Μέσα στον κυκεώνα των οικονομικών εξελίξεων κάποια από τα δευτερευούσης σημασίας θέματα που απασχόλησαν την κοινή γνώμη ήταν πρωτίστως το ροζ βίντεο γνωστού μοντέλου αλλά και η εθνική πρωτιά στην κατοχή συγκεκριμένων πολυτελών τζιπ (με βάση τον πληθυσμό κάθε χώρας). Η αποσάθρωση της κοινωνίας και ο πλήρης εκφυλισμός βασικών αξιών επιβεβαιώνονται καθημερινά γύρω μας με τη διαφθορά στο δημόσιο τομέα, την πολιτική και τη δικαιοσύνη, τη διαπλοκή των ΜΜΕ, τα επιχειρηματικά καρτέλ που νοθεύουν τον υγιή ανταγωνισμό. Απλώς αυτά τα δυο γεγονότα έρχονται ως μια εξόφθαλμη επίρρωση μιας ομαδικής κοινωνικής διαταραχής η οποία μοιάζει να έχει εμπεδωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελεί, πλέον κυρίαρχη ιδεολογία με στόχο το εύκολο, άκοπο κέρδος, την πρόσκαιρη προβολή και την επίπλαστη κοινωνική καταξίωση. Είναι η ίδια νοοτροπία του άσκοπου υπερκαταναλωτισμού που οδήγησε, με κρατική στήριξη σε υψηλού ρίσκου τραπεζικές επιλογές, το διεθνές οικονομικό σύστημα σε ραγδαία κατάρρευση.
Από πολύ μικροί μαθαίναμε ότι ο πυρήνας της κοινωνικοποίησης του ατόμου είναι η οικογένεια και στην πορεία το εκπαιδευτικό σύστημα και οι σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε αυτό έρχονται να εξελίξουν και εμπλουτίσουν το θεμελιώδες αξιακό σύστημα που αποκτά στο γονεϊκό περιβάλλον. Αυτό όμως που έχει αλλάξει άρδην αυτό το αξίωμα είναι η δυνατότητα υπερπληροφόρησης που έχουν οι νεότερες γενιές μέσω και των σύγχρονων τεχνολογιών, που συχνά οδηγεί στην ημιμάθεια, στο μιμητισμό μιας στρεβλής, ανούσιας εικόνας, στη «θεοποίηση» ενός καταναλωτικού προτύπου που υποτιμά τις πνευματικές διεργασίες και την κριτική σκέψη προς όφελος της αγοράς και του πολιτικού αμοραλισμού οι εκφραστές του οποίου επιδιώκουν την αποστασιοποίηση των πολλών από τα κοινωνικά δρώμενα. Φυσικά και οι προηγούμενες γενιές δεν είναι άμοιρες ευθυνών για το κλίμα αναξιοπιστίας, αναξιοκρατίας και ρουσφετολογίας που παραδίδουν, ούτε βέβαια για το γεγονός ότι και οι ίδιοι έπεσαν θύματα ενός προτύπου εφήμερης ευημερίας που εν πολλοίς «κουβαλούσαν» ως απωθημένο από τα στερημένα παιδικά τους χρόνια. Οι έφηβοι όμως σήμερα, αναγκάζονται από την κοινωνική πραγματικότητα να ενηλικιωθούν, όχι να ωριμάσουν, διανοητικά συντομότερα από προγενέστερες γενιές, χωρίς όμως να έχει επέλθει η αντίστοιχη συναισθηματική ωρίμανση που μπορεί να ισορροπήσει το θυμικό με τη λογική και την πράξη με την επίγνωση των μακροπρόθεσμων συνεπειών. Ακολουθούν δηλαδή, πολύ συχνά, ενήλικες συμπεριφορές τις οποίες το ψυχικό τους υπόβαθρο δεν μπορεί να διαχειριστεί κυρίως ως προς την ευελιξία των κινήσεων στην εξέλιξη μιας κατάστασης και των αφανών επιπτώσεων κάθε επιλογής τους.
Το Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα από την άλλη, ένα απαρχαιωμένο κατάλοιπο της βιομηχανικής εποχής, μοιάζει εντελώς ανήμπορο να συμβαδίσει με τις σύγχρονες τάσεις και να εξελιχθεί στην κορωνίδα της προβολής κι εμπέδωσης των πνευματικών και κοινωνικών αξιών που απαιτεί η εποχή μας. Το πρόγραμμα σπουδών σε όλες τις βαθμίδες παραμένει αγκιστρωμένο σε πρότυπα του παρελθόντος με εμμονή σε αποστήθιση όρων, ορισμών και κανόνων, περιορίζοντας το ρόλο της εκπαίδευσης ως καίριου μοχλού για την ανάδειξη της κοινωνικής, πολιτισμικής και πολιτικής (με την ευρεία έννοια της συμμετοχής) ταυτότητας του ατόμου. Η προσχολική εκπαίδευση έγινε υποχρεωτική χωρίς τις ανάλογες υποδομές υποβάλλοντας τις οικογένειες σε επιπλέον κόστος και ταλαιπωρία, με το επίπεδο υπηρεσιών να παραμένει εξαιρετικά μέτριο. Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση περιορίζεται σε ένα προκαθορισμένο πλαίσιο γνωσιακών αντικειμένων που πλην κάποιων συγκεκριμένων εξαιρέσεων, τα παιδιά επαναλαμβάνουν στη δευτεροβάθμια, προκαλώντας σε σημαντικό βαθμό την αδιαφορία των παιδιών. Η προσπάθεια να ανακαλυφθούν, αναδειχτούν και εξελιχθούν οι δεξιότητες, τα ταλέντα, τα ενδιαφέροντα των παιδιών που θα σηματοδοτήσουν την μοναδικότητα τους είναι υποτυπώδεις (δεν μιλώ καν για αποτύπωση της ευφυίας και δημιουργία ειδικών σχολείων) ενώ οι κοινωνικές και αθλητικές εκδηλώσεις που θα επέτρεπαν την ενίσχυση βασικών αξιών όπως η αλληλεγγύη, η συνεργασία, η ανοχή στη διαφορετικότητα, η δύναμη της συμμετοχής.
Κι ενώ η Γυμνασιακή – Λυκειακή μόρφωση θα έπρεπε να αποτελεί το αποκορύφωμα αυτών των πρακτικών με πιο ανοικτό κύκλο σπουδών με ευρύτατη δυνατότητα επιλογής μαθημάτων και λοιπών δραστηριοτήτων (εθελοντισμός, κοινωνικά κινήματα, κυκλοφοριακή παιδεία, εισαγωγή στην πολιτική διαδικασία), αναλώνεται σε έναν αφόρητα αγχώδη ανταγωνιστικό πλαίσιο με μοναδικό στόχο την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο. Ακόμα και μαθήματα με εξαιρετική εθνική σημασία όπως η ιστορία και η φιλοσοφία, παραδίδονται με τόσο αποστεωμένο τρόπο που ελάχιστους παρακινούν σε περαιτέρω ενασχόληση. Ταυτόχρονα ο απαξιωμένος ρόλος του επίσημου σχολικού προγράμματος, μεταφέρει τον κύριο όγκο της προετοιμασίας των μελλοντικών φοιτητών στα ιδιωτικά φροντιστήρια, έναν ακόμη πρωτότυπο Ελληνικό θεσμό, που η πολιτεία αναγκάζεται να αποδεχθεί για να αφομοιωθούν εργασιακά οι χιλιάδες αδιόριστων καθηγητών που η ίδια δημιούργησε εγκαθιδρύοντας αναρίθμητα Πανεπιστημιακά τμήματα σε όλη τη χώρα, για καθαρά μικροπολιτικούς λόγους.
Η μέθοδος εισαγωγής στα Πανεπιστήμια μοιάζει αντικειμενική και αξιοκρατική αλλά επί της ουσίας δεν είναι τίποτα από τα δυο. Τα εξεταζόμενα μαθήματα σε μεγάλο βαθμό έχουν ελάχιστα να κάνουν με το επιθυμητό αντικείμενο σπουδών, η παραπαιδεία δημιουργεί ανισότητες, η διανοητική & συναισθηματική νοημοσύνη του ατόμου, εξαιρετικά απαραίτητη για την εξειδίκευση, τη συνεργασία και τη συνδυαστική σκέψη που απαιτεί η ανώτατη παιδεία, δεν προσεγγίζονται ούτε στο ελάχιστο. Η χρήση τεστ ανάλογου του Αμερικανικού SAT που περιλαμβάνει μαθηματικές, γλωσσολογικές δυνατότητες και ανάπτυξη θέματος, θα μπορούσε με προσαρμογές και πιθανό συνυπολογισμό του βαθμού απολυτηρίου, να αποτελεί σε ένα ασφαλέστερο σύστημα αξιολόγησης βασικών γνώσεων και να περιλαμβάνεται σε έναν συνολικό φάκελο αξιολόγησης της διαχρονικής εξελικτικής πορείας κάθε μαθητή με αναφορές στις γενικότερη δραστηριοποίηση του, που αναδεικνύουν την πολύπλευρη προσωπικότητα του ατόμου.
Το κάθε Ίδρυμα λοιπόν θέτοντας τα δικά του κριτήρια με βάση την ιστορία, την ποιότητα των αποφοίτων κλπ, θα επέλεγε τους αιτούντες που θα επιθυμούσε και στο 1ο έτος θα μπορούσε να αξιολογήσει τη δυνατότητα καθενός να σταθεί στο ύψος των απαιτήσεων που θα έθεταν, αποκλείοντας άμεσα όσους αδυνατούν να ακολουθήσουν τους νέους ρυθμούς, προτρέποντας τους σε εναλλακτικές μορφές επαγγελματικής εκπαίδευσης. Φυσικά είναι εκ των ουκ άνευ, η θέσπιση ορίου για την ανεπιτυχή εξέταση ανά μάθημα (κανείς δεν απαγορεύει σε όσους αντιμετωπίζουν αντικειμενικές δυσκολίες τη μερική – part time φοίτηση), η κατάργηση του ενός συγγράμματος (στη διαδικτυακή εποχή μας αγγίζει τα όρια της ύβρης), η ελαστικότητα στην επιλογή μαθημάτων και κύκλου σπουδών (ώστε να μπορεί ο φοιτητής με σχετική ευκολία να αλλάξει γνωστικό αντικείμενο μέσα στα ευρύτερα πλαίσια ενός επιστημονικού πεδίου).
Όλα αυτά όμως για να αποδειχθούν αποτελεσματικά απαιτούν στιβαρή, καλά σχεδιασμένη πολιτική αποκέντρωσης της διαχείρισης της γνώσης με ουσιαστικές αρμοδιότητες αυτοδιοίκησης στα ιδρύματα, τα οποία όμως θα λειτουργούν με όλους τους κανόνες διαφάνειας και θα υποβάλλονται σε εξονυχιστικό έλεγχο για την οικονομική διαχείριση, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και του παραγόμενου καινοτόμου ερευνητικού έργου, από ανεξάρτητες, υψηλού επιπέδου αρχές, αντίστοιχες με τα Accreditation Boards των Αγγλοσαξωνικών Πανεπιστημίων. Το κυριότερο όμως που θα πρέπει να κατανοήσουν οι έχοντες την επίβλεψη του εκπαιδευτικού χώρου είναι ότι οφείλουν να συνδυάσουν την κοινωνική διάσταση της παιδείας που δημιουργεί αξιόλογους πολίτες με την επαγγελματική κατάρτιση που ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ικανότητες κάθε λαού, τους τομείς δραστηριοποίησης όπου διαθέτουμε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα αλλά και στις απαιτήσεις των καιρών και της αγοράς, χωρίς φυσικά να παραγνωρίζονται επιστήμες με διαχρονική αξία στην διανοητική και κοινωνική εξέλιξη του ατόμου.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Από πολύ μικροί μαθαίναμε ότι ο πυρήνας της κοινωνικοποίησης του ατόμου είναι η οικογένεια και στην πορεία το εκπαιδευτικό σύστημα και οι σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε αυτό έρχονται να εξελίξουν και εμπλουτίσουν το θεμελιώδες αξιακό σύστημα που αποκτά στο γονεϊκό περιβάλλον. Αυτό όμως που έχει αλλάξει άρδην αυτό το αξίωμα είναι η δυνατότητα υπερπληροφόρησης που έχουν οι νεότερες γενιές μέσω και των σύγχρονων τεχνολογιών, που συχνά οδηγεί στην ημιμάθεια, στο μιμητισμό μιας στρεβλής, ανούσιας εικόνας, στη «θεοποίηση» ενός καταναλωτικού προτύπου που υποτιμά τις πνευματικές διεργασίες και την κριτική σκέψη προς όφελος της αγοράς και του πολιτικού αμοραλισμού οι εκφραστές του οποίου επιδιώκουν την αποστασιοποίηση των πολλών από τα κοινωνικά δρώμενα. Φυσικά και οι προηγούμενες γενιές δεν είναι άμοιρες ευθυνών για το κλίμα αναξιοπιστίας, αναξιοκρατίας και ρουσφετολογίας που παραδίδουν, ούτε βέβαια για το γεγονός ότι και οι ίδιοι έπεσαν θύματα ενός προτύπου εφήμερης ευημερίας που εν πολλοίς «κουβαλούσαν» ως απωθημένο από τα στερημένα παιδικά τους χρόνια. Οι έφηβοι όμως σήμερα, αναγκάζονται από την κοινωνική πραγματικότητα να ενηλικιωθούν, όχι να ωριμάσουν, διανοητικά συντομότερα από προγενέστερες γενιές, χωρίς όμως να έχει επέλθει η αντίστοιχη συναισθηματική ωρίμανση που μπορεί να ισορροπήσει το θυμικό με τη λογική και την πράξη με την επίγνωση των μακροπρόθεσμων συνεπειών. Ακολουθούν δηλαδή, πολύ συχνά, ενήλικες συμπεριφορές τις οποίες το ψυχικό τους υπόβαθρο δεν μπορεί να διαχειριστεί κυρίως ως προς την ευελιξία των κινήσεων στην εξέλιξη μιας κατάστασης και των αφανών επιπτώσεων κάθε επιλογής τους.
Το Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα από την άλλη, ένα απαρχαιωμένο κατάλοιπο της βιομηχανικής εποχής, μοιάζει εντελώς ανήμπορο να συμβαδίσει με τις σύγχρονες τάσεις και να εξελιχθεί στην κορωνίδα της προβολής κι εμπέδωσης των πνευματικών και κοινωνικών αξιών που απαιτεί η εποχή μας. Το πρόγραμμα σπουδών σε όλες τις βαθμίδες παραμένει αγκιστρωμένο σε πρότυπα του παρελθόντος με εμμονή σε αποστήθιση όρων, ορισμών και κανόνων, περιορίζοντας το ρόλο της εκπαίδευσης ως καίριου μοχλού για την ανάδειξη της κοινωνικής, πολιτισμικής και πολιτικής (με την ευρεία έννοια της συμμετοχής) ταυτότητας του ατόμου. Η προσχολική εκπαίδευση έγινε υποχρεωτική χωρίς τις ανάλογες υποδομές υποβάλλοντας τις οικογένειες σε επιπλέον κόστος και ταλαιπωρία, με το επίπεδο υπηρεσιών να παραμένει εξαιρετικά μέτριο. Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση περιορίζεται σε ένα προκαθορισμένο πλαίσιο γνωσιακών αντικειμένων που πλην κάποιων συγκεκριμένων εξαιρέσεων, τα παιδιά επαναλαμβάνουν στη δευτεροβάθμια, προκαλώντας σε σημαντικό βαθμό την αδιαφορία των παιδιών. Η προσπάθεια να ανακαλυφθούν, αναδειχτούν και εξελιχθούν οι δεξιότητες, τα ταλέντα, τα ενδιαφέροντα των παιδιών που θα σηματοδοτήσουν την μοναδικότητα τους είναι υποτυπώδεις (δεν μιλώ καν για αποτύπωση της ευφυίας και δημιουργία ειδικών σχολείων) ενώ οι κοινωνικές και αθλητικές εκδηλώσεις που θα επέτρεπαν την ενίσχυση βασικών αξιών όπως η αλληλεγγύη, η συνεργασία, η ανοχή στη διαφορετικότητα, η δύναμη της συμμετοχής.
Κι ενώ η Γυμνασιακή – Λυκειακή μόρφωση θα έπρεπε να αποτελεί το αποκορύφωμα αυτών των πρακτικών με πιο ανοικτό κύκλο σπουδών με ευρύτατη δυνατότητα επιλογής μαθημάτων και λοιπών δραστηριοτήτων (εθελοντισμός, κοινωνικά κινήματα, κυκλοφοριακή παιδεία, εισαγωγή στην πολιτική διαδικασία), αναλώνεται σε έναν αφόρητα αγχώδη ανταγωνιστικό πλαίσιο με μοναδικό στόχο την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο. Ακόμα και μαθήματα με εξαιρετική εθνική σημασία όπως η ιστορία και η φιλοσοφία, παραδίδονται με τόσο αποστεωμένο τρόπο που ελάχιστους παρακινούν σε περαιτέρω ενασχόληση. Ταυτόχρονα ο απαξιωμένος ρόλος του επίσημου σχολικού προγράμματος, μεταφέρει τον κύριο όγκο της προετοιμασίας των μελλοντικών φοιτητών στα ιδιωτικά φροντιστήρια, έναν ακόμη πρωτότυπο Ελληνικό θεσμό, που η πολιτεία αναγκάζεται να αποδεχθεί για να αφομοιωθούν εργασιακά οι χιλιάδες αδιόριστων καθηγητών που η ίδια δημιούργησε εγκαθιδρύοντας αναρίθμητα Πανεπιστημιακά τμήματα σε όλη τη χώρα, για καθαρά μικροπολιτικούς λόγους.
Η μέθοδος εισαγωγής στα Πανεπιστήμια μοιάζει αντικειμενική και αξιοκρατική αλλά επί της ουσίας δεν είναι τίποτα από τα δυο. Τα εξεταζόμενα μαθήματα σε μεγάλο βαθμό έχουν ελάχιστα να κάνουν με το επιθυμητό αντικείμενο σπουδών, η παραπαιδεία δημιουργεί ανισότητες, η διανοητική & συναισθηματική νοημοσύνη του ατόμου, εξαιρετικά απαραίτητη για την εξειδίκευση, τη συνεργασία και τη συνδυαστική σκέψη που απαιτεί η ανώτατη παιδεία, δεν προσεγγίζονται ούτε στο ελάχιστο. Η χρήση τεστ ανάλογου του Αμερικανικού SAT που περιλαμβάνει μαθηματικές, γλωσσολογικές δυνατότητες και ανάπτυξη θέματος, θα μπορούσε με προσαρμογές και πιθανό συνυπολογισμό του βαθμού απολυτηρίου, να αποτελεί σε ένα ασφαλέστερο σύστημα αξιολόγησης βασικών γνώσεων και να περιλαμβάνεται σε έναν συνολικό φάκελο αξιολόγησης της διαχρονικής εξελικτικής πορείας κάθε μαθητή με αναφορές στις γενικότερη δραστηριοποίηση του, που αναδεικνύουν την πολύπλευρη προσωπικότητα του ατόμου.
Το κάθε Ίδρυμα λοιπόν θέτοντας τα δικά του κριτήρια με βάση την ιστορία, την ποιότητα των αποφοίτων κλπ, θα επέλεγε τους αιτούντες που θα επιθυμούσε και στο 1ο έτος θα μπορούσε να αξιολογήσει τη δυνατότητα καθενός να σταθεί στο ύψος των απαιτήσεων που θα έθεταν, αποκλείοντας άμεσα όσους αδυνατούν να ακολουθήσουν τους νέους ρυθμούς, προτρέποντας τους σε εναλλακτικές μορφές επαγγελματικής εκπαίδευσης. Φυσικά είναι εκ των ουκ άνευ, η θέσπιση ορίου για την ανεπιτυχή εξέταση ανά μάθημα (κανείς δεν απαγορεύει σε όσους αντιμετωπίζουν αντικειμενικές δυσκολίες τη μερική – part time φοίτηση), η κατάργηση του ενός συγγράμματος (στη διαδικτυακή εποχή μας αγγίζει τα όρια της ύβρης), η ελαστικότητα στην επιλογή μαθημάτων και κύκλου σπουδών (ώστε να μπορεί ο φοιτητής με σχετική ευκολία να αλλάξει γνωστικό αντικείμενο μέσα στα ευρύτερα πλαίσια ενός επιστημονικού πεδίου).
Όλα αυτά όμως για να αποδειχθούν αποτελεσματικά απαιτούν στιβαρή, καλά σχεδιασμένη πολιτική αποκέντρωσης της διαχείρισης της γνώσης με ουσιαστικές αρμοδιότητες αυτοδιοίκησης στα ιδρύματα, τα οποία όμως θα λειτουργούν με όλους τους κανόνες διαφάνειας και θα υποβάλλονται σε εξονυχιστικό έλεγχο για την οικονομική διαχείριση, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και του παραγόμενου καινοτόμου ερευνητικού έργου, από ανεξάρτητες, υψηλού επιπέδου αρχές, αντίστοιχες με τα Accreditation Boards των Αγγλοσαξωνικών Πανεπιστημίων. Το κυριότερο όμως που θα πρέπει να κατανοήσουν οι έχοντες την επίβλεψη του εκπαιδευτικού χώρου είναι ότι οφείλουν να συνδυάσουν την κοινωνική διάσταση της παιδείας που δημιουργεί αξιόλογους πολίτες με την επαγγελματική κατάρτιση που ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ικανότητες κάθε λαού, τους τομείς δραστηριοποίησης όπου διαθέτουμε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα αλλά και στις απαιτήσεις των καιρών και της αγοράς, χωρίς φυσικά να παραγνωρίζονται επιστήμες με διαχρονική αξία στην διανοητική και κοινωνική εξέλιξη του ατόμου.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Αγαπητε Κωνσταντινε, οπως παντα συμφωνουμε...