Μετά την επιτυχημένη έκδοση ομολόγου με το γιγάντιο επιτόκιο του 6.2% (άραγε γιατί δανειστήκαμε 3 δις επιπλέον των αρχικά ζητούμενων, εάν έχουμε ειλικρινή εμπιστοσύνη στο πρόγραμμα σταθερότητας της κυβέρνησης και δεν αναμέναμε τη σταδιακή αποκλιμάκωση των spreads σε σύντομο χρονικό διάστημα, εφόσον όντως γίνουν εμφανή τα πρώτα θετικά αποτελέσματα) και τη φημολογία για ενδεχόμενη εμπλοκή του Κινεζικού κράτους με αγορά ενός σημαντικού πακέτου ομολόγων (αξίας από 5 έως 25 δις ευρώ) με αντάλλαγμα τη συμμετοχή τους στην Εθνική Τράπεζα ή τον ΟΣΕ, υπήρξαν δυο αυτόματες αλληλεξαρτούμενες αντιδράσεις. Από την μια, υπήρξε μια γενικευμένη αντίδραση στην προοπτική εισόδου του «Κίτρινου» οικονομικού πυρετού στην Ευρωπαϊκή οικονομία, όχι μόνο μέσω της αγοράς μέρους του χρέους Ευρωπαϊκών χωρών, Από την άλλη, η αρχικά μουδιασμένη αντίδραση των εταίρων μας στις εξαγγελίες των προθέσεων της κυβέρνησης μετουσιώθηκε με αξιοπρόσεκτη ένταση, σε υποστήριξη των Ελληνικών προσπαθειών με δηλώσεις και διαρροές για πιθανή οικονομική στήριξη της χώρας (προείσπραξη κοινοτικών κονδυλίων, ενίσχυση μέσω της Ευρωπαϊκής τράπεζας επενδύσεων, διμερή δανεισμό, κοινοπρακτικό δανεισμό και έκδοση κοινού ευρω-ομολόγου με ελκυστικό επιτόκιο).
Είναι γνωστό ότι η Κίνα με τους φρενήρεις ρυθμούς ανάπτυξης κυρίως λόγω του υποτιμημένου έναντι του δολαρίου νομίσματος της και των εντυπωσιακών εξαγωγών φθηνών προϊόντων, έχει κατορθώσει να διαθέτει τις τρεις ισχυρότερες σε κεφαλαιοποίηση τράπεζες, στον κόσμο, και να αποτελεί πλέον τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως, υπερκεράζοντας την Ιαπωνία του αποπληθωρισμού. Όμως αυτό το οικονομικό θαύμα στηρίζεται σε κυρίαρχο βαθμό στις μακροοικονομικές ανισορροπίες που έχει δημιουργήσει η υπερβολική συγκέντρωση συναλλάγματος (κυρίως μέσω της αγοράς μεγάλου αριθμού Αμερικανικών ομολόγων – έχει χρηματοδοτήσει πλέον του μισού ελλείμματος των ΗΠΑ) Αυτό δημιουργεί μια ισορροπία τρόμου ανάμεσα στις δυο οικονομίες, με προφανείς συνέπειες για την παγκόσμια αγορά, αφού το αναπτυξιακό μέλλον Κίνας και ΗΠΑ είναι απολύτως αλληλένδετο. Οι Κινέζοι ελέγχουν πλέον σε καίριο βαθμό την πορεία του δολαρίου, επιθυμώντας το, σχετικά «σκληρό», ώστε συνεχώς να ενισχύονται οι εξαγωγές τους, η δυνατότητα όμως αέναης διατήρησης αυτών των ρυθμών ανάπτυξης είναι τεχνικά και πρακτικά αμφίβολη.
Είναι λογικό λοιπόν, ως ένα βαθμό, οι Ευρωπαίοι να αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό και φοβία, την πιθανότητα εισδοχής σημαντικών Κινεζικών κεφαλαίων στις αγορές της Ε.Ε., μετατρέποντας την ουσιαστικά σε διεθνή σταθεροποιητικό παράγοντα, από τις προθέσεις, τις επιδιώξεις και τις μεταβολές της οποίας θα εξαρτάται σε κεφαλαιώδη βαθμό το μέλλον της κοινότητας τους. Ξεκινώντας από την επένδυση στην προβλήτα του λιμανιού στον Πειραιά, μια στρατηγική κίνηση, που τους επιτρέπει να ελέγχουν και οργανώνουν την εύρυθμη υποδοχή και διάχυση των Κινεζικών εξαγωγών στην Ευρώπη. Εάν αυτό συνδυαζόταν με μια επιπρόσθετη επένδυση στις μεταφορές (μέσω ΟΣΕ) ή ακόμη περισσότερο με μια κομβική συμφωνία ενεργής συμμετοχής στη διαχείριση της μεγαλύτερης Ελληνικής Τράπεζας, είναι πρόδηλο ότι ο ρόλος της νέας υπερδύναμης στην Ελληνική οικονομία θα ήταν τέτοιας μορφής και σημαντικότητας,, με ανοιχτή και την προοπτική περαιτέρω επέκτασης των οικονομικών σχέσεων και συνολικής ενδυνάμωσης των διμερών σχέσεων, που πλέον η στήριξη της οικονομίας μας θα αποκτούσε κι έναν δεύτερο εξαιρετικής σημασίας πυλώνα και πιθανότατα αυτό να προκαλούσε ανισορροπίες στην κεντρική, ενιαία διαχείριση των κοινοτικών θεμάτων και της χάραξης μακροπρόθεσμης κοινής πολιτικής.
Μόλις λοιπόν ανακινήθηκε το θέμα των Κινεζικών κεφαλαίων, αναδύθηκε μια προφανώς οργανωμένη επικοινωνιακή προσπάθεια διαβεβαίωσης των αγορών για την αλληλεγγύη και τη στήριξη των εταίρων στα δημοσιονομικά μας προβλήματα με δηλώσεις κυρίως αξιωματούχων της Κομισιόν, αλλά και πολιτικών παραγόντων χωρών της Ευρωζώνης. Ακούστηκαν για πρώτη φορά με τέτοια επίταση οι εναλλακτικές προτάσεις για αύξηση της ρευστότητας στην Ελλάδα και μείωση του κόστους δανεισμού που έχει αγγίξει δυσθεώρητα πλέον ύψη. Φυσικά κι αυτό το ετεροχρονισμένο ενδιαφέρον για τη διάσωση της χώρας, την κατάσταση της οποίας ως χθες αντιμετώπιζαν με όρους επαίσχυντου ονείδους, δεν οφείλεται σε όψιμο έρωτα για την Ελλάδα, αλλά προέκυψε από το φόβο κλονισμού της συνοχής της Ευρωζώνης, ιδιαίτερα αν ίσχυαν οι προοπτικές εμπλοκές της Κίνας στα δημοσιονομικά μας (παρά τη διάψευση του συγκεκριμένου σεναρίου, η προσέλκυση αγοραστών ομολόγων και γενικότερα επενδυτών συνεχίζεται). Δεν επιθυμούν να μεταβληθεί η σχέση της Ε.Ε. με την Κίνα σε κακέκτυπο, της αντίστοιχης των Κινέζων με τις ΗΠΑ, και να καταστεί το ευρώ, σχεδόν αποκλειστικά, υποχείριο των διαθέσεων της ανερχόμενης υπερδύναμης.
Η Ε.Ε οφείλει να αντιληφθεί τα δομικά προβλήματα συνοχής του εγχειρήματος της και να ξανασκεφτεί την πρακτικότητα και την αποτελεσματικότητα των σκληρών δημοσιονομικών όρων της συνθήκης της Λισσαβόνας και της μονεταριστικής αντίληψης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτή η εμμονή στην αντιαναπτυξιακή λογική (σκληρή φορολόγηση, περιορισμός επενδύσεων) επέτεινε τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και οδηγεί σε πρωτοφανή έκρηξη της ανεργίας (43% στους νέους κάτω των 25 ετών στην Ισπανία). Είναι επιτακτική ανάγκη για την επιβίωση της κοινότητας να προχωρήσει κι η ίδια άμεσα σε διαρθρωτικές αλλαγές των πολιτικών της, με περισσότερο μακροπρόθεσμο προσανατολισμό.
Η νέα στρατηγική της θα πρέπει με σεβασμό στις κοινωνικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των λαών να περάσει στην επόμενη φάση εξέλιξης με επίκεντρο τις νέες τεχνολογίες, την καινοτομία, την έρευνα, την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής. Θα αναγνωρίζει τον εποπτικό ρόλο του κράτους στη λειτουργία των αγορών, ακόμα και με επιβολή φόρου στις διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές (η γνωστή παλαιότερη πρόταση γνωστή ως φόρος Τόμπιν, για δημιουργία αποθεματικού σε περιόδους χρηματιστηριακής άνθησης που θα χρηματοδοτεί πολιτικές στήριξης σε καιρούς κρίσης). Η ανάπτυξη με κοινωνική συνοχή πρέπει να παραμείνει ο πρώτιστος στόχος των Ευρωπαίων χωρίς να υποτιμάται η δημοσιονομική σταθερότητα, η συνεχής διατήρηση όμως της οποίας δεν μπορεί να καθίσταται μια σφιχτή, ανελαστική θηλιά που δεν λαμβάνει υπόψη τις τοπικές και πρόσκαιρες ιδιαιτερότητες, τις συγκυρίες και τους μακροπρόθεσμους στόχους της ευημερίας και της ευτυχίας των πολιτών. Επιπρόσθετα θα πρέπει να ασχοληθεί με την εύρεση του πιο αποδοτικού και λειτουργικού τρόπου διοικητικής λειτουργίας της Ε.Ε, ενίσχυσης της συνοχής της, διεύρυνσης των κοινών πολιτικών της, ώστε πέρα από μια απλά καλά οργανωμένη κοινή αγορά, να αποτελέσει επιτέλους και πολιτική οντότητα με ξεκάθαρη προσέγγιση στην παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Είναι γνωστό ότι η Κίνα με τους φρενήρεις ρυθμούς ανάπτυξης κυρίως λόγω του υποτιμημένου έναντι του δολαρίου νομίσματος της και των εντυπωσιακών εξαγωγών φθηνών προϊόντων, έχει κατορθώσει να διαθέτει τις τρεις ισχυρότερες σε κεφαλαιοποίηση τράπεζες, στον κόσμο, και να αποτελεί πλέον τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως, υπερκεράζοντας την Ιαπωνία του αποπληθωρισμού. Όμως αυτό το οικονομικό θαύμα στηρίζεται σε κυρίαρχο βαθμό στις μακροοικονομικές ανισορροπίες που έχει δημιουργήσει η υπερβολική συγκέντρωση συναλλάγματος (κυρίως μέσω της αγοράς μεγάλου αριθμού Αμερικανικών ομολόγων – έχει χρηματοδοτήσει πλέον του μισού ελλείμματος των ΗΠΑ) Αυτό δημιουργεί μια ισορροπία τρόμου ανάμεσα στις δυο οικονομίες, με προφανείς συνέπειες για την παγκόσμια αγορά, αφού το αναπτυξιακό μέλλον Κίνας και ΗΠΑ είναι απολύτως αλληλένδετο. Οι Κινέζοι ελέγχουν πλέον σε καίριο βαθμό την πορεία του δολαρίου, επιθυμώντας το, σχετικά «σκληρό», ώστε συνεχώς να ενισχύονται οι εξαγωγές τους, η δυνατότητα όμως αέναης διατήρησης αυτών των ρυθμών ανάπτυξης είναι τεχνικά και πρακτικά αμφίβολη.
Είναι λογικό λοιπόν, ως ένα βαθμό, οι Ευρωπαίοι να αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό και φοβία, την πιθανότητα εισδοχής σημαντικών Κινεζικών κεφαλαίων στις αγορές της Ε.Ε., μετατρέποντας την ουσιαστικά σε διεθνή σταθεροποιητικό παράγοντα, από τις προθέσεις, τις επιδιώξεις και τις μεταβολές της οποίας θα εξαρτάται σε κεφαλαιώδη βαθμό το μέλλον της κοινότητας τους. Ξεκινώντας από την επένδυση στην προβλήτα του λιμανιού στον Πειραιά, μια στρατηγική κίνηση, που τους επιτρέπει να ελέγχουν και οργανώνουν την εύρυθμη υποδοχή και διάχυση των Κινεζικών εξαγωγών στην Ευρώπη. Εάν αυτό συνδυαζόταν με μια επιπρόσθετη επένδυση στις μεταφορές (μέσω ΟΣΕ) ή ακόμη περισσότερο με μια κομβική συμφωνία ενεργής συμμετοχής στη διαχείριση της μεγαλύτερης Ελληνικής Τράπεζας, είναι πρόδηλο ότι ο ρόλος της νέας υπερδύναμης στην Ελληνική οικονομία θα ήταν τέτοιας μορφής και σημαντικότητας,, με ανοιχτή και την προοπτική περαιτέρω επέκτασης των οικονομικών σχέσεων και συνολικής ενδυνάμωσης των διμερών σχέσεων, που πλέον η στήριξη της οικονομίας μας θα αποκτούσε κι έναν δεύτερο εξαιρετικής σημασίας πυλώνα και πιθανότατα αυτό να προκαλούσε ανισορροπίες στην κεντρική, ενιαία διαχείριση των κοινοτικών θεμάτων και της χάραξης μακροπρόθεσμης κοινής πολιτικής.
Μόλις λοιπόν ανακινήθηκε το θέμα των Κινεζικών κεφαλαίων, αναδύθηκε μια προφανώς οργανωμένη επικοινωνιακή προσπάθεια διαβεβαίωσης των αγορών για την αλληλεγγύη και τη στήριξη των εταίρων στα δημοσιονομικά μας προβλήματα με δηλώσεις κυρίως αξιωματούχων της Κομισιόν, αλλά και πολιτικών παραγόντων χωρών της Ευρωζώνης. Ακούστηκαν για πρώτη φορά με τέτοια επίταση οι εναλλακτικές προτάσεις για αύξηση της ρευστότητας στην Ελλάδα και μείωση του κόστους δανεισμού που έχει αγγίξει δυσθεώρητα πλέον ύψη. Φυσικά κι αυτό το ετεροχρονισμένο ενδιαφέρον για τη διάσωση της χώρας, την κατάσταση της οποίας ως χθες αντιμετώπιζαν με όρους επαίσχυντου ονείδους, δεν οφείλεται σε όψιμο έρωτα για την Ελλάδα, αλλά προέκυψε από το φόβο κλονισμού της συνοχής της Ευρωζώνης, ιδιαίτερα αν ίσχυαν οι προοπτικές εμπλοκές της Κίνας στα δημοσιονομικά μας (παρά τη διάψευση του συγκεκριμένου σεναρίου, η προσέλκυση αγοραστών ομολόγων και γενικότερα επενδυτών συνεχίζεται). Δεν επιθυμούν να μεταβληθεί η σχέση της Ε.Ε. με την Κίνα σε κακέκτυπο, της αντίστοιχης των Κινέζων με τις ΗΠΑ, και να καταστεί το ευρώ, σχεδόν αποκλειστικά, υποχείριο των διαθέσεων της ανερχόμενης υπερδύναμης.
Η Ε.Ε οφείλει να αντιληφθεί τα δομικά προβλήματα συνοχής του εγχειρήματος της και να ξανασκεφτεί την πρακτικότητα και την αποτελεσματικότητα των σκληρών δημοσιονομικών όρων της συνθήκης της Λισσαβόνας και της μονεταριστικής αντίληψης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτή η εμμονή στην αντιαναπτυξιακή λογική (σκληρή φορολόγηση, περιορισμός επενδύσεων) επέτεινε τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και οδηγεί σε πρωτοφανή έκρηξη της ανεργίας (43% στους νέους κάτω των 25 ετών στην Ισπανία). Είναι επιτακτική ανάγκη για την επιβίωση της κοινότητας να προχωρήσει κι η ίδια άμεσα σε διαρθρωτικές αλλαγές των πολιτικών της, με περισσότερο μακροπρόθεσμο προσανατολισμό.
Η νέα στρατηγική της θα πρέπει με σεβασμό στις κοινωνικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των λαών να περάσει στην επόμενη φάση εξέλιξης με επίκεντρο τις νέες τεχνολογίες, την καινοτομία, την έρευνα, την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής. Θα αναγνωρίζει τον εποπτικό ρόλο του κράτους στη λειτουργία των αγορών, ακόμα και με επιβολή φόρου στις διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές (η γνωστή παλαιότερη πρόταση γνωστή ως φόρος Τόμπιν, για δημιουργία αποθεματικού σε περιόδους χρηματιστηριακής άνθησης που θα χρηματοδοτεί πολιτικές στήριξης σε καιρούς κρίσης). Η ανάπτυξη με κοινωνική συνοχή πρέπει να παραμείνει ο πρώτιστος στόχος των Ευρωπαίων χωρίς να υποτιμάται η δημοσιονομική σταθερότητα, η συνεχής διατήρηση όμως της οποίας δεν μπορεί να καθίσταται μια σφιχτή, ανελαστική θηλιά που δεν λαμβάνει υπόψη τις τοπικές και πρόσκαιρες ιδιαιτερότητες, τις συγκυρίες και τους μακροπρόθεσμους στόχους της ευημερίας και της ευτυχίας των πολιτών. Επιπρόσθετα θα πρέπει να ασχοληθεί με την εύρεση του πιο αποδοτικού και λειτουργικού τρόπου διοικητικής λειτουργίας της Ε.Ε, ενίσχυσης της συνοχής της, διεύρυνσης των κοινών πολιτικών της, ώστε πέρα από μια απλά καλά οργανωμένη κοινή αγορά, να αποτελέσει επιτέλους και πολιτική οντότητα με ξεκάθαρη προσέγγιση στην παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια