Μεγάλη συζήτηση έγινε το διάστημα των εσωκομματικών εκλογών στη ΝΔ σχετικά με το ιδεολογικό στίγμα της παράταξης. Με ποιο πνεύμα ερμήνευαν οι υποψήφιοι τον Κοινωνικό Φιλελευθερισμό στον οποίο ομονοούσαν; Ποια η κριτική τόσο από δεξιά όσο και από αριστερά που γίνεται στη συγκεκριμένη ιδεολογική προσέγγιση. Πριν απαντήσουμε σε αυτά τα θέματα, ας προχωρήσουμε σε μια μικρή ιστορική καταγραφή, εξαιρετικά χρήσιμη για την περαιτέρω ανάλυση.
Η σταδιακή μετάβαση των κοινωνιών από το φεουδαρχισμό και τη μοναρχία, σε κοινοβουλευτικά καθεστώτα και μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων, στηρίχτηκε στην αρχή του κράτους δικαίου όπου πλέον όλοι κυβερνώντες και μη, υπόκεινται ουσιαστικά πλέον στο ίδιο νομικό πλαίσιο. Ο Φιλελευθερισμός συνέτεινε στη μείωση της παρέμβασης του κράτους στην αγορά και την ενίσχυση των προσωπικών ελευθεριών. Στην πορεία αποδείχθηκε ότι οι οικονομικά ισχυροί ελέγχοντας τα μέσα παραγωγής έθεταν τους εργασιακούς κανόνες και τις συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων, που συνήθως ήταν άθλιοι, οδηγώντας στη θέσπιση του κοινωνικού κράτους, ώστε να προστατεύει τους πιο αδύναμους από την καταπίεση των ισχυρών, θέτοντας κανόνες και πολιτικές αναδιανομής του πλούτου (σύνταγμα Βαϊμάρης 1919).
Κάποιος θα μπορούσε να απορήσει με την ανάλυση μας, θεωρώντας ότι και ο Σοσιαλισμός κι ο κρατισμός γενικότερα, επίσης στηρίζεται στο κράτος δικαίου. Τι τον διαχωρίζει λοιπόν από τον Κοινωνικό Φιλελευθερισμό; Η κεφαλαιώδης διαφορά τους έγκειται στο ότι ο κρατισμός χρησιμοποιεί το δημόσιο τομέα ως βασικό φορέα επενδύσεων και δεν διστάζει να συνεχίσει να συντηρεί γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και αναποτελεσματικές πρακτικές, που μπορεί να ωφελούν πρόσκαιρα συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες ή οικονομικά συμφέροντα, ώστε να επιτύχει τη διατήρηση του κυβερνώντος κόμματος στην εξουσία, οδηγώντας όμως μαθηματικά την οικονομία στην αναποτελεσματικότητα, τις μειωμένες αποδόσεις, την ανεργία και το μαρασμό. Έχει αποδειχθεί ότι οι δαιδαλώδεις γραφειοκρατικοί κρατικοί μηχανισμοί διατηρούν τον πολλαπλασιαστή των επενδυόμενων κεφαλαίων πέριξ του 1, όταν ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να προσεγγίσει και το 4. Ο Φιλελευθερισμός από την άλλη δεν αναγνωρίζει το κράτος το ρόλο του επιχειρηματία, αλλά επικεντρώνεται κυρίως στη δημιουργία των καλύτερων δυνατών μηχανισμών προστασίας του πολίτη – καταναλωτή με εξισορροπητικούς νόμους και έμφαση στην γνώση και την πληρέστερη ενημέρωση του.
Προφανώς σε περιόδους κρίσης οι ενέσεις ρευστότητας από το δημόσιο τομέα μοιάζουν απολύτως απαραίτητες, από τη στιγμή που είναι προφανές ότι η κατάρρευση ενός κράτους είναι εξαιρετικά πιο δύσκολο να συμβεί, αφού υπάρχει πλήθος υποστηρικτικών μηχανισμών, μέσω διεθνών οικονομικών οργανισμών (Δ.Ν.Τ., Ε.Ε. κλπ), ανεξάρτητα από την αξιολόγηση της τελικής αποτελεσματικότητας τους.
Από την άλλη οι οπαδοί του θεωρητικού, κλασικού φιλελευθερισμού πρέπει να κατανοήσουν ότι ενώ στο επίπεδο της φιλοσοφικής θεωρίας και των μαθηματικών μοντέλων ανάπτυξης, είναι ξεκάθαρη η νίκη τους πάνω στη δυνατότητα των κρατικών μοντέλων να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν τον παραγόμενο πλούτο (τα μονοπώλια δεν ήταν ποτέ λειτουργικά), στην σκληρή πραγματικότητα, τα κίνητρα και οι επιλογές των ανθρώπων δεν ακολουθούν πάντα την απόλυτη λογική των τεχνικών οικονομικών μοντέλων, αλλά επηρεάζονται καταλυτικά από συναισθηματικούς, ψυχολογικούς και άλλους πρόσκαιρους παράγοντες, οδηγώντας μέσω της απληστίας και του καιροσκοπισμού στην πολύ εύκολη κατάρρευση των θεωρητικών προβλέψεων.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Η σταδιακή μετάβαση των κοινωνιών από το φεουδαρχισμό και τη μοναρχία, σε κοινοβουλευτικά καθεστώτα και μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων, στηρίχτηκε στην αρχή του κράτους δικαίου όπου πλέον όλοι κυβερνώντες και μη, υπόκεινται ουσιαστικά πλέον στο ίδιο νομικό πλαίσιο. Ο Φιλελευθερισμός συνέτεινε στη μείωση της παρέμβασης του κράτους στην αγορά και την ενίσχυση των προσωπικών ελευθεριών. Στην πορεία αποδείχθηκε ότι οι οικονομικά ισχυροί ελέγχοντας τα μέσα παραγωγής έθεταν τους εργασιακούς κανόνες και τις συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων, που συνήθως ήταν άθλιοι, οδηγώντας στη θέσπιση του κοινωνικού κράτους, ώστε να προστατεύει τους πιο αδύναμους από την καταπίεση των ισχυρών, θέτοντας κανόνες και πολιτικές αναδιανομής του πλούτου (σύνταγμα Βαϊμάρης 1919).
Κάποιος θα μπορούσε να απορήσει με την ανάλυση μας, θεωρώντας ότι και ο Σοσιαλισμός κι ο κρατισμός γενικότερα, επίσης στηρίζεται στο κράτος δικαίου. Τι τον διαχωρίζει λοιπόν από τον Κοινωνικό Φιλελευθερισμό; Η κεφαλαιώδης διαφορά τους έγκειται στο ότι ο κρατισμός χρησιμοποιεί το δημόσιο τομέα ως βασικό φορέα επενδύσεων και δεν διστάζει να συνεχίσει να συντηρεί γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και αναποτελεσματικές πρακτικές, που μπορεί να ωφελούν πρόσκαιρα συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες ή οικονομικά συμφέροντα, ώστε να επιτύχει τη διατήρηση του κυβερνώντος κόμματος στην εξουσία, οδηγώντας όμως μαθηματικά την οικονομία στην αναποτελεσματικότητα, τις μειωμένες αποδόσεις, την ανεργία και το μαρασμό. Έχει αποδειχθεί ότι οι δαιδαλώδεις γραφειοκρατικοί κρατικοί μηχανισμοί διατηρούν τον πολλαπλασιαστή των επενδυόμενων κεφαλαίων πέριξ του 1, όταν ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να προσεγγίσει και το 4. Ο Φιλελευθερισμός από την άλλη δεν αναγνωρίζει το κράτος το ρόλο του επιχειρηματία, αλλά επικεντρώνεται κυρίως στη δημιουργία των καλύτερων δυνατών μηχανισμών προστασίας του πολίτη – καταναλωτή με εξισορροπητικούς νόμους και έμφαση στην γνώση και την πληρέστερη ενημέρωση του.
Προφανώς σε περιόδους κρίσης οι ενέσεις ρευστότητας από το δημόσιο τομέα μοιάζουν απολύτως απαραίτητες, από τη στιγμή που είναι προφανές ότι η κατάρρευση ενός κράτους είναι εξαιρετικά πιο δύσκολο να συμβεί, αφού υπάρχει πλήθος υποστηρικτικών μηχανισμών, μέσω διεθνών οικονομικών οργανισμών (Δ.Ν.Τ., Ε.Ε. κλπ), ανεξάρτητα από την αξιολόγηση της τελικής αποτελεσματικότητας τους.
Από την άλλη οι οπαδοί του θεωρητικού, κλασικού φιλελευθερισμού πρέπει να κατανοήσουν ότι ενώ στο επίπεδο της φιλοσοφικής θεωρίας και των μαθηματικών μοντέλων ανάπτυξης, είναι ξεκάθαρη η νίκη τους πάνω στη δυνατότητα των κρατικών μοντέλων να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν τον παραγόμενο πλούτο (τα μονοπώλια δεν ήταν ποτέ λειτουργικά), στην σκληρή πραγματικότητα, τα κίνητρα και οι επιλογές των ανθρώπων δεν ακολουθούν πάντα την απόλυτη λογική των τεχνικών οικονομικών μοντέλων, αλλά επηρεάζονται καταλυτικά από συναισθηματικούς, ψυχολογικούς και άλλους πρόσκαιρους παράγοντες, οδηγώντας μέσω της απληστίας και του καιροσκοπισμού στην πολύ εύκολη κατάρρευση των θεωρητικών προβλέψεων.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια