καν τράπεζες!!), και η Ε.Ε. δεν είναι ένας επιχειρηματικός σύλλογος, άρα δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με την ίδια θεωρητική οικονομική «ορθοδοξία». Η πτώχευση τους έχει πολλές και αλληλοεξαρτούμενες συνέπειες σε ένα ευρύτατο φάσμα κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, εντός και εκτός των ορίων της κάθε χώρας, γι’ αυτό οι κυβερνήσεις κι οι διεθνείς οργανισμοί απεύχονται μια τέτοια προοπτική.
Άλλωστε για τους ίδιους λόγους κι ο ηθικός κίνδυνος που θα έπρεπε να ισχύει απόλυτα στο χώρο των επενδυτικών επιλογών, ως βασικός κανόνας «δικαιοσύνης», δεν μπορεί να αφορά τόσο απόλυτα τη διαχείριση του δημοσίου χρέους. Αν λοιπόν και είναι άλλο η στήριξη μιας τράπεζας κι άλλο μιας χώρας, είναι γεγονός ότι χώρες όπως οι ΗΠΑ που χρησιμοποίησαν μεγάλα πακέτα τραπεζικής ενίσχυσης, διατήρησαν ένα υποφερτό επίπεδο ρευστότητας και τώρα δείχνουν ευκολότερα από αρτηριοσκληρωτικούς μηχανισμούς όπως αυτούς της Ε.Ε., να οδηγούνται σταδιακά στην ανάκαμψη και την ανάπτυξη. Αυτό που είναι αναγκαίο, όχι απλά να συζητείται ατέρμονα, αλλά να καταλήξει και σε πρακτικά αποτελέσματα είναι η λήψη συγκεκριμένων μέτρων και ρυθμίσεων για μια πιο εύρυθμη, εξορθολογισμένη λειτουργία των αγορών και ενός πιο προσεκτικού ελέγχου όλων των διαδικασιών και των κερδοσκοπικών πρακτικών ιδιαίτερα όσων αφορούν το σορτάρισμα (ουσιαστικά χωρίς κεφάλαια) και την χρήση των ασφαλίστρων κινδύνου όχι ως μέσου προστασίας αλλά ως μέσου πίεσης για την αυτοεκπλήρωση μιας προσχεδιασμένης «προφητείας».
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι πρακτικά αν η χώρα δεν προχωρήσει άμεσα και ταχύτατα σε κάθε απαιτούμενη μεταρρύθμιση (προς το παρόν τα μηνύματα δεν είναι και τα καλύτερα) αλλά και δεν βελτιώσουμε το μίγμα της ακολουθούμενης πολιτικής με έμφαση στον αναπτυξιακό τομέα, έτσι όπως εύστοχα το έθεσε ο Αντώνης Σαμαράς, οι πιθανότητες μιας επώδυνης αναγκαστικής αναδιάρθρωσης είναι υπαρκτές. Αν όμως προκαταβολικά παραδεχτούμε αυτή μας την πιθανή ανικανότητα η κατάρρευση θα είναι τόσο ακαριαία κι απότομη που οι συνέπειες της θα μας κατατρέχουν για δεκαετίες. Πέραν τούτου είναι αμφίβολo αν μια τέτοια παραδοχή θα μας επέτρεπε καν να προλάβουμε να διαπραγματευτούμε έναν έντιμο συμβιβασμό με τους πιστωτές μας.
Ως όφελος μιας τέτοιας κίνησης προβάλλεται η απεμπλοκή μας από ένα σημαντικό μέρος του σημερινού χρέους (πιθανότατα πέριξ του 30%) πριν αυτό αγγίξει το 150% του ΑΕΠ γύρω στο 2015, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με αύξηση των εξαγωγών αλλά και η αίσθηση ότι αποδίδεται κοινωνική δικαιοσύνη αφού οι πιστωτές μας θα χάσουν ένα σημαντικό μέρος από τα αναμενόμενα κέρδη τους. Τυπικά το πρώτο επιχείρημα μοιάζει λογικό, αλλά δεν λαμβάνει υπόψη του την εκτόξευση των επιτοκίων δανεισμού σε πρωτοφανή ύψη (πάνω από 15-20%) που καθιστούν αδύνατη την προσφυγή στις αγορές, τη στιγμή μάλιστα που οι ελλειμματικοί προϋπολογισμοί μας, απαιτούν άμεσα κεφάλαια για την κάλυψη των ανελαστικών ταμειακών αναγκών. Τι θα είναι μακροπρόθεσμα πιο επικερδές για τη χώρα; Ένα χρέος στο 150% με επιτόκια κοντά στο 4%, που σταδιακά με την αύξηση της ανάπτυξης θα αποκλιμακώνεται προς το 100% ή η πρόσκαιρη μείωση του στο 80% με επιτόκια στο 15% που σε λίγα χρόνια θα ξαναφέρουν το ύψος του χρέους σε δυσθεώρητα ύψη;
Όσοι αναμένουν αντανακλαστική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μας μέσω αποπληθωρισμού μάλλον δεν θέλουν να παραδεχτούν τους χρόνιους ανορθολογισμούς της παραγωγικής μας διαδικασίας. Το εργασιακό κόστος είναι συγκριτικά με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες σχετικά μεγάλο παρά το γεγονός ότι το ύψος των μισθών κινείται στο 70% του κοινοτικού μέσου όρου, κυρίως λόγω των υπέρογκων ασφαλιστικών εισφορών. Η αναποτελεσματικότητα οφείλεται σε χρόνιες παθογένειες της κάθετης παραγωγικής αλυσίδας (καρτέλ, ολιγοπώλια, μεσάζοντες) και της κρατικής ανικανότητας να τις ελέγξει και η επιλογή και διαχείριση προσωπικού είναι ακόμα υπό ανάπτυξη ως διοικητικός τομέας. Αν αυτές οι δομές δεν εκσυγχρονιστούν θα συνεχίζουμε να παράγουμε ακριβά προϊόντα και οι εξαγωγές μας όσο κι αν βοηθηθούν από ένα λιγότερο ισχυρό ευρώ, δεν θα μπορούν να επενεργήσουν καταλυτικά στη βελτίωση των ρυθμών ανάπτυξης. Πόσο δε μάλλον που διαθέτουμε μεγάλο όγκο σχεδόν ανελαστικών ακριβών εισαγωγών κυρίως τεχνολογικών προϊόντων αλλά και φτηνά inferior products καθημερινής κατανάλωσης (τρόφιμα) από τρίτες χώρες που οι χαμηλότερες εισοδηματικά ομάδες συχνά προτιμούν λόγω του υψηλού κόστους των αντίστοιχων Ελληνικών.
Η κοινωνική αδικία που αντιπροσωπεύουν τα μέτρα που επέβαλε η κυβέρνηση είναι προφανέστατη, γι’ αυτό και δεν είναι λίγοι αυτοί, συμπεριλαμβανομένου του Αντώνη Σαμαρά, που έχουν προτείνει ένα άλλο μίγμα πολιτικής με έμφαση στην ανάπτυξη, τη χρήση του ΕΣΠΑ, των ΣΔΙΤ, του ΤΕΜΠΜΕ, την αξιοποίηση της κρατικής ακίνητης περιουσίας, την μεγαλύτερη περικοπή δημοσίων δαπανών αλλά και την ενίσχυση των χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων. Η επιλογή όμως της αναδιοργάνωσης του χρέους δεν αποκαθιστά αυτή την αδικία, μάλλον την εντείνει σε τραγικό βαθμό.
Οι συνέπειες της ραγδαίας αύξησης των επιτοκίων δανεισμού της χώρας με αντίστοιχη αύξηση στα επίπεδα των τραπεζικών επιτοκίων (στεγαστικά, καταναλωτικά δάνεια) αλλά και την ουσιαστική κατάρρευση των περισσοτέρων Ελληνικών τραπεζών που είναι έντονα εκτεθειμένες σε Ελληνικά ομόλογα (33 δις) τα οποία θα απαξιωθούν, θα οδηγήσει τελικά στην υπερχρέωση επιχειρήσεων και νοικοκυριών, έκρηξη των κατασχέσεων και πτωχεύσεων. Η αναπόφευκτη παντελής έλλειψη ρευστότητας θα δημιουργήσει νέα έκρηξη στην ανεργία και οι απολύσεις και τα «λουκέτα» θα είναι καθημερνή πρακτική. Εκ των ουκ άνευ φυσικά είναι και οι επιπτώσεις στις τραπεζικές καταθέσεις που θα χάσουν την αξία τους (αμφίβολο αν θα υπάρχει πλέον δυνατότητα κρατικής κάλυψης) επιφέροντας και μαζική φυγή κεφαλαίων ιδιαίτερα μεγαλοκαταθετών.
Η απαξίωση των κρατικών ομολόγων θα έχει ανάλογη επίδραση και στα ασφαλιστικά ταμεία που έχουν επενδύσει αρκετά δις σε αυτά, που θα αδυνατούν να καταβάλουν συντάξεις πολύ περισσότερο από ότι ήδη συμβαίνει που μήνα το μήνα ανανεώνουν την ικανότητα κάλυψης των καταβολών τους. Είναι λοιπόν κατανοητό ότι η περαιτέρω μείωση μισθών και συντάξεων θα είναι αναπόφευκτη. Η ενίσχυση των τραπεζών για την επιβίωση τους, παρόλο που οι προτείνοντες την χρεοκοπία κριτικάρουν τα πακέτα στήριξης του χρηματοπιστωτικού συστήματος όπως αυτό του Ομπάμα, δεν θα είναι πρακτικά εύκολο να επιτευχθεί πλέον, και θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη βούληση της Ε.Ε. που η στάση της στο θέμα φυσικά και δεν θα είναι ιδιαίτερα φιλική απέναντι μας.
Η δικαιοσύνη, για τους υποστηρικτές της χρεοκοπίας, εκφράζεται και με την αποδοχή από πλευράς των πιστωτών μας να αποπληρωθούν με μειωμένο πόσο σε σχέση με αυτό που θα έπαιρναν κανονικά. Λησμονούν όμως ότι η απαξίωση και των δικών τους επενδύσεων σε ομόλογα θα δημιουργήσει τριγμούς στο Ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και λογική ντόμινο όπως αυτή του τελευταίου μήνα (λόγω της χασούρας, ας πούμε 100 δις σε περίπτωση αναδιοργάνωσης της τάξης του 30%) και αντανακλαστικά και στους Ευρωπαίους πολίτες. Πέραν τούτου οι περισσότεροι επενδυτές Ελληνικών ομολόγων έχουν ήδη χάσει κεφάλαια από τη σημαντική πτώση των τιμών τους και στη δευτερογενή αγορά.
Από την άλλη, οι περισσότεροι τραπεζίτες και διαχειριστές hedge funds έχουν επενδύσει και υπέρ της χρεοκοπίας της χώρας μέσω αγοράς ασφαλίστρων κινδύνου (CDS) και προφανώς θα πράξουν ότι μπορούν για να κερδίσουν κι αυτό το "στοίχημα". Μόλις προχθές ο κ.Άκερμαν της Deutche Bank έκανε δηλώσεις για πιθανή αδυναμία της Ελλάδας να αποπληρώσει το χρέος της, ξεχνώντας όμως να μας ενημερώσει ότι από την αύξηση 48% των κερδών της τράπεζας του το 90% προέρχεται από την επενδυτική τραπεζική, ένα τομέα που διπλασίασε τις αποδόσεις του, με κερδοσκοπία στην υποτίμηση του ευρώ και χρηματοδοτήσεις κερδοσκοπικών hedge funds)!! Το ευρώ βέβαια, με την χρεοκοπία μια χώρας - μέλους της ΟΝΕ, θα υποστεί εξοντωτικές πιέσεις πιθανότατα θα οδεύσει σε ισοτιμία 1 προς 1 με το δολάριο, με τις γνωστές συνέπειες αλλά και τη διαφυγή κεφαλαίων προς τις ΗΠΑ.
Όσο κι αν μπορεί να διαφωνούμε με τους έως τώρα χειρισμούς της κυβέρνησης που μας οδήγησαν στο σημερινό σκηνικό, όσο κι αν μπορεί να προτείνουμε εναλλακτικές πολιτικές ενίσχυσης της αγοράς και των νοικοκυριών, η προσπάθεια εξυπηρέτησης του χρέους ακόμα και με κοινοτική στήριξη δεν μπορεί να βλέπεται ως στρέβλωση της αγοράς. Οι χώρες δεν είναι επιχειρήσεις (ούτε καν τράπεζες!!), και η Ε.Ε. δεν είναι ένας επιχειρηματικός σύλλογος, άρα δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με την ίδια θεωρητική οικονομική «ορθοδοξία». Η πτώχευση τους έχει πολλές και αλληλοεξαρτούμενες συνέπειες σε ένα ευρύτατο φάσμα κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, εντός και εκτός των ορίων της κάθε χώρας, γι’ αυτό οι κυβερνήσεις κι οι διεθνείς οργανισμοί απεύχονται μια τέτοια προοπτική.
Άλλωστε για τους ίδιους λόγους κι ο ηθικός κίνδυνος που θα έπρεπε να ισχύει απόλυτα στο χώρο των επενδυτικών επιλογών, ως βασικός κανόνας «δικαιοσύνης», δεν μπορεί να αφορά τόσο απόλυτα τη διαχείριση του δημοσίου χρέους. Αν λοιπόν και είναι άλλο η στήριξη μιας τράπεζας κι άλλο μιας χώρας, είναι γεγονός ότι χώρες όπως οι ΗΠΑ που χρησιμοποίησαν μεγάλα πακέτα τραπεζικής ενίσχυσης, διατήρησαν ένα υποφερτό επίπεδο ρευστότητας και τώρα δείχνουν ευκολότερα από αρτηριοσκληρωτικούς μηχανισμούς όπως αυτούς της Ε.Ε., να οδηγούνται σταδιακά στην ανάκαμψη και την ανάπτυξη. Αυτό που είναι αναγκαίο, όχι απλά να συζητείται ατέρμονα, αλλά να καταλήξει και σε πρακτικά αποτελέσματα είναι η λήψη συγκεκριμένων μέτρων και ρυθμίσεων για μια πιο εύρυθμη, εξορθολογισμένη λειτουργία των αγορών και ενός πιο προσεκτικού ελέγχου όλων των διαδικασιών και των κερδοσκοπικών πρακτικών ιδιαίτερα όσων αφορούν το σορτάρισμα (ουσιαστικά χωρίς κεφάλαια) και την χρήση των ασφαλίστρων κινδύνου όχι ως μέσου προστασίας αλλά ως μέσου πίεσης για την αυτοεκπλήρωση μιας προσχεδιασμένης «προφητείας».
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια