Αναφερθήκαμε χθες επιγραμματικά στα δυο βασικά μοντέλα μεταναστευτικής πολιτικής που ακολουθούνται στην Ευρώπη το Γαλλικό και το Γερμανικό. Ας δούμε λοιπόν πιο διεξοδικά τη λογική τους και τις διαδικασίες που προκρίνουν για τη χορήγηση υπηκοότητας σε μη γηγενείς πολίτες, και το τι μπορούμε να διδαχθούμε από αυτές τις προτάσεις, ώστε να χρησιμοποιηθούν κι από εμάς, πιθανότατα προσαρμοσμένες στα Ελληνικά δεδομένα. Πριν από αυτό όμως επιτρέψτε μας λίγα λίγο και για τον τρόπο που η Βρετανία διαχειρίστηκε το μεταναστευτικό κύμα, αν και κατά την άποψη μου, πολύ μικρή σχέση έχει τόσο κοινωνική διαστρωμάτωση όσο και η ιστορική διαδρομή των δυο χωρών.
Οι Βρετανοί στην ανάγκη τους για εργατικό δυναμικό προσέλκυσαν υπηκόους των αποικιών τους (Καραϊβική, Ινδία) και στηριζόμενοι σε κάποιες κοινές αξίες και νοοτροπία που είχαν διαχύσει σε αυτές τις χώρες, αξιοποίησαν ένα πολυπολιτισμικό πρότυπο που, με αυτές τις προϋποθέσεις αποδείχθηκε αρκετά λειτουργικό έως ότου «εισέβαλε» στη Βρετανία μεγάλος αριθμός Αφρικανών και καταγόμενων από τη Μέση Ανατολή μεταναστών που ανίκανοι, λόγω κουλτούρας και βιωμάτων, να προσαρμοστούν στο πρότυπο «κοινοπολιτείας» που χρησιμοποιούνταν βρέθηκαν κοινωνικά και οικονομικά περιθωριοποιημένοι. Σήμερα ένα παιδί πολιτογραφείται αυτόματα εφόσον ένας εκ των γονιών έχει αόριστη διάρκεια διαμονής ή είναι πολίτης της ΕΕ γίνεται, αλλιώς αποκτά αυτό το δικαίωμα μετά 10 του χρόνια.
Η Γαλλία μια επίσης αποικιοκρατική χώρα με βαθιές ρίζες κυρίως στη Β. Αφρική, έχει υιοθετήσει ένα πιο πολιτικό μοντέλο με την υπηκοότητα να στηρίζεται είτε στο «δίκαιο εδάφους» (jus solis) όπου θεωρείσαι Γάλλος ανεξαρτήτου καταγωγής των γονιών, εφόσον γεννήθηκες σε Γαλλικό έδαφος (αυτόματα με την ενηλικίωση με δυνατότητα άρνησης εντός ενός έτους και διατήρηση της ιθαγένειας των γονιών), ή «δίκαιο αίματος» (jus snguinis) όταν οι γονείς σου είναι Γάλλοι. Στόχος τους είναι η αφομοίωση των μεταναστών μέσω της εκπαίδευσης και θεσμών κοινωνικοποίησης, ώστε να προσαρμοστούν στο Γαλλικό πολιτισμικό και κοινωνικό πρότυπο (να μετεξελιχθούν δηλαδή σε Γάλλους).
Ταυτόχρονα όμως υπάρχει μια έλλειψη σε πρακτικούς μηχανισμούς οικονομικής ένταξης και ενίσχυσης αυτών των μη προνομιούχων ομάδων που σε συνδυασμό που σε συνδυασμό με το γνωστό Γαλλικό σωβινισμό και το ρατσισμό ιδιαίτερα απέναντι σε όσους προέρχονταν από τις χώρες του Μαγκρέμπ (Τυνησία, Αλγερία, Μαρόκο), οδήγησε στη γκετοποίηση, την μειωμένη ανοχή στη διαφορετικότητα και την ευθεία σύγκρουση, αφού οι μετανάστες ήταν τυπικά Γάλλοι, ουσιαστικά όμως ήταν 2ης κατηγορίας πολίτες. Στην πορεία αποδείχθηκε ότι η ψυχική ενότητα των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων ήταν επίπλαστη και ούτε οι πολιτικές Μιτεράν ή Ζιπέ για ενίσχυση της εκπαίδευσης και της απασχόλησης στα προάστια,, ιδιαίτερα των 2ης γενιάς μεταναστών, μπόρεσαν να ενισχύσουν αποτελεσματικά την ομόνοια και συνεργασία, με αποτέλεσμα την πριν λίγα χρόνια νεανική εξέγερση.
Η Γερμανία από την άλλη αποδεσμευμένη από τις αποικιοκρατικές λογικές και επικεντρωμένη μεταπολεμικά στην ταχεία οικονομική ανάπτυξη, προσέλκυσε μεγάλο αριθμό μεταναστών - εργατών, και μέσα από αυτή της την ανάγκη καθόρισε και τη μεταναστευτική της πολιτική, θεωρώντας όλο αυτόν τον κόσμο ως προσωρινή εργατική δύναμη, πολιτισμικά όμως «φιλοξενούμενοι», που πιθανότατα να εγκατέλειπε τη χώρα μετά από κάποια χρόνια (η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική).
Το απολύτως κλειστό πλαίσιο υπηκοότητας που διατηρούνταν από το 1913, όπου η πατρότητα, η γλώσσα, ο πολιτισμός και η θρησκεία, αποτελούσαν απαραίτητες συνθήκες για την αναγνώριση τέτοιου δικαιώματος, που οδήγησε σε έναν συνεχώς διευρυνόμενο σώμα μεταναστών πολλών γενεών με παράλληλη κοινωνική ζωή αλλά ανύπαρκτα δικαιώματα και μηδαμινή πολιτισμική και κοινωνική συμμετοχή (περιορισμένη γνώση Γερμανικής γλώσσας κλπ), εγκαταλείφθηκε στα τέλη του 1999, οπότε και παραχωρήθηκαν δικαιώματα υπό προϋποθέσεις ιδιαίτερα στους μετανάστες 2ης και 3ης γενιάς (με τη γέννηση τους, εφόσον οι γονείς έχουν 8 χρόνια διαμονής και άδεια διαμονής αορίστου διάρκειας, και με δυνατότητα διπλής υπηκοότητας), ενώ αυτοί της 1ης γενιάς μπορούν να αποκτήσουν υπηκοότητα μετά από χρόνια παραμονής, αποδεδειγμένη γνώση της γλώσσας και της ιστορίας, καθαρό ποινικό μητρώο και σταθερή οικονομική κατάσταση.
Νομίζω ότι παρόλο που ευθείες συγκρίσεις ανάμεσα στη Ελλάδα και τις παραπάνω περιπτώσεις δεν μπορούν να γίνουν, τόσο λόγο οικονομικού μεγέθους της χώρας, γεωπολιτικής θέσης (χώρα εισδοχής μεταναστών), σύστασης του σώματος των μεταναστών, εθνικών θεμάτων με γειτονικές χώρες κλπ, το Γερμανικό μοντέλο προσιδιάζει περισσότερο στα δικά μας δεδομένα (οικονομικοί μετανάστες συχνά όχι μόνιμοι, ξεκάθαρη εθνική και πολιτισμική ταυτότητα της χώρας, με την οποία δεν είναι εύκολο να ταυτιστούν ιδιαίτερα οι μετανάστες 1ης γενιάς).
Οι βασικές μας λοιπόν κατευθύνσεις θα μπορούσαν να είναι οι ακόλουθες:
Στους 1ης γενιάς μετανάστες, χορήγηση υπηκοότητας μετά από 10 χρόνια αδιάκοπης παραμονής και εργασίας, κι εφόσον πληρούνται κοινωνικά και πολιτισμικά κριτήρια αντίστοιχα αυτών που υπάρχουν στη Γερμανία κι άλλες χώρες.
Στους 2ης γενιάς μετανάστες να χορηγείται η υπηκοότητα εφόσον ολοκληρώσουν τουλάχιστον όλη τη βασική υποχρεωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα, κι επιθυμούν να αποποιηθούν της ιθαγένειας των γονέων.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Οι Βρετανοί στην ανάγκη τους για εργατικό δυναμικό προσέλκυσαν υπηκόους των αποικιών τους (Καραϊβική, Ινδία) και στηριζόμενοι σε κάποιες κοινές αξίες και νοοτροπία που είχαν διαχύσει σε αυτές τις χώρες, αξιοποίησαν ένα πολυπολιτισμικό πρότυπο που, με αυτές τις προϋποθέσεις αποδείχθηκε αρκετά λειτουργικό έως ότου «εισέβαλε» στη Βρετανία μεγάλος αριθμός Αφρικανών και καταγόμενων από τη Μέση Ανατολή μεταναστών που ανίκανοι, λόγω κουλτούρας και βιωμάτων, να προσαρμοστούν στο πρότυπο «κοινοπολιτείας» που χρησιμοποιούνταν βρέθηκαν κοινωνικά και οικονομικά περιθωριοποιημένοι. Σήμερα ένα παιδί πολιτογραφείται αυτόματα εφόσον ένας εκ των γονιών έχει αόριστη διάρκεια διαμονής ή είναι πολίτης της ΕΕ γίνεται, αλλιώς αποκτά αυτό το δικαίωμα μετά 10 του χρόνια.
Η Γαλλία μια επίσης αποικιοκρατική χώρα με βαθιές ρίζες κυρίως στη Β. Αφρική, έχει υιοθετήσει ένα πιο πολιτικό μοντέλο με την υπηκοότητα να στηρίζεται είτε στο «δίκαιο εδάφους» (jus solis) όπου θεωρείσαι Γάλλος ανεξαρτήτου καταγωγής των γονιών, εφόσον γεννήθηκες σε Γαλλικό έδαφος (αυτόματα με την ενηλικίωση με δυνατότητα άρνησης εντός ενός έτους και διατήρηση της ιθαγένειας των γονιών), ή «δίκαιο αίματος» (jus snguinis) όταν οι γονείς σου είναι Γάλλοι. Στόχος τους είναι η αφομοίωση των μεταναστών μέσω της εκπαίδευσης και θεσμών κοινωνικοποίησης, ώστε να προσαρμοστούν στο Γαλλικό πολιτισμικό και κοινωνικό πρότυπο (να μετεξελιχθούν δηλαδή σε Γάλλους).
Ταυτόχρονα όμως υπάρχει μια έλλειψη σε πρακτικούς μηχανισμούς οικονομικής ένταξης και ενίσχυσης αυτών των μη προνομιούχων ομάδων που σε συνδυασμό που σε συνδυασμό με το γνωστό Γαλλικό σωβινισμό και το ρατσισμό ιδιαίτερα απέναντι σε όσους προέρχονταν από τις χώρες του Μαγκρέμπ (Τυνησία, Αλγερία, Μαρόκο), οδήγησε στη γκετοποίηση, την μειωμένη ανοχή στη διαφορετικότητα και την ευθεία σύγκρουση, αφού οι μετανάστες ήταν τυπικά Γάλλοι, ουσιαστικά όμως ήταν 2ης κατηγορίας πολίτες. Στην πορεία αποδείχθηκε ότι η ψυχική ενότητα των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων ήταν επίπλαστη και ούτε οι πολιτικές Μιτεράν ή Ζιπέ για ενίσχυση της εκπαίδευσης και της απασχόλησης στα προάστια,, ιδιαίτερα των 2ης γενιάς μεταναστών, μπόρεσαν να ενισχύσουν αποτελεσματικά την ομόνοια και συνεργασία, με αποτέλεσμα την πριν λίγα χρόνια νεανική εξέγερση.
Η Γερμανία από την άλλη αποδεσμευμένη από τις αποικιοκρατικές λογικές και επικεντρωμένη μεταπολεμικά στην ταχεία οικονομική ανάπτυξη, προσέλκυσε μεγάλο αριθμό μεταναστών - εργατών, και μέσα από αυτή της την ανάγκη καθόρισε και τη μεταναστευτική της πολιτική, θεωρώντας όλο αυτόν τον κόσμο ως προσωρινή εργατική δύναμη, πολιτισμικά όμως «φιλοξενούμενοι», που πιθανότατα να εγκατέλειπε τη χώρα μετά από κάποια χρόνια (η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική).
Το απολύτως κλειστό πλαίσιο υπηκοότητας που διατηρούνταν από το 1913, όπου η πατρότητα, η γλώσσα, ο πολιτισμός και η θρησκεία, αποτελούσαν απαραίτητες συνθήκες για την αναγνώριση τέτοιου δικαιώματος, που οδήγησε σε έναν συνεχώς διευρυνόμενο σώμα μεταναστών πολλών γενεών με παράλληλη κοινωνική ζωή αλλά ανύπαρκτα δικαιώματα και μηδαμινή πολιτισμική και κοινωνική συμμετοχή (περιορισμένη γνώση Γερμανικής γλώσσας κλπ), εγκαταλείφθηκε στα τέλη του 1999, οπότε και παραχωρήθηκαν δικαιώματα υπό προϋποθέσεις ιδιαίτερα στους μετανάστες 2ης και 3ης γενιάς (με τη γέννηση τους, εφόσον οι γονείς έχουν 8 χρόνια διαμονής και άδεια διαμονής αορίστου διάρκειας, και με δυνατότητα διπλής υπηκοότητας), ενώ αυτοί της 1ης γενιάς μπορούν να αποκτήσουν υπηκοότητα μετά από χρόνια παραμονής, αποδεδειγμένη γνώση της γλώσσας και της ιστορίας, καθαρό ποινικό μητρώο και σταθερή οικονομική κατάσταση.
Νομίζω ότι παρόλο που ευθείες συγκρίσεις ανάμεσα στη Ελλάδα και τις παραπάνω περιπτώσεις δεν μπορούν να γίνουν, τόσο λόγο οικονομικού μεγέθους της χώρας, γεωπολιτικής θέσης (χώρα εισδοχής μεταναστών), σύστασης του σώματος των μεταναστών, εθνικών θεμάτων με γειτονικές χώρες κλπ, το Γερμανικό μοντέλο προσιδιάζει περισσότερο στα δικά μας δεδομένα (οικονομικοί μετανάστες συχνά όχι μόνιμοι, ξεκάθαρη εθνική και πολιτισμική ταυτότητα της χώρας, με την οποία δεν είναι εύκολο να ταυτιστούν ιδιαίτερα οι μετανάστες 1ης γενιάς).
Οι βασικές μας λοιπόν κατευθύνσεις θα μπορούσαν να είναι οι ακόλουθες:
Στους 1ης γενιάς μετανάστες, χορήγηση υπηκοότητας μετά από 10 χρόνια αδιάκοπης παραμονής και εργασίας, κι εφόσον πληρούνται κοινωνικά και πολιτισμικά κριτήρια αντίστοιχα αυτών που υπάρχουν στη Γερμανία κι άλλες χώρες.
Στους 2ης γενιάς μετανάστες να χορηγείται η υπηκοότητα εφόσον ολοκληρώσουν τουλάχιστον όλη τη βασική υποχρεωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα, κι επιθυμούν να αποποιηθούν της ιθαγένειας των γονέων.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια