Για όσους έχουν ουσιαστική επαφή με την Ελληνική ύπαιθρο, γνωρίζουν τα διαχρονικά προβλήματα του αγροτικού πληθυσμού αλλά και το συνολικότερο ζήτημα της περιφερειακής ανάπτυξης και της αδυναμίας, θεμελιώδους αποκέντρωσης του κρατικού μηχανισμού, διάχυσης αρμοδιοτήτων, ανάδειξης ιδιαιτεροτήτων και ευκαιριών μετεξέλιξης των τοπικών κοινωνιών. Γνωρίζουν καλά τις δυσκολίες, συχνά ανυπέρβλητες, τις αντιξοότητες και το ευμετάβλητο της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής, το μεγάλο συνεχιζόμενο κύμα εσωτερικής αστυφιλίας, κυρίως των μορφωμένων νέων ανθρώπων, αλλά και μετανάστευσης στο εξωτερικό πολλών ανειδίκευτων συμπολιτών μας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και με την συνεπικουρία της οικονομικής κρίσης, των επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης στην αγορά των γεωργικών προϊόντων και της εμφανούς διάθεσης των Ευρωπαίων εταίρων μας για σταδιακή απεξάρτηση από το υπέρογκο γι’ αυτούς κονδύλι των επιδοτήσεων (47% του κοινοτικού προϋπολογισμού σε γεωργικές δαπάνες το 2008), ο αγροτικός κόσμος της χώρας μας αντιδρά για μια ακόμα χρονιά δυναμικά με αποκλεισμούς Εθνικών Οδών στην προσπάθεια διεκδίκησης αύξησης των εσόδων τους. Αν και κάθε κοινωνική ομάδα δικαιούται να καθορίζει με τα δικά της κριτήρια, το χρόνο και τον τρόπο των κινητοποιήσεων της, η παρακώλυση της οικονομικής ζωής της χώρας, ιδιαίτερα σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο και η ταλαιπωρία συνολικά του κοινωνικού συνόλου, καθιστά αυτή την πρακτική ανάλγητη, τη στιγμή μάλιστα που δεν λαμβάνει συμβολική μορφή, περιορισμένης διάρκειας έστω κι επαναλαμβανόμενης ανά διαστήματα ως εύλογη έκφραση της δυσαρέσκειας τους και ως αφορμή για ενημέρωση των πολιτών για τα ζητήματα που τους απασχολούν.
Θα πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι οι τωρινές κινητοποιήσεις, όπως σε μεγάλο βαθμό και αυτές προηγουμένων ετών, μπορεί αρχικά να καθοδηγούνται από συντεχνιακές νοοτροπίες, που μαζικοποιούνται όμως λόγω των υπερβολικών υποσχέσεων των πολιτικών δυνάμεων. Το ΠΑΣΟΚ προεκλογικά δήλωνε τη συμπαράσταση του στην περαιτέρω χρηματοδότηση των αγροτών από κοινοτικά κονδύλια εν ήδη αποζημιώσεων για καταστροφές που σε σημαντικό βαθμό ήταν πλασματικές. Ενίσχυε την παράλογη μαξιμαλιστική διεκδικητικότητα, σε έναν σημαντικό αριθμό θεμάτων με υπερθεματισμό υποσχέσεων, των οποίων σήμερα έπεσε το ίδιο θύμα, αδυνατώντας να ανταποκριθεί έστω και στο ελάχιστο στα αναμενόμενα. Και η αγροτική πολιτική αποτέλεσε, μέσα στη βουλιμική διάθεση τους για άμεση κατάκτηση της εξουσίας, έναν ακόμα τομέα ουτοπικής σκιαγράφησης της πραγματικότητας, στις αληθινές διαστάσεις της οποίας προσπαθεί τώρα ανεπιτυχώς να προσαρμοστεί και να προσαρμόσει και τους αγρότες.
Η παράταξη μάλιστα που διαχρονικά έκρυβε τα αγροτικά ζητήματα κάτω από το χαλί, είναι η τελευταία που νομιμοποιείται να προσποιείται τον αγωνιστικό τιμητή της στήριξης της περιφέρειας. Είναι οι ίδιοι που απαξίωναν και δαιμονοποιούσαν την είσοδο στην Ε.Ε. και την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) και τη δεκαετία του ’80 διαχειρίστηκαν χωρίς ολοκληρωμένο σχέδιο τη «χρυσή» ευκαιρία για αποκέντρωση, μετεξέλιξη της υπαίθρου και περιφερειακή ανάπτυξη, μέσα από τη κατασπατάληση των επιδοτήσεων και της νομής τους μέσω των κομματικοκρατούμενων συνεταιρισμών με τελικό αποτέλεσμα τη στασιμότητα της αγροτικής παραγωγής σε ένα παλαιολιθικό μοντέλο οργάνωσης και διαχείρισης που οι ρίζες του ουσιαστικά εδράζουν στις αρχές του περασμένου αιώνα (κατακερματισμένες περιουσίες, μη ανανέωση των καλλιεργειών, εκτεταμένη σπατάλη φυσικών πόρων και χρήση ρυπογόνων λιπασμάτων & φυτοφαρμάκων).
Είναι οι ίδιοι που επέδειξαν μοναδική αδυναμία τη δεκαετία του ’90 να ενημερώσουν ειλικρινά τον αγροτικό κόσμο για τις διεθνείς εξελίξεις και τις εγγενείς αδυναμίες μας και να τους κατευθύνουν σε ένα εναλλακτικό σύστημα παραγωγής με καλύτερης ποιότητας, αναβαθμισμένου, βιολογικού και φθηνότερου τρόπου καλλιέργειας προϊόντα, στα οποία η Ελλάδα μπορεί λόγω γεωφυσικών και άλλων παραγόντων να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Δεν επέμειναν στο να γίνει κατανοητό ότι όταν η χώρα μας προσπαθεί να περάσει στο επίπεδο των ανεπτυγμένων αγορών, θα είναι αναντίρρητη η αδυναμία της να ανταγωνιστεί την φθηνή υπερπροσφορά κλασικών προϊόντων (βαμβάκι, σιτάρι, καπνό κλπ) από τρίτες χώρες (ιδιαίτερα οι αριστεροί συνδικαλιστές θα έπρεπε να συναινούν στην ανάπτυξη περιφερειακών δυνάμεων μέσω της πρωτογενούς οικονομίας τους, κι όχι να καταφεύγουν σε λογικές εθνικού προστατευτισμού).
Στο ΠΑΣΟΚ έλαχε και πάλι η μεγάλη ευθύνη να διαχειριστεί τις επερχόμενες, ραγδαίες εξελίξεις στην επαναδιαπραγμάτευση της ΚΑΠ, με την Ελλάδα να βρίσκεται και σε αυτό το θέμα στο στόχαστρο, λόγω των κατά κεφαλήν μεγαλύτερων εισοδηματικών ενισχύσεων στους αγρότες σε ολόκληρη την Ε.Ε. Ο διαχρονικός λαϊκισμός και η δημαγωγία του ΠΑΣΟΚ στο ζήτημα, δεν καθιστά εύκολα τη σημερινή κυβέρνηση αξιόπιστο συνομιλητή των κατοίκων της υπαίθρου και η δυσχερή δημοσιονομική μας θέση περιορίζει τις ήδη πενιχρές διεκδικητικές μας δυνατότητες σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η λύση προφανώς βρίσκεται στον ειλικρινή, ενδελεχή διάλογο, την ξεκάθαρη έκθεση της μελλοντικής πραγματικότητας, τον επανασχεδιασμό της συνεταιριστικής λογικής (με πιο επιχειρηματικά κριτήρια και στόχο και με τη συνδρομή του κράτους, την απεξάρτηση από τα καρτέλ της μεσολάβησης που πιέζουν τα έσοδα των αγροτών, αυξάνοντας όμως υπέρογκα την τελική τιμή στον καταναλωτή), και την μέσω της επερχόμενης διοικητικής μεταρρύθμισης και ενός νέου αναπτυξιακού νόμου, αναθεώρησης και αναδιοργάνωσης του συνολικού παραγωγικού μοντέλου της χώρας, δίνοντας νέες ευκαιρίες ανάδειξης και οικονομικής ευμάρειας ικανών να συγκρατήσουν ιδιαίτερα τους νέους ανθρώπους στον τόπο τους (και σε τομείς όπως ο αγροτουρισμός, η τυποποίηση παραδοσιακών προϊόντων κλπ). Είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο το κατά πόσο η κυβέρνηση είναι ικανή να επωμισθεί αυτή την ευθύνη. Κι εδώ μια υπεύθυνη, οραματική πρόταση από τη ΝΔ θα μπορούσε να είναι μια διέξοδος από τη σημερινή στενωπό.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και με την συνεπικουρία της οικονομικής κρίσης, των επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης στην αγορά των γεωργικών προϊόντων και της εμφανούς διάθεσης των Ευρωπαίων εταίρων μας για σταδιακή απεξάρτηση από το υπέρογκο γι’ αυτούς κονδύλι των επιδοτήσεων (47% του κοινοτικού προϋπολογισμού σε γεωργικές δαπάνες το 2008), ο αγροτικός κόσμος της χώρας μας αντιδρά για μια ακόμα χρονιά δυναμικά με αποκλεισμούς Εθνικών Οδών στην προσπάθεια διεκδίκησης αύξησης των εσόδων τους. Αν και κάθε κοινωνική ομάδα δικαιούται να καθορίζει με τα δικά της κριτήρια, το χρόνο και τον τρόπο των κινητοποιήσεων της, η παρακώλυση της οικονομικής ζωής της χώρας, ιδιαίτερα σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο και η ταλαιπωρία συνολικά του κοινωνικού συνόλου, καθιστά αυτή την πρακτική ανάλγητη, τη στιγμή μάλιστα που δεν λαμβάνει συμβολική μορφή, περιορισμένης διάρκειας έστω κι επαναλαμβανόμενης ανά διαστήματα ως εύλογη έκφραση της δυσαρέσκειας τους και ως αφορμή για ενημέρωση των πολιτών για τα ζητήματα που τους απασχολούν.
Θα πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι οι τωρινές κινητοποιήσεις, όπως σε μεγάλο βαθμό και αυτές προηγουμένων ετών, μπορεί αρχικά να καθοδηγούνται από συντεχνιακές νοοτροπίες, που μαζικοποιούνται όμως λόγω των υπερβολικών υποσχέσεων των πολιτικών δυνάμεων. Το ΠΑΣΟΚ προεκλογικά δήλωνε τη συμπαράσταση του στην περαιτέρω χρηματοδότηση των αγροτών από κοινοτικά κονδύλια εν ήδη αποζημιώσεων για καταστροφές που σε σημαντικό βαθμό ήταν πλασματικές. Ενίσχυε την παράλογη μαξιμαλιστική διεκδικητικότητα, σε έναν σημαντικό αριθμό θεμάτων με υπερθεματισμό υποσχέσεων, των οποίων σήμερα έπεσε το ίδιο θύμα, αδυνατώντας να ανταποκριθεί έστω και στο ελάχιστο στα αναμενόμενα. Και η αγροτική πολιτική αποτέλεσε, μέσα στη βουλιμική διάθεση τους για άμεση κατάκτηση της εξουσίας, έναν ακόμα τομέα ουτοπικής σκιαγράφησης της πραγματικότητας, στις αληθινές διαστάσεις της οποίας προσπαθεί τώρα ανεπιτυχώς να προσαρμοστεί και να προσαρμόσει και τους αγρότες.
Η παράταξη μάλιστα που διαχρονικά έκρυβε τα αγροτικά ζητήματα κάτω από το χαλί, είναι η τελευταία που νομιμοποιείται να προσποιείται τον αγωνιστικό τιμητή της στήριξης της περιφέρειας. Είναι οι ίδιοι που απαξίωναν και δαιμονοποιούσαν την είσοδο στην Ε.Ε. και την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) και τη δεκαετία του ’80 διαχειρίστηκαν χωρίς ολοκληρωμένο σχέδιο τη «χρυσή» ευκαιρία για αποκέντρωση, μετεξέλιξη της υπαίθρου και περιφερειακή ανάπτυξη, μέσα από τη κατασπατάληση των επιδοτήσεων και της νομής τους μέσω των κομματικοκρατούμενων συνεταιρισμών με τελικό αποτέλεσμα τη στασιμότητα της αγροτικής παραγωγής σε ένα παλαιολιθικό μοντέλο οργάνωσης και διαχείρισης που οι ρίζες του ουσιαστικά εδράζουν στις αρχές του περασμένου αιώνα (κατακερματισμένες περιουσίες, μη ανανέωση των καλλιεργειών, εκτεταμένη σπατάλη φυσικών πόρων και χρήση ρυπογόνων λιπασμάτων & φυτοφαρμάκων).
Είναι οι ίδιοι που επέδειξαν μοναδική αδυναμία τη δεκαετία του ’90 να ενημερώσουν ειλικρινά τον αγροτικό κόσμο για τις διεθνείς εξελίξεις και τις εγγενείς αδυναμίες μας και να τους κατευθύνουν σε ένα εναλλακτικό σύστημα παραγωγής με καλύτερης ποιότητας, αναβαθμισμένου, βιολογικού και φθηνότερου τρόπου καλλιέργειας προϊόντα, στα οποία η Ελλάδα μπορεί λόγω γεωφυσικών και άλλων παραγόντων να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Δεν επέμειναν στο να γίνει κατανοητό ότι όταν η χώρα μας προσπαθεί να περάσει στο επίπεδο των ανεπτυγμένων αγορών, θα είναι αναντίρρητη η αδυναμία της να ανταγωνιστεί την φθηνή υπερπροσφορά κλασικών προϊόντων (βαμβάκι, σιτάρι, καπνό κλπ) από τρίτες χώρες (ιδιαίτερα οι αριστεροί συνδικαλιστές θα έπρεπε να συναινούν στην ανάπτυξη περιφερειακών δυνάμεων μέσω της πρωτογενούς οικονομίας τους, κι όχι να καταφεύγουν σε λογικές εθνικού προστατευτισμού).
Στο ΠΑΣΟΚ έλαχε και πάλι η μεγάλη ευθύνη να διαχειριστεί τις επερχόμενες, ραγδαίες εξελίξεις στην επαναδιαπραγμάτευση της ΚΑΠ, με την Ελλάδα να βρίσκεται και σε αυτό το θέμα στο στόχαστρο, λόγω των κατά κεφαλήν μεγαλύτερων εισοδηματικών ενισχύσεων στους αγρότες σε ολόκληρη την Ε.Ε. Ο διαχρονικός λαϊκισμός και η δημαγωγία του ΠΑΣΟΚ στο ζήτημα, δεν καθιστά εύκολα τη σημερινή κυβέρνηση αξιόπιστο συνομιλητή των κατοίκων της υπαίθρου και η δυσχερή δημοσιονομική μας θέση περιορίζει τις ήδη πενιχρές διεκδικητικές μας δυνατότητες σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η λύση προφανώς βρίσκεται στον ειλικρινή, ενδελεχή διάλογο, την ξεκάθαρη έκθεση της μελλοντικής πραγματικότητας, τον επανασχεδιασμό της συνεταιριστικής λογικής (με πιο επιχειρηματικά κριτήρια και στόχο και με τη συνδρομή του κράτους, την απεξάρτηση από τα καρτέλ της μεσολάβησης που πιέζουν τα έσοδα των αγροτών, αυξάνοντας όμως υπέρογκα την τελική τιμή στον καταναλωτή), και την μέσω της επερχόμενης διοικητικής μεταρρύθμισης και ενός νέου αναπτυξιακού νόμου, αναθεώρησης και αναδιοργάνωσης του συνολικού παραγωγικού μοντέλου της χώρας, δίνοντας νέες ευκαιρίες ανάδειξης και οικονομικής ευμάρειας ικανών να συγκρατήσουν ιδιαίτερα τους νέους ανθρώπους στον τόπο τους (και σε τομείς όπως ο αγροτουρισμός, η τυποποίηση παραδοσιακών προϊόντων κλπ). Είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο το κατά πόσο η κυβέρνηση είναι ικανή να επωμισθεί αυτή την ευθύνη. Κι εδώ μια υπεύθυνη, οραματική πρόταση από τη ΝΔ θα μπορούσε να είναι μια διέξοδος από τη σημερινή στενωπό.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια