Μερικές μόνο μέρες μετά την ανακοίνωση του φορολογικού νομοσχεδίου από την κυβέρνηση και δυστυχώς δείχνει παρά κάποιες θετικές παρεμβάσεις που εμπεριέχει, να κινείται σε σημαντικό βαθμό στη γνωστή λογική των τελευταίων επιλογών του ΠΑΣΟΚ. Αναποφασιστικότητα, βιασύνη, αντιφάσεις, κεκαλυμμένες και μη αδικίες, στρεβλώσεις, αντιεπενδυτική λογική. Ενώ θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι εισάγονται με πολύχρονη καθυστέρηση ρυθμίσεις αναγκαίες για τον εξορθολογισμό της αγοράς (εισαγωγή ΦΠΑ σε όλες τις δραστηριότητες, ευρεία εγκατάσταση ταμειακών μηχανών, συναλλαγές μέσω τραπεζικών λογαριασμών, ηλεκτρονικά τιμολόγια, έλεγχος ενοομιλικών και τριγωνικών συναλλαγών με εξωχώριες εταίριες), πολλές από τις ρυθμίσεις που αφορούν πιο άμεσα ζητήματα, για την ιδιαίτερη «στενή» πλέον οικονομική κατάσταση του μέσου πολίτη, είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικές.
Καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε για μια ακόμα φορά ότι οι συγκρίσεις όσον αφορά τη φορολογία εισοδήματος θα έπρεπε να γίνονται με το καθεστώς που θα ίσχυε για τα εισοδήματα του 2010 με βάση το νόμο της ΝΔ (24% και 34% βασικοί συντελεστές). Βάσει αυτού προκύπτει ότι καθένας με μηνιαίο εισόδημα άνω των 2000 ευρώ (αυτό τελικά είναι το όριο πλουτισμού στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από όλες τις κινήσεις της κυβέρνησης) επιβαρύνεται φορολογικά και φυσικά όσο πλησιάζουμε ή ξεπερνάμε τα 40000 ευρώ η επιβάρυνση αυξάνει γεωμετρικά. Αν συνυπολογίσουμε τις λοιπές απώλειες κάποιων από περικοπή των «δώρων», επιδομάτων, την κατάργηση μιας σειράς φοροαπαλλαγών (τόκοι στεγαστικών δανείων κλπ) το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται καίρια με τις γνωστές συνέπειες στην πτώση της κατανάλωσης, της ανάπτυξης και την αύξηση της ανεργίας.
Ταυτόχρονα το «σαφάρι» των αποδείξεων συνεχίζεται παρά το γεγονός ότι έχει αποδειχτεί με τους όρους που εισήχθη δεν αύξησε τα δημόσια έσοδα από ΦΠΑ και δεν θα πατάξει τη φοροδιαφυγή συγκεκριμένων επαγγελματικών ομάδων αφού δεν υπάρχουν επιπλέον κίνητρα για συλλογή των συγκεκριμένων αποδείξεων από τους πολίτες. Οι περισσότερες άλλωστε αποδείξεις μας, προέρχονται από άμεση κατανάλωσε σε σουπερ μάρκετ, καφέ –εστιατόρια, πολυκαταστήματα που δεν φοροδιαφεύγουν ιδιαίτερα έως καθόλου. Προφανώς και παρά τις νομοθετικές προτάσεις για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, καμιά μέριμνα δεν λαμβάνεται για το γεγονός ότι λόγω της στασιμοπληθωριστικής κρίσης όπου η κατανάλωση μειώνεται ενώ οι τιμές αυξάνονται, οι υπέρογκες υποχρεώσεις αποπληρωμής των ανελαστικών υποχρεώσεων περιορίζουν τις επιθυμίες των ανθρώπων. Σε μια τέτοια περίοδο το ποσοστό αποδείξεων που απαιτείται θα έπρεπε να είναι μειωμένο εκτός κι αν θεωρούν ότι υπό πιο ανθηρές συνθήκες θα έπρεπε να είναι σαφώς μεγαλύτερο από το ισχύον!!
Η επένδυση σε ακίνητα στην Ελλάδα αποτελεί πλέον κι επίσημα μια κίνηση που αγγίζει τα όρια του εγκλήματος. Μια τουριστική χώρα όπως η Ελλάδα που θα έπρεπε να σχεδιάζει τη στοχευμένη οικιστική ανάπτυξη με κίνητρα για προσέλκυση ξένων επενδυτών, και μια κλειστή κοινωνία όπως η δική μας (η οικογένεια παραμένει συνδετικός ιστός και οι μακρινές επαγγελματικές μετακινήσεις είναι περιορισμένες) το ακίνητο αποτελεί όνειρο ζωής και θεωρείτε η ασφαλέστερη επένδυση, η κυβέρνηση προωθεί κάθε δυνατή ρύθμιση για να περιορίσει τη δυναμική του κλάδου και τον κύκλο εργασιών όλων των επαγγελμάτων που σχετίζονται με την οικοδομή. α) Περικόπτει τις εκπτώσεις από τους τόκους στεγαστικών δανείων σε μια περίοδο μάλιστα που οι χορηγήσεις δανείων λόγω επιτοκίων και υποεκτιμήσεων από τις τράπεζες της εμπορικής αξίας των ακινήτων έχουν μειωθεί σημαντικά, β) δεν εξαιρεί την πρώτη κατοικία και δεν προβλέπει ειδικό καθεστώς για κληρονομιές, δωρεές, γονικές παροχές στο θέμα των τεκμηρίων, γ) περιορίζει το αφορολόγητο για αγορά 1η κατοικίας σε μια χώρα με άνω του 80% ιδιοκατοίκηση, δ) Ο ΦΜΑΠ με όριο στα 400,000 ευρώ αγγίζει και τη μεσαία περιουσία και οι εξοντωτικοί συντελεστές για μεγαλύτερες περιουσίες σε συνδυασμό με τις λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις μειώνουν την πραγματική απόδοση μιας επένδυσης σε ακίνητα σε 2-2,5%, σπρώχνοντας άραγε τον κόσμο προς άυλες μορφές επένδυσης που μάλλον θεωρούν οι κυβερνώντες πιο κατάλληλες για τις απαίδευτες σε αυτά τα ζητήματα μάζες (τα ζήσαμε την εποχή του σκανδάλου του χρηματιστηρίου). Όλα αυτά βέβαια υπό τη Δαμόκλειο σπάθη της επικείμενης αύξησης των αντικειμενικών αξιών κατά 30% περίπου, που θα επιτείνει το ήδη βαρύ κλίμα στην κτηματαγορά.
Η εισαγωγή των τεκμηρίων διαβίωσης από μια θεμιτή προσπάθεια πίεσης σε κάποιους που διάγουν πολυτελή ζωή να δηλώσουν εισοδήματα που να προσεγγίζουν κάπως στα πραγματικά τους, κατέληξε να αποτελεί έναν ακόμη βραχνά για χιλιάδες μικροεπαγγελματίες και οικογένειες. Η αρχική σκέψη για υπολογισμό βάσει της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων, και κατά τη γνώμη μιας ανάλογης φόρμας για όση από την περιουσία υπόκειται σε απόσβεση λόγω παλαιότητας, ώστε να αντικατοπτρίζεται η πραγματική αξία, θα ήταν μια πιο λογική προσέγγιση. Όπως ήδη ανέφερα η μη εξαίρεση της 1ης κατοικίας επιβαρύνει αφόρητα ιδιαίτερα τους νέους οικογενειάρχες, προφανώς στο πλαίσιο της καταπολέμησης της υπογεννητικότητας και της ενίσχυσης του θεσμού της οικογένειας!!. Θα μπορούσε επίσης να έχει υπάρξει πρόβλεψη για μείωση στο μισό του τεκμαρτού ποσού που θα προκύπτει για ακίνητα από κληρονομιές κλπ, αφού δεν αποτελούν ένδειξη της οικονομικής κατάστασης του ιδιοκτήτη και ο τρόπος διαχείρισης μπορεί να μην αποφέρει κανένα εισόδημα αλλά και η συντήρηση τους να είναι ελλιπής μειώνοντας τα απαιτούμενα έξοδα.
Το κερασάκι στην τούρτα είναι η φορολόγηση των αποζημιώσεων, ποσό που δεν αποτελεί τυπικό εισόδημα και προέρχεται από τις κρατήσεις των εργαζομένων, η επίσπευση του λογιστικού προσδιορισμού των εισοδημάτων κάποιων επαγγελματιών μετά την γενικευμένη κοινωνική κατακραυγή, η ύποπτη προσπάθεια να περάσει η διαφορά του χρόνου ισχύος των όποιων φοροελαφρύνσεων σε σχέση με τις μειώσεις αποδοχών (οι πρώτες από Απρίλη, οι δεύτερες από τον Ιανουάριο). Η θετική κίνηση χορήγησης αφορολογήτου για κάποια χρόνια σε νέους επιχειρηματίες και φοροαπαλλαγών σε όσους δαπανούν σε τεχνολογική καινοτομία ή κατέχουν αναγνωρισμένες πατέντες μοιάζει οξύμωρη για ένα κράτος που επενδύει ελάχιστα στην καινοτομία, τις νέες τεχνολογίες και την έρευνα ακόμα και σε τομείς που αποδεδειγμένα θα δημιουργούσε άμεσα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για τη χώρα.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε για μια ακόμα φορά ότι οι συγκρίσεις όσον αφορά τη φορολογία εισοδήματος θα έπρεπε να γίνονται με το καθεστώς που θα ίσχυε για τα εισοδήματα του 2010 με βάση το νόμο της ΝΔ (24% και 34% βασικοί συντελεστές). Βάσει αυτού προκύπτει ότι καθένας με μηνιαίο εισόδημα άνω των 2000 ευρώ (αυτό τελικά είναι το όριο πλουτισμού στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από όλες τις κινήσεις της κυβέρνησης) επιβαρύνεται φορολογικά και φυσικά όσο πλησιάζουμε ή ξεπερνάμε τα 40000 ευρώ η επιβάρυνση αυξάνει γεωμετρικά. Αν συνυπολογίσουμε τις λοιπές απώλειες κάποιων από περικοπή των «δώρων», επιδομάτων, την κατάργηση μιας σειράς φοροαπαλλαγών (τόκοι στεγαστικών δανείων κλπ) το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται καίρια με τις γνωστές συνέπειες στην πτώση της κατανάλωσης, της ανάπτυξης και την αύξηση της ανεργίας.
Ταυτόχρονα το «σαφάρι» των αποδείξεων συνεχίζεται παρά το γεγονός ότι έχει αποδειχτεί με τους όρους που εισήχθη δεν αύξησε τα δημόσια έσοδα από ΦΠΑ και δεν θα πατάξει τη φοροδιαφυγή συγκεκριμένων επαγγελματικών ομάδων αφού δεν υπάρχουν επιπλέον κίνητρα για συλλογή των συγκεκριμένων αποδείξεων από τους πολίτες. Οι περισσότερες άλλωστε αποδείξεις μας, προέρχονται από άμεση κατανάλωσε σε σουπερ μάρκετ, καφέ –εστιατόρια, πολυκαταστήματα που δεν φοροδιαφεύγουν ιδιαίτερα έως καθόλου. Προφανώς και παρά τις νομοθετικές προτάσεις για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, καμιά μέριμνα δεν λαμβάνεται για το γεγονός ότι λόγω της στασιμοπληθωριστικής κρίσης όπου η κατανάλωση μειώνεται ενώ οι τιμές αυξάνονται, οι υπέρογκες υποχρεώσεις αποπληρωμής των ανελαστικών υποχρεώσεων περιορίζουν τις επιθυμίες των ανθρώπων. Σε μια τέτοια περίοδο το ποσοστό αποδείξεων που απαιτείται θα έπρεπε να είναι μειωμένο εκτός κι αν θεωρούν ότι υπό πιο ανθηρές συνθήκες θα έπρεπε να είναι σαφώς μεγαλύτερο από το ισχύον!!
Η επένδυση σε ακίνητα στην Ελλάδα αποτελεί πλέον κι επίσημα μια κίνηση που αγγίζει τα όρια του εγκλήματος. Μια τουριστική χώρα όπως η Ελλάδα που θα έπρεπε να σχεδιάζει τη στοχευμένη οικιστική ανάπτυξη με κίνητρα για προσέλκυση ξένων επενδυτών, και μια κλειστή κοινωνία όπως η δική μας (η οικογένεια παραμένει συνδετικός ιστός και οι μακρινές επαγγελματικές μετακινήσεις είναι περιορισμένες) το ακίνητο αποτελεί όνειρο ζωής και θεωρείτε η ασφαλέστερη επένδυση, η κυβέρνηση προωθεί κάθε δυνατή ρύθμιση για να περιορίσει τη δυναμική του κλάδου και τον κύκλο εργασιών όλων των επαγγελμάτων που σχετίζονται με την οικοδομή. α) Περικόπτει τις εκπτώσεις από τους τόκους στεγαστικών δανείων σε μια περίοδο μάλιστα που οι χορηγήσεις δανείων λόγω επιτοκίων και υποεκτιμήσεων από τις τράπεζες της εμπορικής αξίας των ακινήτων έχουν μειωθεί σημαντικά, β) δεν εξαιρεί την πρώτη κατοικία και δεν προβλέπει ειδικό καθεστώς για κληρονομιές, δωρεές, γονικές παροχές στο θέμα των τεκμηρίων, γ) περιορίζει το αφορολόγητο για αγορά 1η κατοικίας σε μια χώρα με άνω του 80% ιδιοκατοίκηση, δ) Ο ΦΜΑΠ με όριο στα 400,000 ευρώ αγγίζει και τη μεσαία περιουσία και οι εξοντωτικοί συντελεστές για μεγαλύτερες περιουσίες σε συνδυασμό με τις λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις μειώνουν την πραγματική απόδοση μιας επένδυσης σε ακίνητα σε 2-2,5%, σπρώχνοντας άραγε τον κόσμο προς άυλες μορφές επένδυσης που μάλλον θεωρούν οι κυβερνώντες πιο κατάλληλες για τις απαίδευτες σε αυτά τα ζητήματα μάζες (τα ζήσαμε την εποχή του σκανδάλου του χρηματιστηρίου). Όλα αυτά βέβαια υπό τη Δαμόκλειο σπάθη της επικείμενης αύξησης των αντικειμενικών αξιών κατά 30% περίπου, που θα επιτείνει το ήδη βαρύ κλίμα στην κτηματαγορά.
Η εισαγωγή των τεκμηρίων διαβίωσης από μια θεμιτή προσπάθεια πίεσης σε κάποιους που διάγουν πολυτελή ζωή να δηλώσουν εισοδήματα που να προσεγγίζουν κάπως στα πραγματικά τους, κατέληξε να αποτελεί έναν ακόμη βραχνά για χιλιάδες μικροεπαγγελματίες και οικογένειες. Η αρχική σκέψη για υπολογισμό βάσει της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων, και κατά τη γνώμη μιας ανάλογης φόρμας για όση από την περιουσία υπόκειται σε απόσβεση λόγω παλαιότητας, ώστε να αντικατοπτρίζεται η πραγματική αξία, θα ήταν μια πιο λογική προσέγγιση. Όπως ήδη ανέφερα η μη εξαίρεση της 1ης κατοικίας επιβαρύνει αφόρητα ιδιαίτερα τους νέους οικογενειάρχες, προφανώς στο πλαίσιο της καταπολέμησης της υπογεννητικότητας και της ενίσχυσης του θεσμού της οικογένειας!!. Θα μπορούσε επίσης να έχει υπάρξει πρόβλεψη για μείωση στο μισό του τεκμαρτού ποσού που θα προκύπτει για ακίνητα από κληρονομιές κλπ, αφού δεν αποτελούν ένδειξη της οικονομικής κατάστασης του ιδιοκτήτη και ο τρόπος διαχείρισης μπορεί να μην αποφέρει κανένα εισόδημα αλλά και η συντήρηση τους να είναι ελλιπής μειώνοντας τα απαιτούμενα έξοδα.
Το κερασάκι στην τούρτα είναι η φορολόγηση των αποζημιώσεων, ποσό που δεν αποτελεί τυπικό εισόδημα και προέρχεται από τις κρατήσεις των εργαζομένων, η επίσπευση του λογιστικού προσδιορισμού των εισοδημάτων κάποιων επαγγελματιών μετά την γενικευμένη κοινωνική κατακραυγή, η ύποπτη προσπάθεια να περάσει η διαφορά του χρόνου ισχύος των όποιων φοροελαφρύνσεων σε σχέση με τις μειώσεις αποδοχών (οι πρώτες από Απρίλη, οι δεύτερες από τον Ιανουάριο). Η θετική κίνηση χορήγησης αφορολογήτου για κάποια χρόνια σε νέους επιχειρηματίες και φοροαπαλλαγών σε όσους δαπανούν σε τεχνολογική καινοτομία ή κατέχουν αναγνωρισμένες πατέντες μοιάζει οξύμωρη για ένα κράτος που επενδύει ελάχιστα στην καινοτομία, τις νέες τεχνολογίες και την έρευνα ακόμα και σε τομείς που αποδεδειγμένα θα δημιουργούσε άμεσα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για τη χώρα.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια