Μετά και τις τελευταίες κοινές δηλώσεις Μέρκελ – Παπανδρέου αλλά και τις τοποθετήσεις του προέδρου της ΕΚΤ κ.Τρισέ, έγινε ξεκάθαρο ότι όσο κι αν υπάρχουν καλές προθέσεις για συνεργασία στην καταπολέμηση των κερδοσκοπικών πιέσεων σε χώρες της Ε.Ε., οι συγκεκριμένες δράσεις αργούν να πραγματοποιηθούν και πιθανότατα θα ακολουθηθούν μόνο στην περίπτωση που παρόλη τη λήψη σκληρών δημοσιονομικών μέτρων δεν υπάρξει σταδιακή, ουσιαστική αποκλιμάκωση των όρων δανεισμού από τις διεθνείς αγορές.
Προς το παρόν θεωρείται θετική η προσχώρηση μας στη λογική του Ιρλανδικού μοντέλου διαχείρισης της κρίσης και οι όποιες περαιτέρω κινήσεις στήριξης μας θα εξαρτηθούν από τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών και τον αντίκτυπο τους στα spreads των Ελληνικών ομολόγων (η άντληση 5 δις με επιτόκιο 6,3% μας επιβάρυναν με τόκους σχεδόν 1 δις παραπάνω από αυτούς που θα πλήρωνε η Ιρλανδία για ένα αντίστοιχο δεκαετές ομόλογο) . Ο κ.Παπανδρέου, ετεροχρονισμένα και υπό τις χειρότερες διαπραγματευτικές συνθήκες, προσπαθεί να ασκήσει πίεση για τη χορήγηση κάποιας μορφής άμεσης βοήθειας χρησιμοποιώντας το επιχείρημα της πιθανής προσφυγής στο ΔΝΤ. Οι ενδοιασμοί και οι αντιφάσεις του στη χάραξη ολοκληρωμένης πολιτικής έχουν περιορίσει τη δυναμική αυτής της λύσης ως μέσου πίεσης στους εταίρους μας. Από την άλλη αναδεικνύεται σε κάποιους κύκλους μια νοσταλγία της προ ΟΝΕ εποχής που εκδηλώνεται με επιχειρήματα υπέρ της επανόδου στο καθεστώς της δραχμής. Ας δούμε λοιπόν τι ακριβώς σημαίνουν αυτές οι δυο επιλογές.
Η προσφυγή στο ΔΝΤ, ιδιαίτερα μετά την απόφαση της κυβέρνησης για οδυνηρές περικοπές σε μισθούς κι επιδόματα, την αύξηση της φορολόγησης και τον περιορισμό κρατικών δαπανών, δεν θα σήμαινε πλέον εξαιρετικά διαφορετικό μίγμα πολιτικής, ενώ ταυτόχρονα θα επέτρεπε την φθηνή άντληση κεφαλαίων. Οι αναστολές, τόσο Ελληνικές όσο και Ευρωπαϊκές εδράζονται κυρίως στη σημειολογική αλλά και στρατηγική σημασία μιας τέτοιας απόφασης για τη συνοχή και το μέλλον της Ευρώπης. Ιδιαίτερα σε μια εποχή που πληθαίνουν οι φωνές για επαναδιαπργμάτευση και ριζικές αλλαγές στον πολιτικό και οικονομικό προσανατολισμό της Ε.Ε., μια τέτοια κίνηση θα αποτελούσε καίριο πλήγμα στην καρδιά του κοινού μας οικοδομήματος.
Είναι γεγονός ότι οι εμμονές, κυρίως Γερμανικές, στο μονεταριστικό σχέδιο του Μάαστριχτ και της Λισσαβόνας δεν έχουν επιτρέψει ακόμα την ενδελεχή ανάλυση της μελλοντικής φυσιογνωμίας της Ε.Ε. κι έχουν οδηγήσει σε αμηχανία και αβουλία στην αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης παρά το γεγονός ότι αν κατευθυνθούμε προς το ΔΝΤ η απαξίωση των Ελληνικών ομολόγων θα επέφερε ανεπανόρθωτες βλάβες στο Ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Οι επιπτώσεις αυτής της αβουλίας, όσο επαχθείς κι αν έχουν αποβεί για την Ελλάδα δεν επαρκούν για να μας οδηγήσουν σε αλλαγή της ιστορικής μας κατεύθυνσης προς εμβάθυνση των Ευρωπαϊκών θεσμών. Οι παράπλευρες συνέπειες της προσφυγής στο ΔΝΤ, θα καταστήσουν την Ελλάδα ακόμα πιο αναξιόπιστο διεθνή συνομιλητή, θα δυσχεράνουν τις διμερείς μας σχέσεις με απρόβλεπτες συνέπειες και στα εθνικά μας θέματα, και θα δώσουν μια εικόνα πλήρους κατάρρευσης στις αγορές με δραματικές συνέπειες στη δυνατότητα μελλοντικών δανεισμών.
Η αναμόχλευση του ζητήματος της απόσχισης της Ελλάδας από την ΟΝΕ, τίθεται από κάποιους με τη λογική ότι η έλλειψη ουσιαστικής στήριξης και ανάλογων μηχανισμών πρόβλεψης και αντιμετώπισης κρίσεων, έχει «ματώσει» τη χώρα επιβαρύνοντας την με εκατομμύρια επιπλέον ευρώ σε τόκους, στερώντας μας τη δυνατότητα καλύτερης διαχείρισης των δημοσιονομικών μας και ενίσχυσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας. Η επαναφορά μας στη δραχμή και η υποτίμηση της θα μπορούσε να αυξήσει σημαντικά τις εξαγωγές και την ανάπτυξη, να βελτιώσει την απασχόληση και τα κρατικά έσοδα και να εξομαλύνει αρκετές από τις εμπορικές κι άλλες ανισορροπίες στις οποίες υποβαλλόμαστε.
Ακούγονται φωνές που ισχυρίζονται ότι και μόνο η ανακίνηση του θέματος από πλευράς μας θα επέφερε καίριο πλήγμα στο ευρώ από το οποίο θα μπορούσαμε να επωφεληθούμε με μεταφορά συναλλαγματικού αποθέματος σε δολάρια (το οποίο έτσι κι αλλιώς είναι ανεπαρκές για να καλύψει τις ανάγκες μας σε μια περίπτωση απόσχισης από το ευρώ). Είναι ως ένα βαθμό κατανοητοί οι λόγοι που οδηγούν κάποιους στην αποδοχή τέτοιων θέσεων. Στη χειρότερη μεταπολεμική κρίση η Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη έχει μείνει στα χαρτιά, και η εθνική υπερηφάνεια που συνεπάγεται η δυνατότητα χάραξης του μέλλοντος σου ακούγονται ως ελκυστικά επιχειρήματα από μερικά αυτιά. Ας δούμε όμως κατάματα την πραγματικότητα που θα αποφέρει μια τέτοια κίνηση.
Από νομικής άποψης η μονομερής αποχώρηση μιας χώρας από την ΟΝΕ δεν προβλέπεται στη συνθήκη. Ακόμα όμως κι αν μπορούσε να επιτευχθεί μια συναινετική συμφωνία, η επαναφορά του παλαιού νομίσματος και της πλήρους κυριαρχίας στη νομισματική πολιτική, η επιστροφή των συναλλαγματικών διαθεσίμων και των κεφαλαίων συνεισφοράς, πέρα από τις πρακτικές και νομικές δυσκολίες των διαδικασιών και της διαχείρισης εκκρεμών νομισματικών πράξεων, επηρεάζουν άμεσα και τα δικαιώματα & υποχρεώσεις φυσικών και νομικών προσώπων. Επιπρόσθετα πολίτες και επιχειρήσεις θα πρέπει να επωμισθούν και το κόστος των συναλλαγματικών μετατροπών ειδικά στα υπάρχοντα εμπορικά συμβόλαια, αλλά και της μεταφοράς των περιουσιακών τους στοιχείων και μισθών στο νέο νόμισμα με προφανή υποβάθμιση των αξιών τους.
Όπως προαναφέραμε, για άλλους βέβαια λόγους, τέτοιες υψηλού πολιτικού ρίσκου κινήσεις, από μια χώρα της οποίας η αξιοπιστία έχει ήδη καταβαραθρωθεί κυρίως από δικά της λάθη, μπορούν να μας καταδικάσουν σε μόνιμη ανυποληψία και συνεχή καχυποψία στις μετέπειτα επιλογές μας με ανυπολόγιστες μακροπρόθεσμες συνέπειες στους όρους διεθνούς δανεισμού (φυσικά δεν συζητείται η μετατροπή του χρέους μας σε δραχμές!!), στις διμερείς σχέσεις και τις στρατηγικές κινήσεις μας, τις μεγάλες εμπορικές συμφωνίες και γενικότερα το μέλλον της χώρας μας στο παγκοσμιοποιημένο, αλληλεξαρτούμενο περιβάλλον.
Το κύριο επιχείρημα της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών, είναι θεωρητικά σωστό αφορά όμως χώρες με θετικό εμπορικό ισοζύγιο και σημαντικό όγκο εξαγωγών που όντως λόγω φθηνότερων τιμών μπορούν να αυξηθούν σημαντικά. Η Ελληνική οικονομία από την άλλη δεν στηρίζεται στον περιορισμένο, κι όχι από βαριά βιομηχανική παραγωγή ή υψηλή τεχνολογία, όγκο εξαγωγών, αλλά κυρίως στην εσωτερική κατανάλωση που κατακλύζεται από προϊόντα εισαγωγής (όχι μόνο λόγο καταναλωτικής επιλογής αλλά και αδυναμίας παραγωγής τους από τη χώρα μας) τα οποία θα καταστούν ακριβότερα.
Τη στιγμή μάλιστα που το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων θα συρρικνωθεί κατά 40-50% λόγω της υποτίμησης της δραχμής, ο πληθωρισμός θα εκτοξευόταν και τα εγχώρια επιτόκια θα αναρριχούνταν σε προ ΟΝΕ εποχής ύψη που θα καθιστούν το δανεισμό νοικοκυριών και επιχειρήσεων απαγορευτικό με προφανή αποτελέσματα για την οικονομία, καθιστώντας πολύ πιθανή την ανάγκη για μια δεύτερη υποτίμηση σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.
Όλοι αναγνωρίζουν πλέον, έστω και με χαρακτηριστική καθυστέρηση, ότι το πρόβλημα της Ελλάδας αφορά τη δομική της αδυναμία να περιορίσει το μέγεθος και να ξεκαθαρίσει το ρόλο του υπερμεγέθους, αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα, να εκσυγχρονίσει και απλουστεύσει το επιχειρηματικό περιβάλλον και τις διαδικασίας λειτουργίας των αγορών, να αντιμετωπίσει το πιεστικό ασφαλιστικό ζήτημα, να περιορίσει την εξάρτηση της από το δανεισμό και να επενδύσει σε καινούριους, πολλαπλά αποδοτικούς τομείς όπως η έρευνα, η καινοτομία, η υψηλή τεχνολογία και οι πράσινες πολιτικές, που θα βελτιώσουν θεματικά και μόνιμα την ανταγωνιστικότητα μας.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Προς το παρόν θεωρείται θετική η προσχώρηση μας στη λογική του Ιρλανδικού μοντέλου διαχείρισης της κρίσης και οι όποιες περαιτέρω κινήσεις στήριξης μας θα εξαρτηθούν από τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών και τον αντίκτυπο τους στα spreads των Ελληνικών ομολόγων (η άντληση 5 δις με επιτόκιο 6,3% μας επιβάρυναν με τόκους σχεδόν 1 δις παραπάνω από αυτούς που θα πλήρωνε η Ιρλανδία για ένα αντίστοιχο δεκαετές ομόλογο) . Ο κ.Παπανδρέου, ετεροχρονισμένα και υπό τις χειρότερες διαπραγματευτικές συνθήκες, προσπαθεί να ασκήσει πίεση για τη χορήγηση κάποιας μορφής άμεσης βοήθειας χρησιμοποιώντας το επιχείρημα της πιθανής προσφυγής στο ΔΝΤ. Οι ενδοιασμοί και οι αντιφάσεις του στη χάραξη ολοκληρωμένης πολιτικής έχουν περιορίσει τη δυναμική αυτής της λύσης ως μέσου πίεσης στους εταίρους μας. Από την άλλη αναδεικνύεται σε κάποιους κύκλους μια νοσταλγία της προ ΟΝΕ εποχής που εκδηλώνεται με επιχειρήματα υπέρ της επανόδου στο καθεστώς της δραχμής. Ας δούμε λοιπόν τι ακριβώς σημαίνουν αυτές οι δυο επιλογές.
Η προσφυγή στο ΔΝΤ, ιδιαίτερα μετά την απόφαση της κυβέρνησης για οδυνηρές περικοπές σε μισθούς κι επιδόματα, την αύξηση της φορολόγησης και τον περιορισμό κρατικών δαπανών, δεν θα σήμαινε πλέον εξαιρετικά διαφορετικό μίγμα πολιτικής, ενώ ταυτόχρονα θα επέτρεπε την φθηνή άντληση κεφαλαίων. Οι αναστολές, τόσο Ελληνικές όσο και Ευρωπαϊκές εδράζονται κυρίως στη σημειολογική αλλά και στρατηγική σημασία μιας τέτοιας απόφασης για τη συνοχή και το μέλλον της Ευρώπης. Ιδιαίτερα σε μια εποχή που πληθαίνουν οι φωνές για επαναδιαπργμάτευση και ριζικές αλλαγές στον πολιτικό και οικονομικό προσανατολισμό της Ε.Ε., μια τέτοια κίνηση θα αποτελούσε καίριο πλήγμα στην καρδιά του κοινού μας οικοδομήματος.
Είναι γεγονός ότι οι εμμονές, κυρίως Γερμανικές, στο μονεταριστικό σχέδιο του Μάαστριχτ και της Λισσαβόνας δεν έχουν επιτρέψει ακόμα την ενδελεχή ανάλυση της μελλοντικής φυσιογνωμίας της Ε.Ε. κι έχουν οδηγήσει σε αμηχανία και αβουλία στην αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης παρά το γεγονός ότι αν κατευθυνθούμε προς το ΔΝΤ η απαξίωση των Ελληνικών ομολόγων θα επέφερε ανεπανόρθωτες βλάβες στο Ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Οι επιπτώσεις αυτής της αβουλίας, όσο επαχθείς κι αν έχουν αποβεί για την Ελλάδα δεν επαρκούν για να μας οδηγήσουν σε αλλαγή της ιστορικής μας κατεύθυνσης προς εμβάθυνση των Ευρωπαϊκών θεσμών. Οι παράπλευρες συνέπειες της προσφυγής στο ΔΝΤ, θα καταστήσουν την Ελλάδα ακόμα πιο αναξιόπιστο διεθνή συνομιλητή, θα δυσχεράνουν τις διμερείς μας σχέσεις με απρόβλεπτες συνέπειες και στα εθνικά μας θέματα, και θα δώσουν μια εικόνα πλήρους κατάρρευσης στις αγορές με δραματικές συνέπειες στη δυνατότητα μελλοντικών δανεισμών.
Η αναμόχλευση του ζητήματος της απόσχισης της Ελλάδας από την ΟΝΕ, τίθεται από κάποιους με τη λογική ότι η έλλειψη ουσιαστικής στήριξης και ανάλογων μηχανισμών πρόβλεψης και αντιμετώπισης κρίσεων, έχει «ματώσει» τη χώρα επιβαρύνοντας την με εκατομμύρια επιπλέον ευρώ σε τόκους, στερώντας μας τη δυνατότητα καλύτερης διαχείρισης των δημοσιονομικών μας και ενίσχυσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας. Η επαναφορά μας στη δραχμή και η υποτίμηση της θα μπορούσε να αυξήσει σημαντικά τις εξαγωγές και την ανάπτυξη, να βελτιώσει την απασχόληση και τα κρατικά έσοδα και να εξομαλύνει αρκετές από τις εμπορικές κι άλλες ανισορροπίες στις οποίες υποβαλλόμαστε.
Ακούγονται φωνές που ισχυρίζονται ότι και μόνο η ανακίνηση του θέματος από πλευράς μας θα επέφερε καίριο πλήγμα στο ευρώ από το οποίο θα μπορούσαμε να επωφεληθούμε με μεταφορά συναλλαγματικού αποθέματος σε δολάρια (το οποίο έτσι κι αλλιώς είναι ανεπαρκές για να καλύψει τις ανάγκες μας σε μια περίπτωση απόσχισης από το ευρώ). Είναι ως ένα βαθμό κατανοητοί οι λόγοι που οδηγούν κάποιους στην αποδοχή τέτοιων θέσεων. Στη χειρότερη μεταπολεμική κρίση η Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη έχει μείνει στα χαρτιά, και η εθνική υπερηφάνεια που συνεπάγεται η δυνατότητα χάραξης του μέλλοντος σου ακούγονται ως ελκυστικά επιχειρήματα από μερικά αυτιά. Ας δούμε όμως κατάματα την πραγματικότητα που θα αποφέρει μια τέτοια κίνηση.
Από νομικής άποψης η μονομερής αποχώρηση μιας χώρας από την ΟΝΕ δεν προβλέπεται στη συνθήκη. Ακόμα όμως κι αν μπορούσε να επιτευχθεί μια συναινετική συμφωνία, η επαναφορά του παλαιού νομίσματος και της πλήρους κυριαρχίας στη νομισματική πολιτική, η επιστροφή των συναλλαγματικών διαθεσίμων και των κεφαλαίων συνεισφοράς, πέρα από τις πρακτικές και νομικές δυσκολίες των διαδικασιών και της διαχείρισης εκκρεμών νομισματικών πράξεων, επηρεάζουν άμεσα και τα δικαιώματα & υποχρεώσεις φυσικών και νομικών προσώπων. Επιπρόσθετα πολίτες και επιχειρήσεις θα πρέπει να επωμισθούν και το κόστος των συναλλαγματικών μετατροπών ειδικά στα υπάρχοντα εμπορικά συμβόλαια, αλλά και της μεταφοράς των περιουσιακών τους στοιχείων και μισθών στο νέο νόμισμα με προφανή υποβάθμιση των αξιών τους.
Όπως προαναφέραμε, για άλλους βέβαια λόγους, τέτοιες υψηλού πολιτικού ρίσκου κινήσεις, από μια χώρα της οποίας η αξιοπιστία έχει ήδη καταβαραθρωθεί κυρίως από δικά της λάθη, μπορούν να μας καταδικάσουν σε μόνιμη ανυποληψία και συνεχή καχυποψία στις μετέπειτα επιλογές μας με ανυπολόγιστες μακροπρόθεσμες συνέπειες στους όρους διεθνούς δανεισμού (φυσικά δεν συζητείται η μετατροπή του χρέους μας σε δραχμές!!), στις διμερείς σχέσεις και τις στρατηγικές κινήσεις μας, τις μεγάλες εμπορικές συμφωνίες και γενικότερα το μέλλον της χώρας μας στο παγκοσμιοποιημένο, αλληλεξαρτούμενο περιβάλλον.
Το κύριο επιχείρημα της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών, είναι θεωρητικά σωστό αφορά όμως χώρες με θετικό εμπορικό ισοζύγιο και σημαντικό όγκο εξαγωγών που όντως λόγω φθηνότερων τιμών μπορούν να αυξηθούν σημαντικά. Η Ελληνική οικονομία από την άλλη δεν στηρίζεται στον περιορισμένο, κι όχι από βαριά βιομηχανική παραγωγή ή υψηλή τεχνολογία, όγκο εξαγωγών, αλλά κυρίως στην εσωτερική κατανάλωση που κατακλύζεται από προϊόντα εισαγωγής (όχι μόνο λόγο καταναλωτικής επιλογής αλλά και αδυναμίας παραγωγής τους από τη χώρα μας) τα οποία θα καταστούν ακριβότερα.
Τη στιγμή μάλιστα που το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων θα συρρικνωθεί κατά 40-50% λόγω της υποτίμησης της δραχμής, ο πληθωρισμός θα εκτοξευόταν και τα εγχώρια επιτόκια θα αναρριχούνταν σε προ ΟΝΕ εποχής ύψη που θα καθιστούν το δανεισμό νοικοκυριών και επιχειρήσεων απαγορευτικό με προφανή αποτελέσματα για την οικονομία, καθιστώντας πολύ πιθανή την ανάγκη για μια δεύτερη υποτίμηση σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.
Όλοι αναγνωρίζουν πλέον, έστω και με χαρακτηριστική καθυστέρηση, ότι το πρόβλημα της Ελλάδας αφορά τη δομική της αδυναμία να περιορίσει το μέγεθος και να ξεκαθαρίσει το ρόλο του υπερμεγέθους, αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα, να εκσυγχρονίσει και απλουστεύσει το επιχειρηματικό περιβάλλον και τις διαδικασίας λειτουργίας των αγορών, να αντιμετωπίσει το πιεστικό ασφαλιστικό ζήτημα, να περιορίσει την εξάρτηση της από το δανεισμό και να επενδύσει σε καινούριους, πολλαπλά αποδοτικούς τομείς όπως η έρευνα, η καινοτομία, η υψηλή τεχνολογία και οι πράσινες πολιτικές, που θα βελτιώσουν θεματικά και μόνιμα την ανταγωνιστικότητα μας.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια