Δεκατέσσερα χρόνια μετά την τραγική εκείνη ημέρα της πτώσης του στρατιωτικού ελικοπτέρου και οι μνήμες του ιστορικού της κρίσης των Ιμίων που κατέληξε στον άδικο αλλά περήφανο χαμό των αξιωματικών Καραθανάση, Βλαχάκου και Γιαλοψού, στοιχειώνουν ακόμα το μυαλό μας. Ακόμα κι όταν οι αδυσώπητοι ρυθμοί της καθημερινότητας και η επιλεκτική «αμνησία» των μέσων ενημέρωσης παραγκωνίζουν, σχεδόν αποσιωπούν τέτοιες επετείους, πάντοτε θα υπάρχουν γύρω μας, δίπλα μας, άνθρωποι που θα μας τις θυμίζουν γιατί αυτοί συνεχίζουν να μην λησμονούν εκείνα τα γεγονότα, να απορούν για τις εξελίξεις, να πονούν για το τελικό τους αποτέλεσμα.
Οι πολύ νεώτεροι πιθανόν να μην θυμούνται ότι η 30η Ιανουαρίου του 1996, έχει καταγραφεί στην ιστορική μνήμη ως η μοναδική ημέρα μετά την εισβολή στην Κύπρο το 1974, που Τούρκοι στρατιώτες κατέλαβαν, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα Ελληνικό έδαφος και λίγο αργότερα μετά την κοινή απόσυρση Ελληνικών και Τουρκικών στρατευμάτων από την περιοχή, και το χαμό των 3 αξιωματικών με την πτώση του ελικοπτέρου τους, περάσαμε στη φάση των «γκρίζων» ζωνών στο Αιγαίο στις οποίες κατά τους γείτονες μας συμπεριλαμβάνονται νησιά που τους ανήκουν και τα οποία πλέον διεκδικούν αμφισβητώντας ετεροχρονισμένα τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947 που μας τα παραχωρεί. Να υπενθυμίσουμε απλώς ότι το συμβάν ξεκίνησε με την υποστολή της Ελληνικής σημαίας στα Ίμια αρχικά από Τούρκους δημοσιογράφους, και μετά την ανύψωση της ξανά, την κατάληψη της μικρής Ίμια από Τούρκους στρατιώτες.
Η αντιμετώπιση του πρωτοφανούς συμβάντος από τη νεότευκτη τότε κυβέρνηση Σημίτη, θεωρήθηκε από πολλούς τουλάχιστον ατυχής, με εμφανή την ασυνεννοησία ανάμεσα σε πολιτική και στρατιωτική ηγεσία (η διαμάχη για το μερίδιο των ευθυνών ακόμα καλά κρατεί), την έλλειψη σχεδίου αντιμετώπισης κρίσεων, την υποχωρητικότητα μπροστά στα κελεύσματα των ΗΠΑ (το ευχαριστώ τους Αμερικανούς, του Σημίτη, στη βουλή λίγες ημέρες αργότερα, ήταν χαρακτηριστικό).
Προφανώς κανείς δεν είχε την απαίτηση η χώρα μας να εμπλακεί σε ένα θερμό επεισόδιο, τέτοιου επιπέδου που θα μπορούσε να οδηγήσει σε γενικευμένη σύρραξη, και θα μπορούσαν οι αβλεψίες, οι ενδοιασμοί και η επιπολαιότητα των κυβερνητικών χειρισμών να δικαιολογηθούν, έως ένα βαθμό, από το απρόσμενο του γεγονότος, το βραχύβιο του χρόνου ζωής της κυβέρνησης και τη γνωστή γραφειοκρατική αναποτελεσματικότητα με την οποία λειτουργούμε. Αυτό όμως που υποδαυλίζει και υποκινεί ακόμα και σήμερα σε αντιδράσεις τους πολίτες είναι η παθητικότητα, η υποχωρητικότητα, η προφανής αδυναμία με την οποία χειριστήκαμε μέσω της εξωτερικής μας πολιτικής τις μελλοντικές συνέπειες αυτού του πρωτοφανούς γεγονότος.
Οι μετέπειτα υπουργοί Εξωτερικών, ανάμεσα τους ο σημερινός πρωθυπουργός (με τις αμίμητες χορευτικές προσεγγίσεις με τους άσπονδους γείτονες) και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (με την απροκάλυπτη παράδοση Οτσαλάν στις Τουρκικές αρχές), έδειξαν να αποδέχονται πλήρως το νέο καθεστώς αμφισβήτησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στην περιοχή, δίνοντας υποτίθεται την πρωτοβουλία κινήσεων στην Τουρκία, εφόσον επιθυμεί να διεκδικήσει επίσημα το καθεστώς των βραχονησίδων να καταφύγει στα διεθνή δικαστήρια, δίνοντας μας την εντύπωση ότι δεν κατανοούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν το μακροπρόθεσμη διπλωματική στρατηγική της Άγκυρας.
Αναδεικνύοντας και προσθέτοντας συνεχώς νέα θέματα, ακόμα κι ουσιαστικά ανύπαρκτα για εμάς αλλά θεμιτά για τη διεθνή κοινότητα, στην ατζέντα των διαφορών μας, επιχειρεί να διαθέτει επάρκεια βελών στη φαρέτρα της, τη στιγμή των διευθετήσεων, που δεν αργεί, τόσο λόγω της διαρκούς εξέλιξης της προσέγγισης της με την Ε.Ε. αλλά και του καινούριου οικονομικού και γεωπολιτικού περιβάλλοντος, που ενισχύει σημαντικά το ρόλο της Τουρκίας ως σταθεροποιητικού παράγοντα στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Η Ελλάδα μοιάζει δυστυχώς εγκλωβισμένη, στην θεωρητικά ίσως κατανοητή, πρακτικά όμως περιοριστική και πιθανώς καταστροφική για το απώτερο μέλλον μας, λογική της πλήρους στήριξης στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας με εμμονή μεν σε ουσιαστικές προϋποθέσεις, στο βαθμό όμως εκπλήρωσης των οποίων δεν γνωρίζω κατά πόσο οι εταίροι μας θα συνεχίσουν να έχουν πάντα την ίδια με εμάς προσέγγιση.
Οι πρόσφατες δηλώσεις του Γ.Παπανδρέου όπως εύστοχα επισήμανε κι ο Αντώνης Σαμαράς αφήνουν μια αίσθηση υφέρπουσας διολίσθησης προς διμερή διάλογο και μια διάθεση ταχύτατης επίλυσης των θεμάτων, αφού χωρίς ευκρινή λόγο και καμιά ουσιαστική ένδειξη καλής θέλησης από την άλλη πλευρά, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στην προσφυγή στη Χάγη για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας γνωρίζοντας καλά ότι το θέμα έχει πλέον μετατεθεί σε διευθέτηση όσον αφορά τις οικονομικές ζώνες στην περιοχή, οπότε οι χειρισμοί μας θα έπρεπε να είναι πλέον πιο προσεκτικοί.
Ελπίζουμε ότι τα πρώτα δείγματα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, να μην καταλήξουν σε αναθέρμανση ή και αναπαραγωγή μνημών αντίστοιχων με αυτές των Ιμίων, κι ότι η γενικευμένη τάση εύκολου συμβιβασμού από τον τωρινό πρωθυπουργό (στήριξη σχεδίου Ανάν), δεν υποκρύπτει την διαδικασία πραγμάτωσης ενός σχεδόν προαποφασισμένου σχεδίου, με πινελιές υποχωρήσεων από πλευράς Τουρκίας (πχ άνοιγμα λιμανιών σε Κυπριακά πλοία, επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, διευθέτηση των «γκρίζων» ζωνών) που όμως θα ισορροπούν αρνητικά ως προς το τελικό ισοζύγιο με δυσμενέστερη διευθέτηση του Κυπριακού παραχώρηση περισσοτέρων δικαιωμάτων αυτοδιαχείρισης στους Μουσουλμάνους της Θράκης, οικονομική συνδιαχείριση των κοιτασμάτων του Αιγαίου κλπ.
Η διεθνής συγκυρία είναι εξαιρετικά λεπτή και ευαίσθητη κι η ευχή όλων μας είναι μέσα από τη θύελλα της οικονομικής κρίσης, η χάραξη των νέων γεωστρατηγικών πρωτοβουλιών να μην βρει την Ελλάδα σε τόσο δυσχερή διαπραγματευτική θέση, ώστε οι συνέπειες πιθανών αποφάσεων να αποτελέσουν ένα ακόμα σύνολο από μνήμες που θα στοιχειώνουν την ιστορική μας διαδρομή.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Οι πολύ νεώτεροι πιθανόν να μην θυμούνται ότι η 30η Ιανουαρίου του 1996, έχει καταγραφεί στην ιστορική μνήμη ως η μοναδική ημέρα μετά την εισβολή στην Κύπρο το 1974, που Τούρκοι στρατιώτες κατέλαβαν, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα Ελληνικό έδαφος και λίγο αργότερα μετά την κοινή απόσυρση Ελληνικών και Τουρκικών στρατευμάτων από την περιοχή, και το χαμό των 3 αξιωματικών με την πτώση του ελικοπτέρου τους, περάσαμε στη φάση των «γκρίζων» ζωνών στο Αιγαίο στις οποίες κατά τους γείτονες μας συμπεριλαμβάνονται νησιά που τους ανήκουν και τα οποία πλέον διεκδικούν αμφισβητώντας ετεροχρονισμένα τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947 που μας τα παραχωρεί. Να υπενθυμίσουμε απλώς ότι το συμβάν ξεκίνησε με την υποστολή της Ελληνικής σημαίας στα Ίμια αρχικά από Τούρκους δημοσιογράφους, και μετά την ανύψωση της ξανά, την κατάληψη της μικρής Ίμια από Τούρκους στρατιώτες.
Η αντιμετώπιση του πρωτοφανούς συμβάντος από τη νεότευκτη τότε κυβέρνηση Σημίτη, θεωρήθηκε από πολλούς τουλάχιστον ατυχής, με εμφανή την ασυνεννοησία ανάμεσα σε πολιτική και στρατιωτική ηγεσία (η διαμάχη για το μερίδιο των ευθυνών ακόμα καλά κρατεί), την έλλειψη σχεδίου αντιμετώπισης κρίσεων, την υποχωρητικότητα μπροστά στα κελεύσματα των ΗΠΑ (το ευχαριστώ τους Αμερικανούς, του Σημίτη, στη βουλή λίγες ημέρες αργότερα, ήταν χαρακτηριστικό).
Προφανώς κανείς δεν είχε την απαίτηση η χώρα μας να εμπλακεί σε ένα θερμό επεισόδιο, τέτοιου επιπέδου που θα μπορούσε να οδηγήσει σε γενικευμένη σύρραξη, και θα μπορούσαν οι αβλεψίες, οι ενδοιασμοί και η επιπολαιότητα των κυβερνητικών χειρισμών να δικαιολογηθούν, έως ένα βαθμό, από το απρόσμενο του γεγονότος, το βραχύβιο του χρόνου ζωής της κυβέρνησης και τη γνωστή γραφειοκρατική αναποτελεσματικότητα με την οποία λειτουργούμε. Αυτό όμως που υποδαυλίζει και υποκινεί ακόμα και σήμερα σε αντιδράσεις τους πολίτες είναι η παθητικότητα, η υποχωρητικότητα, η προφανής αδυναμία με την οποία χειριστήκαμε μέσω της εξωτερικής μας πολιτικής τις μελλοντικές συνέπειες αυτού του πρωτοφανούς γεγονότος.
Οι μετέπειτα υπουργοί Εξωτερικών, ανάμεσα τους ο σημερινός πρωθυπουργός (με τις αμίμητες χορευτικές προσεγγίσεις με τους άσπονδους γείτονες) και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (με την απροκάλυπτη παράδοση Οτσαλάν στις Τουρκικές αρχές), έδειξαν να αποδέχονται πλήρως το νέο καθεστώς αμφισβήτησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στην περιοχή, δίνοντας υποτίθεται την πρωτοβουλία κινήσεων στην Τουρκία, εφόσον επιθυμεί να διεκδικήσει επίσημα το καθεστώς των βραχονησίδων να καταφύγει στα διεθνή δικαστήρια, δίνοντας μας την εντύπωση ότι δεν κατανοούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν το μακροπρόθεσμη διπλωματική στρατηγική της Άγκυρας.
Αναδεικνύοντας και προσθέτοντας συνεχώς νέα θέματα, ακόμα κι ουσιαστικά ανύπαρκτα για εμάς αλλά θεμιτά για τη διεθνή κοινότητα, στην ατζέντα των διαφορών μας, επιχειρεί να διαθέτει επάρκεια βελών στη φαρέτρα της, τη στιγμή των διευθετήσεων, που δεν αργεί, τόσο λόγω της διαρκούς εξέλιξης της προσέγγισης της με την Ε.Ε. αλλά και του καινούριου οικονομικού και γεωπολιτικού περιβάλλοντος, που ενισχύει σημαντικά το ρόλο της Τουρκίας ως σταθεροποιητικού παράγοντα στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Η Ελλάδα μοιάζει δυστυχώς εγκλωβισμένη, στην θεωρητικά ίσως κατανοητή, πρακτικά όμως περιοριστική και πιθανώς καταστροφική για το απώτερο μέλλον μας, λογική της πλήρους στήριξης στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας με εμμονή μεν σε ουσιαστικές προϋποθέσεις, στο βαθμό όμως εκπλήρωσης των οποίων δεν γνωρίζω κατά πόσο οι εταίροι μας θα συνεχίσουν να έχουν πάντα την ίδια με εμάς προσέγγιση.
Οι πρόσφατες δηλώσεις του Γ.Παπανδρέου όπως εύστοχα επισήμανε κι ο Αντώνης Σαμαράς αφήνουν μια αίσθηση υφέρπουσας διολίσθησης προς διμερή διάλογο και μια διάθεση ταχύτατης επίλυσης των θεμάτων, αφού χωρίς ευκρινή λόγο και καμιά ουσιαστική ένδειξη καλής θέλησης από την άλλη πλευρά, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στην προσφυγή στη Χάγη για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας γνωρίζοντας καλά ότι το θέμα έχει πλέον μετατεθεί σε διευθέτηση όσον αφορά τις οικονομικές ζώνες στην περιοχή, οπότε οι χειρισμοί μας θα έπρεπε να είναι πλέον πιο προσεκτικοί.
Ελπίζουμε ότι τα πρώτα δείγματα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, να μην καταλήξουν σε αναθέρμανση ή και αναπαραγωγή μνημών αντίστοιχων με αυτές των Ιμίων, κι ότι η γενικευμένη τάση εύκολου συμβιβασμού από τον τωρινό πρωθυπουργό (στήριξη σχεδίου Ανάν), δεν υποκρύπτει την διαδικασία πραγμάτωσης ενός σχεδόν προαποφασισμένου σχεδίου, με πινελιές υποχωρήσεων από πλευράς Τουρκίας (πχ άνοιγμα λιμανιών σε Κυπριακά πλοία, επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, διευθέτηση των «γκρίζων» ζωνών) που όμως θα ισορροπούν αρνητικά ως προς το τελικό ισοζύγιο με δυσμενέστερη διευθέτηση του Κυπριακού παραχώρηση περισσοτέρων δικαιωμάτων αυτοδιαχείρισης στους Μουσουλμάνους της Θράκης, οικονομική συνδιαχείριση των κοιτασμάτων του Αιγαίου κλπ.
Η διεθνής συγκυρία είναι εξαιρετικά λεπτή και ευαίσθητη κι η ευχή όλων μας είναι μέσα από τη θύελλα της οικονομικής κρίσης, η χάραξη των νέων γεωστρατηγικών πρωτοβουλιών να μην βρει την Ελλάδα σε τόσο δυσχερή διαπραγματευτική θέση, ώστε οι συνέπειες πιθανών αποφάσεων να αποτελέσουν ένα ακόμα σύνολο από μνήμες που θα στοιχειώνουν την ιστορική μας διαδρομή.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια