Θα επιχειρήσουμε μια πρώτη αποτύπωση των κυβερνητικών κινήσεων στον οικονομικό τομέα, ιδιαίτερα στο επίπεδο της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας, που αποτελεί προαπαιτούμενο για τη διεύρυνση της διανεμόμενης «πίτας» και των επιλογών ασκούμενης κοινωνικής πολιτικής.
Σε μια κρίσιμη περίοδο, όπου τα τεράστια δημοσιονομικά μας προβλήματα δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια κρατικών παρεμβάσεων με συγκεκριμένες πολιτικές ενίσχυσης της αγοράς (άλλες χώρες τις χρησιμοποίησαν πιο έντονα λόγω χαμηλότερου και φθηνότερου χρέους), η κυβέρνηση δείχνει ότι πέρα από λεκτικές παραινέσεις και ευχές για αναθέρμανση της αγοράς, δεν επενδύει στη σταδιακή βελτίωση των μεγεθών, μέσα από την ταχύτερη αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης. Περιορίζεται σε εξαγγελίες δημοσιονομικών μέτρων (περιορισμό δαπανών, φορολόγηση, φοροδιαφυγή κλπ) των οποίων το ρυθμό πραγματοποίησης και τα αποτελέσματα αναμένουμε να τα δούμε, μοιάζει όμως να αγνοεί τους στόχους για την ανάπτυξη (πέρα από τα ευχολόγια για «πράσινη ανάπτυξη, τους περιορισμούς απόδοσης της οποίας γι οικονομίες όπως η Ελληνική έχουμε αναλύσει σε παλαιότερη ανάρτηση).
Θα πρέπει κάποτε να παραδεχτούμε ότι ο λόγος που, παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, δεν κατορθώσαμε να περιορίσουμε το δημόσιο χρέος αφού συνεχίσαμε να δανειζόμαστε με ακόμα μεγαλύτερους ρυθμούς. Η ανάπτυξη (ο επιπρόσθετος παραγόμενος πλούτος) λοιπόν δεν διοχετεύονταν στην Ελληνική κατανάλωση, αλλά με βαριά φορολογία και ΦΠΑ παρακρατούνταν σε σημαντικό βαθμό από το αναποτελεσματικό, γραφειοκρατικό κράτος. Με άλλα λόγια αν μια χώρα, ιδιαίτερα όταν μια χώρα με όχι ιδιαίτερα αναπτυγμένη οικονομία όπως η δική μας, μειώσει το χρέος της χωρίς να διοχετεύσει το περίσσευμα του πλούτου στη εσωτερική αγορά η ποιότητα ζωής των πολιτών δεν θα αναβαθμιστεί άμεσα, αφού ο πολλαπλασιαστής επένδυσης αυτών των ποσών δεν αγγίζει υψηλούς αριθμούς.
Τα πρώτα δείγματα των πολιτικών της κυβέρνησης είναι απογοητευτικά. Ξεκίνησε με την κρίση στην προβλήτα του Πειραιά όπου οι κρατικιστικές προεκλογικές εξαγγελίες του ΠΑΣΟΚ, οδήγησαν σε ευθεία σύγκρουση με την COSCO, θέτοντας ε κίνδυνο μια κορυφαία επένδυση που θα προσδώσει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα τη χώρα, που λόγω έλλειψης υποδομών και επιχειρηματικού πλάνου δεν μπορούσαμε να πραγματοποιήσουμε μόνοι μας.
Συνεχίστηκε με την κατάργηση του Υπ.Τουρισμού, την εποπτεία του οποίοι ακόμα αναζητούμε, κι ενώ θα έπρεπε να έχει ήδη αρχίσει ο σχεδιασμός για την επερχόμενη τουριστική περίοδο (με το επιπρόσθετο πλεονέκτημα του νέου Μουσείου της Ακρόπολης), καμιά κινητικότητα δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Επιπρόσθετα, ενώ γνωρίζουμε ότι οι γείτονες και τουριστικά ανταγωνιστές μας όπως η Κύπρος κι η Βουλγαρία προχώρησαν σε μείωση του ΦΠΑ στο 10% για τουριστικές υπηρεσίες, εμείς εμμένουμε το 19% (αν δεν ανέβει περαιτέρω), που σε συνδυασμό με το γενικότερο πρόβλημα υποδομών και ποιότητας υπηρεσιών, οδηγεί τον κλάδο σε μαρασμό, τόσο όσον αφορά τις αφίξεις από το εξωτερικό αλλά και το εσωτερικό (συνεχή τα δημοσιεύματα για προτίμηση των Ελλήνων σε φθηνότερους διεθνούς προορισμούς).
Τέλος, ο σημαντικότερος ίσως πυλώνας της οικονομίας μας, οι κατασκευές, γίνεται και πάλι ο εύκολος στόχος κεφαλικής φορολόγησης. Όταν η αγορά ακινήτων συρρικνώνεται, τα περισσότερα project αναβάλλονται ή επανασχεδιάζονται, οι ξένες επενδύσεις αποσύρονται, η κυβέρνηση προχωρά σε φορολογική επίθεση στους κατόχους ακινήτων. Η επαναφορά φόρων (κληρονομιάς, γονικών παροχών), η αύξηση των αντικειμενικών αξιών (αφορά όλους λόγω ΤΑΠ κι άλλων χρεώσεων που συνδέονται με αυτές), κι ο Φόρος Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (ΦΜΑΠ), το μόνο που πετυχαίνουν πέρα από μια άκρως αμφίβολη αύξηση εσόδων (λόγω μειωμένης δραστηριότητας), είναι η αποθάρρυνση κάθε επενδυτή από την αγορά ακινήτων, αφού οι επιδόσεις πλέον περιορίζονται ακόμα και κάτω από 3%.
Πριν επιτεθούμε όλοι στους έχοντες κατέχοντες πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι τα εισοδήματα όλων φορολογούνται (συμφωνούμε με την πρόταση για κοινή φορολόγηση όλων των εσόδων με ένα συντελεστή), προφανώς και αυτά από επένδυση σε ακίνητα. Ο κεφαλικός φόρος μετατρέπει το κράτος σε συνιδιοκτήτη ενός περιουσιακού στοιχείου που απέκτησε κάποιος επενδύοντας το διαθέσιμο, ήδη φορολογημένο, πλούτο του, σε επένδυση και πάλι στην Ελληνική αγορά. Όταν δυσχεραίνεις αυτή την προοπτική, ουσιαστικά ωθείς τον πολίτη στην αποστολή κεφαλαίων και την επένδυση τους στο εξωτερικό.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Σε μια κρίσιμη περίοδο, όπου τα τεράστια δημοσιονομικά μας προβλήματα δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια κρατικών παρεμβάσεων με συγκεκριμένες πολιτικές ενίσχυσης της αγοράς (άλλες χώρες τις χρησιμοποίησαν πιο έντονα λόγω χαμηλότερου και φθηνότερου χρέους), η κυβέρνηση δείχνει ότι πέρα από λεκτικές παραινέσεις και ευχές για αναθέρμανση της αγοράς, δεν επενδύει στη σταδιακή βελτίωση των μεγεθών, μέσα από την ταχύτερη αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης. Περιορίζεται σε εξαγγελίες δημοσιονομικών μέτρων (περιορισμό δαπανών, φορολόγηση, φοροδιαφυγή κλπ) των οποίων το ρυθμό πραγματοποίησης και τα αποτελέσματα αναμένουμε να τα δούμε, μοιάζει όμως να αγνοεί τους στόχους για την ανάπτυξη (πέρα από τα ευχολόγια για «πράσινη ανάπτυξη, τους περιορισμούς απόδοσης της οποίας γι οικονομίες όπως η Ελληνική έχουμε αναλύσει σε παλαιότερη ανάρτηση).
Θα πρέπει κάποτε να παραδεχτούμε ότι ο λόγος που, παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, δεν κατορθώσαμε να περιορίσουμε το δημόσιο χρέος αφού συνεχίσαμε να δανειζόμαστε με ακόμα μεγαλύτερους ρυθμούς. Η ανάπτυξη (ο επιπρόσθετος παραγόμενος πλούτος) λοιπόν δεν διοχετεύονταν στην Ελληνική κατανάλωση, αλλά με βαριά φορολογία και ΦΠΑ παρακρατούνταν σε σημαντικό βαθμό από το αναποτελεσματικό, γραφειοκρατικό κράτος. Με άλλα λόγια αν μια χώρα, ιδιαίτερα όταν μια χώρα με όχι ιδιαίτερα αναπτυγμένη οικονομία όπως η δική μας, μειώσει το χρέος της χωρίς να διοχετεύσει το περίσσευμα του πλούτου στη εσωτερική αγορά η ποιότητα ζωής των πολιτών δεν θα αναβαθμιστεί άμεσα, αφού ο πολλαπλασιαστής επένδυσης αυτών των ποσών δεν αγγίζει υψηλούς αριθμούς.
Τα πρώτα δείγματα των πολιτικών της κυβέρνησης είναι απογοητευτικά. Ξεκίνησε με την κρίση στην προβλήτα του Πειραιά όπου οι κρατικιστικές προεκλογικές εξαγγελίες του ΠΑΣΟΚ, οδήγησαν σε ευθεία σύγκρουση με την COSCO, θέτοντας ε κίνδυνο μια κορυφαία επένδυση που θα προσδώσει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα τη χώρα, που λόγω έλλειψης υποδομών και επιχειρηματικού πλάνου δεν μπορούσαμε να πραγματοποιήσουμε μόνοι μας.
Συνεχίστηκε με την κατάργηση του Υπ.Τουρισμού, την εποπτεία του οποίοι ακόμα αναζητούμε, κι ενώ θα έπρεπε να έχει ήδη αρχίσει ο σχεδιασμός για την επερχόμενη τουριστική περίοδο (με το επιπρόσθετο πλεονέκτημα του νέου Μουσείου της Ακρόπολης), καμιά κινητικότητα δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Επιπρόσθετα, ενώ γνωρίζουμε ότι οι γείτονες και τουριστικά ανταγωνιστές μας όπως η Κύπρος κι η Βουλγαρία προχώρησαν σε μείωση του ΦΠΑ στο 10% για τουριστικές υπηρεσίες, εμείς εμμένουμε το 19% (αν δεν ανέβει περαιτέρω), που σε συνδυασμό με το γενικότερο πρόβλημα υποδομών και ποιότητας υπηρεσιών, οδηγεί τον κλάδο σε μαρασμό, τόσο όσον αφορά τις αφίξεις από το εξωτερικό αλλά και το εσωτερικό (συνεχή τα δημοσιεύματα για προτίμηση των Ελλήνων σε φθηνότερους διεθνούς προορισμούς).
Τέλος, ο σημαντικότερος ίσως πυλώνας της οικονομίας μας, οι κατασκευές, γίνεται και πάλι ο εύκολος στόχος κεφαλικής φορολόγησης. Όταν η αγορά ακινήτων συρρικνώνεται, τα περισσότερα project αναβάλλονται ή επανασχεδιάζονται, οι ξένες επενδύσεις αποσύρονται, η κυβέρνηση προχωρά σε φορολογική επίθεση στους κατόχους ακινήτων. Η επαναφορά φόρων (κληρονομιάς, γονικών παροχών), η αύξηση των αντικειμενικών αξιών (αφορά όλους λόγω ΤΑΠ κι άλλων χρεώσεων που συνδέονται με αυτές), κι ο Φόρος Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (ΦΜΑΠ), το μόνο που πετυχαίνουν πέρα από μια άκρως αμφίβολη αύξηση εσόδων (λόγω μειωμένης δραστηριότητας), είναι η αποθάρρυνση κάθε επενδυτή από την αγορά ακινήτων, αφού οι επιδόσεις πλέον περιορίζονται ακόμα και κάτω από 3%.
Πριν επιτεθούμε όλοι στους έχοντες κατέχοντες πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι τα εισοδήματα όλων φορολογούνται (συμφωνούμε με την πρόταση για κοινή φορολόγηση όλων των εσόδων με ένα συντελεστή), προφανώς και αυτά από επένδυση σε ακίνητα. Ο κεφαλικός φόρος μετατρέπει το κράτος σε συνιδιοκτήτη ενός περιουσιακού στοιχείου που απέκτησε κάποιος επενδύοντας το διαθέσιμο, ήδη φορολογημένο, πλούτο του, σε επένδυση και πάλι στην Ελληνική αγορά. Όταν δυσχεραίνεις αυτή την προοπτική, ουσιαστικά ωθείς τον πολίτη στην αποστολή κεφαλαίων και την επένδυση τους στο εξωτερικό.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια