Μετάφραση

English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Αρχείο

You Are Here: Home - ΑΝΑΠΤΥΞΗ , ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ , ΔΙΕΘΝΗ , ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ , ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ , ΠΟΛΙΤΙΚΗ - Πράσινη Ανάπτυξη - «Απαίτηση των καιρών ή δαπανηρή πολυτέλεια;»

Ιδιαίτερα επίκαιρη ξανάγινε η κουβέντα γύρω από την αναγκαιότητα λήψης άμεσων μέτρων για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, και την προσπάθεια περιορισμού της προβλεπόμενης αύξησης της θερμοκρασίας στον πλανήτη, μετά τη δημοσίευση email που αντάλλασσαν επιστήμονες της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή (IPCC), όπου αποκαλύφθηκε η διάθεση τους να υπάρξει παραποίηση στοιχείων, ώστε να στοιχειοθετούνται καλύτερα τα συμπεράσματα που ήθελαν να συνάγουν. Αν και το συγκεκριμένο ζήτημα σε συνδυασμό με την επιχειρηματολογία κάποιων που προσπαθούν να αναιρέσουν τις θεωρίες των συγκεκριμένων επιστημόνων, θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνη της αντικείμενο ανάλυσης σε μια ολόκληρη ανάρτηση μας, προς το παρόν, θέλοντας να επικεντρωθούμε περισσότερο στα εσωτερικά μας ζητήματα, θα περιοριστούμε απλά στο να αναφέρουμε κάποια βασικά μας συμπεράσματα:

Α) Η επίδραση του ανθρώπινου παράγοντα στην επιδείνωση της περιβαλλοντικής κατάστασης είναι προφανής και εξαιρετικά σημαντική. Το ποσοστό όμως στο οποίο συμβάλλει είναι πιθανότατα αντικείμενο ενδελεχούς και χρονοβόρου μελέτης.

Β) Η θερμοκρασία του πλανήτη δείχνει να έχει ανοδικές τάσεις, αν και τα επίσημα στοιχεία των τελευταίων εμφανίζεται μείωση!!), αλλά το γεγονός ότι με περισσή ευκολία προστρέχουμε να αποδεχτούμε την επίδραση της ανθρώπινης δραστηριότητας ως απολύτως καταλυτική, παραβλέποντας, διαχρονικά ιστορικά στοιχεία που δείχνουν μια περιοδικότητα στις φάσεις αλλαγής συνθηκών στον πλανήτη, καταδεικνύει την ανάγκη κάποιων να στηρίξουν τη θεωρία της «μοναδικής αλήθειας».

Γ) Η Πράσινη Ανάπτυξη όπως και κάθε είδους ανάπτυξη, είναι πάνω από όλα business, και γι’ αυτό ας μην αντιμετωπίζουμε με τόση αθωότητα τη διάθεση κάποιων, να τονίζουν τόσο πολύ την ανάγκη επενδύσεων σε αυτό τον τομέα, αδιαφορώντας για τη συνολική εικόνα, της οικονομίας κάθε χώρας, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Πόσο δε μάλλον που αυτός ο οικονομικός τομέας με την ευρεία χρήση κρατικών επιχορηγήσεων μπορεί εύκολα να καταλήξει σε ένα ακόμα άντρο διαφθοράς διανομής δημοσίων κεφαλαίων και ενίσχυσης μιας ακόμα ιδιότυπης κρατικοδίαιτης δραστηριότητας.

Βεβαίως και υπάρχουν χώρες που έχουν να αποκομίσουν πιο άμεσα οφέλη, από τέτοιες επενδύσεις, σε σχέση με άλλες. Ιδιαίτερα μεγάλες οικονομικές δυνάμεις με βαριά βιομηχανία, που στηρίζονται πολύ στη χρήση πετρελαίου, έχουν μετρήσιμο κέρδος σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, αν βελτιώσουν τους τρόπους παραγωγής και απεγκλωβιστούν από την αποκλειστική χρήση ενός ενεργειακού πόρου, την παραγωγή και διάθεση του οποίου σε μεγάλο βαθμό δεν ελέγχουν. Διαθέτουν τις οικονομίες κλίμακος, ώστε να αποσβέσουν σχετικά σύντομα τις όποιες επενδύσεις τους.

Φυσικά μέσα στον ευδαιμονισμό της περιβαλλοντικής μας ευαισθησίας, δείχνουμε να αδιαφορούμε για τις επιπτώσεις αυτών των επιλογών σε χώρες που αδυνατούν να ακολουθήσουν στους ίδιους ρυθμούς. Ακόμα χειρότερη είναι η αδυναμία μας να προβλέψουμε τις ασφαλιστικές δικλείδες που θα επιτρέπουν έστω και την επιβίωση σε χώρες που στηρίζονται στην πρωτογενή οικονομία και θα δουν μέσα από τη μετατροπή της παραγωγή τους από κλασική αγροτική σε παραγωγή πχ βιοκαυσίμων, να ανεβαίνει το κόστος ζωή τους από την απότομη άνοδο ή ακόμα και την έλλειψη βασικών ειδών διατροφής.

Η Ελλάδα είναι μιας περιορισμένης ισχύος οικονομία που διαθέτει όμως μεγάλες δυνατότητες εκμετάλλευσης των φυσικών της πόρων (ήλιος και αέρας) που με τις κατάλληλες επενδύσεις μπορούν να προσφέρουν σημαντικά στην σταδιακή απαγκίστρωση της χώρας από τη χρήση του περιβαλλοντικά επιβλαβούς λιγνίτη για την παραγωγή ενέργειας και του πετρελαίου τα αποθέματα του οποίου τείνουν μειούμενα (οι συμφωνίες για τους αγωγούς φυσικού αερίου μοιάζουν να λύνουν σε μεγάλο βαθμό αυτό το πρόβλημα, σε βάθος χρόνου). Δεν αρνείται λοιπόν κανείς τις μακροπρόθεσμες ευεργετικές επιπτώσεις των επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές. Το ζήτημα όμως, ειδικά στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο που τα δημοσιονομικά μας προβλήματα, εν μέσω κρίσης, έχουν φτάσει στο απροχώρητο απαιτώντας άμεσα διαρθρωτικά μέσα που για πολλά χρόνια αναβάλλουν οι Ελληνικές κυβερνήσεις προτιμώντας το λαϊκισμό από την ουσία, είναι το πιο μίγμα επενδύσεων, ιδιαίτερα επιδοτούμενων από κοινοτικά και κρατικά κονδύλια, έχει ανάγκη η χώρα ώστε να επανέλθει άμεσα σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Η φιλικότερη προς το περιβάλλον επιχειρηματική δραστηριότητα είναι χρήσιμη, όταν τα κεφάλαια που θα επενδυθούν σε τέτοιες κινήσεις, θα επιφέρουν άμεσα πρόσθετη αξία στην οικονομία και αποδόσεις του χρησιμοποιούμενου κεφαλαίου μεγαλύτερες από αυτές που απέδιδαν στους σκοπούς για τους οποίους χρησιμοποιούνταν μέχρι σήμερα. Οι κυβερνητικές πολιτικές οφείλουν να εξαγγείλουν πρώτιστα πολιτικές στήριξης των 3 πυλώνων της Ελληνικής οικονομίας (τουρισμός, ναυτιλία, κατασκευές), της εξέλιξης και αναβάθμισης τους, πράγμα που σημαίνει ότι πέρα από άμεσα μέτρα στήριξης τους, που προς το παρόν δεν τα βλέπουμε, αυτοί οι τομείς πρέπει να είναι και οι πρώτοι στους οποίους θα πρέπει να διερευνήσουμε τις δυνατότητες χρήσης «πράσινων» πολιτικών. Διαφορετικά οι αφαίρεση σημαντικών κεφαλαίων, για την άμεση ενεργοποίηση βασικών τομέων της οικονομίας μας ώστε να εξέλθουμε από τη βαθιά κρίση το συντομότερο, θα οδηγήσει σε περαιτέρω εμβάθυνση του δημοσιονομικού μας προβλήματος, συνέχιση της ύφεσης και αύξηση της ανεργίας σε μεγαλύτερο βαθμό από τις όποιες νέες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν μέσω της πράσινης ανάπτυξης.

Οι μέχρι σήμερα επιλογές της Κυβέρνησης δεν δείχνουν τον προσανατολισμό της σε τέτοιου είδους επιλογές. Η κατάργηση και συγχώνευση του Υπ. Τουρισμού, την ένδειξη αναξιοπιστίας και έλλειψης οράματος στο θέμα της προβλήτας του λιμανιού στον Πειραιά, και η πρόσθετη φορολόγηση στα ακίνητα που μόνο δραματική μείωση των επενδύσεων θα επιφέρουν σε αυτόν τον τομέα, καταδεικνύουν την παντελή αδυναμία της Κυβέρνησης να κατανοήσει τις πραγματικές ανάγκες της Ελληνικής οικονομίας.

Πέραν τούτου, κατήργησε ουσιαστικά τα «πράσινα» μέτρα που είχαν εξαγγελθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση και αφορούσαν άμεσα ζητήματα βελτίωσης της καθημερινότητας του πολίτη και αναβάθμισης της ποιότητας ζωής του. Η ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων αποτελούσε και παράγοντα που θα πρόσθετε αξία στις περιουσίες των πολιτών και θα λειτουργούσε θετικά σε όλους τους εργασιακούς τομείς της οικοδομής. Η απόσυρση των αυτοκινήτων παλαιάς τεχνολογίας με τη μείωση των ρύπων που θα επέφερε (σύμφωνα με έρευνες το 80% της ρύπανσης προέρχεται από τα αυτοκίνητα), θα βελτίωνε την καθημερινότητα όλων μας.

Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος

Share

0 σχόλια

Leave a Reply

SYNC BLOGS