Συχνά στις ιδιωτικές πολιτικές συζητήσεις προκύπτει το ερώτημα του ποιος ευθύνεται περισσότερο για την απαξίωση του πολιτικού σκηνικού, την γενικευμένη αδιαφορία στον πολιτικό λόγο, ιδιαίτερα των νεότερων γενιών, αλλά κυρίως για την ηθική αποσάθρωση που έφερε τη χώρα στη σημερινή οικονομική, κοινωνική και αξιακή κρίση. Είναι άραγε κυρίαρχες οι ευθύνες του πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης που παρά την εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών δεν μπόρεσε να δώσει ένα σύγχρονο όραμα για το μέλλον του τόπου, σπαταλώντας άσκοπα τις χρυσές ευκαιρίες που υπήρξαν με την ένταξη στην Ε.Ε. και την είσοδο μας στην Ευρωζώνη; Ή τελικά οι πολιτικές μας επιλογές, τα πρόσωπα και τα προγράμματα που προτάξαμε εμείς οι πολίτες καταδεικνύουν ως γενεσιουργό αιτία την αδυναμία ή την ηθελημένη αντίσταση της κοινωνίας να προχωρήσει σε καινοτόμες κινήσεις; Το ερώτημα μοιάζει λίγο με τη γνωστή ρήση «η κότα έκανε το αυγό, ή το αυγό την κότα;»
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η μαρξιστική προσέγγιση του διαλεκτικού υλισμού, ανεξάρτητα από την εγγενή αδυναμία της να προφέρει εφικτές λύσεις για την αποτελεσματικότερη διάρθρωση της κοινωνίας και της οικονομίας, καταγράφει ή τουλάχιστον κατέγραψε στα πλαίσια της βιομηχανικής εποχής, αρκετά πειστικά τις δυνάμεις και τους μηχανισμούς που καθορίζουν και σχηματοποιούν τις κοινωνικοοικονομικές δομές. Η άρχουσα τάξη που κατέχει τα μέσα παραγωγής επιβάλλει σε μεγάλο βαθμό κανόνες, νόρμες και συμπεριφορές οριοθετώντας σε σημαντικό βαθμό την καθημερινότητα και τις τελικές επιλογές του τρόπου διαβίωσης των πολιτών, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις προτεραιότητες και το αξιακό σύστημα που συχνά «αναγκάζεται» από τις συνθήκες να αναπτύξει και να αποδεχτεί. Οι πολιτικοί ταγοί αποτελούν σε μεγάλο βαθμό ή απλά «ιδρυτικά» μέλη και συστατικά στοιχεία αυτού του συστήματος ή ταπεινούς υπηρέτες του που ακολουθούν πιστά τις γενικές κατευθύνσεις προχωρώντας απλά σε επιμέρους διορθωτικές κινήσεις με βάση τις ιστορικές, πολιτισμικές ή άλλες ιδιαιτερότητες κάθε κοινωνίας.
Κυρίαρχο ρόλο στο βαθμό συνειδητότητας και ενστερνισμού μιας κυρίαρχης κουλτούρας που καθοδηγεί τους πολίτες σε συγκεκριμένες επιλογές παίζει το εκπαιδευτικό σύστημα που όταν διαμορφώνεται από την κεντρική εξουσία απλά αντικατοπτρίζει τις δικές της ανάγκες και τη θεώρηση της για το ρόλο του πολίτη (η πολιτική συνειδητοποίηση και η ευαισθητοποίηση στα κοινωνικά δρώμενα δεν είχαν ποτέ κυρίαρχο ρόλο στα σχολεία). Από την άλλη η δυνατότητα ελέγχου του όγκου και της ποιότητας της πληροφόρησης, ιδιαίτερα τις προηγούμενες δεκαετίες, έδινε στους κρατούντες την ευκαιρία να διαχειρίζονται με μοναδική ευκολία τη εύρος της ενημέρωσης και την αντίληψη των πολιτών για την πραγματικότητα, καθοδηγώντας ουσιαστικά την κοινωνική και καταναλωτική συμπεριφορά τους. Είναι προφανές βέβαια ότι ο έχων τη δυνατότητα ελέγχου της πληροφορίας και της γνώσης, επιθυμεί να παρουσιάσει μια πιο εξιδανικευμένη εικόνα για τον εαυτό του, γεγονός που ισχύει στη χώρα μας με κορυφαίους πολιτικούς του παρελθόντος, που ελάχιστα υπέμειναν τη βάσανο της ενδελεχούς αξιολόγησης και κριτικής των πεπραγμένων τους. Η έννοια μάλιστα του πολιτικού δίπολου είναι ενισχυτική αυτής της λογικής αφού λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας στις φυγόκεντρες εξωσυστημικές τάσεις.
Αρκούν όμως αυτά τα επιχειρήματα για να αναδείξουν ως κύριο υπαίτιο της κρίσης το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο; Είναι άραγε τόσο άμοιρος ευθυνών ο πολίτης; Συχνά λέμε ότι έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν κι αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια. Όσο κι αν τα ανθρώπινα ένστικτα είναι πολύ ισχυρά για να μπορούμε να αντισταθούμε αποτελεσματικά στην οργανωμένη χειραγώγηση τους, όσο κι αν τα απωθημένα μας είναι ο ασφαλέστερος δρόμος προς την αυτοκαταστροφή, οι τελικές επιλογές βαρύνουν τον καθένα από εμάς. Η πληροφορία όσο κι αν αποκρύπτεται παραμένει υπαρκτή, η πολιτική φιλοσοφία όσο κι αν δεν προωθείται, περιμένει καρτερικά όποιον θα θελήσει να την προσεγγίσει.
Η έλευση της ψηφιακής εποχής, του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων, της πλήρως ελεύθερης διακίνησης ιδεών και επιχειρημάτων διέχυσε την πληροφορία με πρωτοφανή ταχύτητα και σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα. Η ραγδαία επέκταση της χρήσης σύγχρονων τεχνολογιών, όσο κι αν ακόμα δεν καλύπτει την ολότητα της κοινωνίας λόγω έλλειψης υποδομών, τεχνογνωσίας & γερασμένου πληθυσμού, αναδεικνύεται σταδιακά σε κυρίαρχο πόλο αρχικής πολιτικής ενεργοποίησης δίδοντας τη δυνατότητα σε πολίτες που παρόλο το ενδιαφέροντος για τα τεκταινόμενα, ασφυκτιούσαν μέσα στον γραφειοκρατικό, μη λειτουργικό τρόπο οργάνωσης και διαχείρισης των κομματικών μηχανισμών, που στην ουσία ποδηγετούσαν κάθε φρέσκια, αυτόνομη προσπάθεια έκφρασης.
Φυσικά και δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί ένα αξιακό μοντέλο με το οποίο μεγάλωσαν οι μεταπολεμικές κι εν πολλοίς οι μεταπολιτευτικές γενιές. Η συναισθηματική αριστερόστροφη προσέγγιση της οικονομίας και η φοβική, μοιρολατρική αντίδραση σε κάθε προσπάθεια φιλελεύθερης κοινωνικής αλλαγής έτσι όπως αποτυπώθηκε από τις πολιτικές επιλογές του παρελθόντος, ενίσχυσαν το μεταπολεμικό αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών, οι οποίοι ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης, έθεταν μεγάλο μέρος των προσδοκιών και ελπίδων τους στην υπηρεσία της κρατικής παρέμβασης. Έτσι η τοποθέτηση σε δημόσια θέση αναδείχθηκε σε κύριο ζητούμενο ολόκληρων γενεών, οριοθετώντας το ρίσκο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας είτε ως προνόμιο λίγων και ισχυρών είτε ως συνεχή, αγχωτική διαδικασία με αβέβαιο αποτέλεσμα.
Το να απαρνηθούμε ουσιαστικά του εαυτούς μας, την κοινωνικοοικονομική φιλοσοφία δεκαετιών, να απαγκιστρωθούμε από το σφιχτό κομματικό εναγκαλισμό και τις μικροκομματικές, ρουσφετολογικές πρακτικές είναι μια επίπονη διαδικασία που περνά πρωτίστως μέσα από την προσωπική αλλά και συλλογική επαναξιολόγηση των μέχρι τώρα διαδρομών και των αποτελεσμάτων τους. Οι πολιτικές επιλογές μας συχνά βασισμένες στην «αυθεντία» της οικογενειοκρατίας, στη δύναμη των αλληλοεξαρτώμενων μηχανισμών και κατευθυνόμενες από το δίπτυχο της ηθικολογίας (ενώ ταυτόχρονα αποζητούμε ένα ρόλο στο σύστημα που οικτίρουμε) και του πρόσκαιρου, προσωπικού οφέλους (λογική που πληρώσαμε λόγω του άκρατου δανεισμού, της άσκοπης σπατάλης και της έλλειψης ικανού μακρόπνοου οράματος για τον τόπο), ανακύκλωναν ένα ξεπερασμένο μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής δραστηριοποίησης.
Το Μεταπολιτευτικό σκηνικό καταρρέει κάτω από βάρος αυτού του φαύλου κύκλου της αναποτελεσματικότητας και της παντελούς έλλειψης διορατικότητας (αν εξαιρέσουμε την επιλογή του Κ.Καραμανλή για την ένταξη στην Ε.Ε. που όμως ως στόχος προϋπήρχε της μεταπολίτευσης). Η τωρινή διακυβέρνηση ήρθε μετά από τις μεγαλόσχημες προεκλογικές υποσχέσεις να ακολουθήσει την πεπατημένη δημαγωγία της «καμένης» γης που δικαιολογεί κάθε δικιά της αβλεψία, και κάθε επερχόμενη εθνική αποτυχία όπως η προσφυγή στο ΔΝΤ, προκαλώντας ήδη ισχυρό κύμα δυσαρέσκειας ακόμα καις τον πυρήνα των οπαδών της, κυρίως όμως συσσωρεύοντας οργή και αγανάκτηση στους πολίτες που σε συντριπτικά ποσοστά αναμένουν γενικευμένες κοινωνικές αντιδράσεις.
Ο λόγος του Αντώνη Σαμαρά, όσο κι αν επισκιάζεται ακόμα από το ηθικό κυρίως νέφος που άφησαν πίσω τους συγκεκριμένες κυβερνητικές πρακτικές της ΝΔ, η αντίδραση του στην άνευ όρων παράδοση στο ΔΝΤ, η επιμονή του στην ανάγκη αναπτυξιακού σχεδιασμού και η συνεχής προσπάθεια του να ανατάξει το κοινωνικό και εθνικό φρόνημα των Ελλήνων, αρχίζουν να βρίσκουν ευήκοα ώτα σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα.
Ο τρόπος εκλογής του στην αρχηγία της ΝΔ, οι πρωτόγνωρες δημοκρατικές διαδικασίες και οι συνεχείς αναφορές του σε ρήξεις με το παρελθόν, την προώθηση σύγχρονης Ευρωπαϊκής ιδεολογίας και πολιτικού προσωπικού με ύφος και λόγο που να αντικατοπτρίζουν τις παρούσες αλλά κυρίως τις μελλοντικές κοινωνικές ανάγκες, μοιάζει να αποτελεί την ελπίδα που μπορεί να αναγεννήσει ένα παρακμιακό σύστημα. Ο πήχης έχει τοποθετηθεί πολύ ψηλά, οι προσδοκίες μέρα με τη μέρα αυξάνουν και η αναμονή των ανατροπών που θα ξαφνιάσουν, όπως πρόσφατα ανέφερε, γεννά την ελπίδα για μια προωθητική κίνηση, που αναδομώντας αρχικά την παράταξη, θα οδηγήσει τη χώρα στο επόμενο στάδιο, την ψηφιακή εποχή.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια