Ανακινείται το τελευταίο διάστημα, από διάφορους ετερόκλητους πολιτικούς και επιχειρηματικούς κύκλους η συζήτηση για τις κοινωνικές ανάγκες που θα μπορούσαν να απαιτήσουν την ίδρυση ενός νέου κομματικού σχηματισμού. Οι ραγδαίες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών, επέτειναν το ήδη βεβαρημένο κλίμα αναξιοπιστίας του πολιτικού σκηνικού κι έφεραν πιο έντονα στο προσκήνιο τις διεφθαρμένες, γραφειοκρατικές, απόλυτα αναποτελεσματικές πελατειακές κρατικές και κομματικές δομές έτσι όπως αυτές αναπτύχθηκαν και συντηρήθηκαν στη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Μπορεί άραγε να υπάρξει μια νέα συγκροτημένη πρόταση πέρα από το υπάρχων πολιτικό σύστημα που να καταγράφει ευκρινώς αλλά και να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών; Να πείθει για την αξιοπιστία των προθέσεων και των προτάσεων της; Να αποδεικνύει με το προφίλ των πρωτεργατών της ότι αντιπροσωπεύει μια άλλη νοοτροπία, ένα άλλο αξιακό σύστημα;
Οι σημερινές κοινωνικές ανάγκες αφορούν τα προβλήματα των οικονομικά «πληγωμένων» χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων, τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και ελεύθερους επαγγελματίες που βλέπουν την έλλειψη ρευστότητας και αναπτυξιακού οράματος να τους οδηγεί σε αδιέξοδο, αλλά κυρίως την επαγγελματική και κοινωνική απαξίωση των νεότερων γενιών, που οδηγούνται στο «δουλεμπόριο» της υπενοικίασης και της μαθητείας και στην αδυναμία να ονειρεύονται και να σχεδιάζουν το προσωπικό μέλλον τους. Αυτό που αναζητείται εσπευσμένα είναι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης συνολικά στους δημοκρατικούς θεσμούς και τις εξουσίες (κοινοβούλιο, δικαιοσύνη, ενημέρωση) κι η πίστη στην ειλικρίνεια των εξαγγελιών. Όσοι δείχνουν να επιθυμούν την αναγόρευση τους σε τιμητές της σοβαρότητας, λησμονούν τον κεντρικό τους ρόλο στη διαχείριση του διαπλεκόμενου συστήματος σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, επιχειρηματικό, δημοσιογραφικό). Λησμονούν ότι με τον ένα ή άλλο τρόπο, επένδυσαν σε αυτό το σύστημα που τώρα επικρίνουν, για να αναδειχθούν σε κυρίαρχους παίκτες σε όλους τους τομείς, με σχέσεις απόλυτης αλληλεξάρτησης του ενός τομέα από τον άλλο.
Οι μικρότερες ή μεγαλύτερες κοινωνικές επαναστάσεις, γιατί σε αναλογία αυτό είναι η σημερινή απαίτηση, δεν μπορούν να προέλθουν από τα συστατικά στοιχεία του κατεστημένου αλλά από μη συστημικούς παράγοντες της κοινωνικής ζωής που μπορούν με γνησιότητα να αρθρώσουν λόγο και λύσεις για το νέο περιβάλλον στο οποίο θα πρέπει να λειτουργήσουμε το επόμενο διάστημα. Από άτομα που δεν είχαν ιδιαίτερη επαφή με το κατεστημένο, βίωσαν τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα, εκδήλωσαν ειλικρινή αντίθεση στο λαϊκισμό και τη συμβιβαστικότητα με τις κατεστημένες νοοτροπίες. Όσο κι αν το ηλικιακό κριτήριο δεν μπορεί να αποτελεί κυρίαρχο παράγοντα (άλλωστε φωτεινά μυαλά υπάρχουν σε όλες τις ηλικίες) το γεγονός ότι οι συνέπειες των σημερινών επιλογών αφορούν κυρίως τις νέες γενιές, δεν μπορεί η δυνατή φωνή τους να μην είναι βασικό συστατικό της όποιας νέας πρότασης. Οι νέοι που διαθέτουν σε όλα τα επίπεδα επαρκείς, σύγχρονες γνώσεις, εμπειρία στον εργασιακό και κοινωνικό βίο, απόσταση από κρατικοδίαιτες λογικές μπορούν να αντιπροσωπεύσουν πολύ πιο πειστικά τις αγωνίες ενός μεγάλου μέρους των πολιτών, των οποίων η συσσωρευμένη οργή αν δεν κατευθυνθεί δημιουργικά στη συμμετοχική λογική, μπορεί να οδηγήσει σε εκτεταμένες, ανεξέλεγκτες αντιδράσεις που ουδείς μπορεί ακόμα να προκαταλάβει.
Οι περιπτώσεις της Χανελόρε Κραφτ επικεφαλής των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, αλλά και των αδερφών Μίλιμπαντ, επίδοξων αρχηγών των Βρετανών Εργατικών, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα, μιας νέας προσέγγισης στο ηγετικό πρότυπο. Η κ.Κραφτ έως τα 39 χρόνια της, δεν είχε πρότερη κομματική δραστηριότητα, πριν αποφασίσει να εγγραφεί στο SPD για να ασχοληθεί ενεργά με το άμεσο κοινωνικό ζήτημα των περιορισμένων θέσεων στους παιδικούς σταθμούς. Ακριβώς αυτή η αυτούσια κοινωνική της διαδρομή που αντιλήφθηκε την πολιτική ενασχόληση ως ανάγκη επίλυσης συγκεκριμένων προβλημάτων, την έκαναν εξαιρετικά συμπαθητική στους ψηφοφόρους επιδεικνύοντας εξαιρετική διαχειριστική ικανότητα με πρωτότυπες επιλογές όπως η υποχρέωση στα κομματικά στελέχη να περάσουν µία ηµέρα εκεί όπου εργάζονται οι ψηφοφόροι τους (νοσοκοµεία, οίκους ευγηρίας, αρτοποιεία, περισυλλογή απορριµµάτων, ερευνητικά εργαστήρια, γραφεία µελετών πληροφορικής), συμμετέχοντας φυσικά και η ίδια σε δέκα τέτοιες ηµέρες. Με παρόμοιες κινήσεις κατόρθωσε να πιάσει το σφυγμό της κοινωνίας, βγάζοντας του Σοσιαλδημοκράτες από το τέλμα στο οποίο είχαν βυθιστεί.
Τα αδέρφια Μίλιμπαντ, εκφράζουν εύστοχα τη γενιά των σαραντάρηδων που στοχεύουν στην επαναφορά του ιδεαλισμού στην πολιτική ζωή, αποδεχόμενοι την μετατροπή της παράταξης τους «από κόμμα του λαού σε κόμμα των πολιτικών». Ο μικρότερος εκ των δυο, ο Εντ, υπήρξε ο λογογράφος του Γ.Μπράουν όντας μόλις 27 ετών, κι αφού εξελέγη βουλευτής στα 35 του, δεν χρειάστηκαν παρά μόλις 2 χρόνια για υπουργοποιηθεί, και άλλα τρία για να διεκδικήσει την αρχηγία του κόμματος του. Ο μεγαλύτερος αδερφός του και επικρατέστερος στη μάχη της διαδοχής, ο Ντέιβιντ, διαθέτει μια ευρύτητα ακαδημαϊκών προσόντων (σπουδές φιλοσοφίας, πολιτικών επιστημών και οικονομικών) και ανέλαβε στα 28 του τη θέση του επικεφαλής χάραξης πολιτικής και ανέλαβε υπουργικό θώκο στα 35 του. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να αναφερθούμε στην Ελληνική πραγματικότητα και να θυμίσουμε την επετηρίδα που χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για την ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών (νεοεκλεγέντες βουλευτές σχεδόν ποτέ δεν εισέρχονται στο υπουργικό σχήμα), και την ακόμα αυστηρότερη που αφορά την ανάδειξη σε ηγετική θέση (με την κυρίαρχη την οικογενειοκρατία).
Ο Αντώνης Σαμαράς αν και ηλικιακά ανήκει στην μεταπολιτευτική γενιά, συνδυάζει μερικά μοναδικά χαρακτηριστικά που τον καθιστούν ιδανική ηγετική περίπτωση στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Έχει καταγράψει διαχρονικά μια συνέπεια σε αξίες και ιδέες (οικονομικές, κοινωνικές και εθνικές), διήνυσε μια πολύχρονη πορεία εκτός πολιτικού σκηνικού, ένα διάστημα εξαιρετικά σημαντικό για την ουσιαστικότερη αποτύπωση και ταύτιση με το λαϊκό αίσθημα και αναδείχθηκε σε ηγέτη της παράταξης μέσα από μια πρωτοφανή κινηματική διαδικασία που ανέτρεψε τους σχεδιασμούς των διαπλεκόμενων μηχανισμών, αυτών που σήμερα προσποιούνται ότι αποτελούν γνήσιους εκφραστές των κοινωνικών αναγκών.
Η αντίδραση του στην κυβερνητική προσπάθεια συνενοχής σχετικά με την προσφυγή στο μηχανισμό οικονομικής στήριξης, που κάποιοι προσπάθησαν να καταγγείλουν ως λαϊκίστικη, αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας μη συστημικής λογικής όπως αυτή που περιγράψαμε. Μιας λογικής που θεωρεί ως απόλυτη προτεραιότητα τη διατήρηση της εθνικής αξιοπρέπειας, ως προαπαιτούμενο την κοινωνική συνοχή κι ως διαρκή στόχο την ισόρροπη ανάπτυξη. Αυτή η λογική με προμετωπίδα τον Αντώνη Σαμαρά και μια εξίσου αντισυστημική ομάδα, νέων, άφθαρτων προσώπων μπορεί να αποτελέσει το όραμα της επόμενης εποχής που δεν θα αργήσει να έρθει.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Οι σημερινές κοινωνικές ανάγκες αφορούν τα προβλήματα των οικονομικά «πληγωμένων» χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων, τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και ελεύθερους επαγγελματίες που βλέπουν την έλλειψη ρευστότητας και αναπτυξιακού οράματος να τους οδηγεί σε αδιέξοδο, αλλά κυρίως την επαγγελματική και κοινωνική απαξίωση των νεότερων γενιών, που οδηγούνται στο «δουλεμπόριο» της υπενοικίασης και της μαθητείας και στην αδυναμία να ονειρεύονται και να σχεδιάζουν το προσωπικό μέλλον τους. Αυτό που αναζητείται εσπευσμένα είναι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης συνολικά στους δημοκρατικούς θεσμούς και τις εξουσίες (κοινοβούλιο, δικαιοσύνη, ενημέρωση) κι η πίστη στην ειλικρίνεια των εξαγγελιών. Όσοι δείχνουν να επιθυμούν την αναγόρευση τους σε τιμητές της σοβαρότητας, λησμονούν τον κεντρικό τους ρόλο στη διαχείριση του διαπλεκόμενου συστήματος σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, επιχειρηματικό, δημοσιογραφικό). Λησμονούν ότι με τον ένα ή άλλο τρόπο, επένδυσαν σε αυτό το σύστημα που τώρα επικρίνουν, για να αναδειχθούν σε κυρίαρχους παίκτες σε όλους τους τομείς, με σχέσεις απόλυτης αλληλεξάρτησης του ενός τομέα από τον άλλο.
Οι μικρότερες ή μεγαλύτερες κοινωνικές επαναστάσεις, γιατί σε αναλογία αυτό είναι η σημερινή απαίτηση, δεν μπορούν να προέλθουν από τα συστατικά στοιχεία του κατεστημένου αλλά από μη συστημικούς παράγοντες της κοινωνικής ζωής που μπορούν με γνησιότητα να αρθρώσουν λόγο και λύσεις για το νέο περιβάλλον στο οποίο θα πρέπει να λειτουργήσουμε το επόμενο διάστημα. Από άτομα που δεν είχαν ιδιαίτερη επαφή με το κατεστημένο, βίωσαν τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα, εκδήλωσαν ειλικρινή αντίθεση στο λαϊκισμό και τη συμβιβαστικότητα με τις κατεστημένες νοοτροπίες. Όσο κι αν το ηλικιακό κριτήριο δεν μπορεί να αποτελεί κυρίαρχο παράγοντα (άλλωστε φωτεινά μυαλά υπάρχουν σε όλες τις ηλικίες) το γεγονός ότι οι συνέπειες των σημερινών επιλογών αφορούν κυρίως τις νέες γενιές, δεν μπορεί η δυνατή φωνή τους να μην είναι βασικό συστατικό της όποιας νέας πρότασης. Οι νέοι που διαθέτουν σε όλα τα επίπεδα επαρκείς, σύγχρονες γνώσεις, εμπειρία στον εργασιακό και κοινωνικό βίο, απόσταση από κρατικοδίαιτες λογικές μπορούν να αντιπροσωπεύσουν πολύ πιο πειστικά τις αγωνίες ενός μεγάλου μέρους των πολιτών, των οποίων η συσσωρευμένη οργή αν δεν κατευθυνθεί δημιουργικά στη συμμετοχική λογική, μπορεί να οδηγήσει σε εκτεταμένες, ανεξέλεγκτες αντιδράσεις που ουδείς μπορεί ακόμα να προκαταλάβει.
Οι περιπτώσεις της Χανελόρε Κραφτ επικεφαλής των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, αλλά και των αδερφών Μίλιμπαντ, επίδοξων αρχηγών των Βρετανών Εργατικών, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα, μιας νέας προσέγγισης στο ηγετικό πρότυπο. Η κ.Κραφτ έως τα 39 χρόνια της, δεν είχε πρότερη κομματική δραστηριότητα, πριν αποφασίσει να εγγραφεί στο SPD για να ασχοληθεί ενεργά με το άμεσο κοινωνικό ζήτημα των περιορισμένων θέσεων στους παιδικούς σταθμούς. Ακριβώς αυτή η αυτούσια κοινωνική της διαδρομή που αντιλήφθηκε την πολιτική ενασχόληση ως ανάγκη επίλυσης συγκεκριμένων προβλημάτων, την έκαναν εξαιρετικά συμπαθητική στους ψηφοφόρους επιδεικνύοντας εξαιρετική διαχειριστική ικανότητα με πρωτότυπες επιλογές όπως η υποχρέωση στα κομματικά στελέχη να περάσουν µία ηµέρα εκεί όπου εργάζονται οι ψηφοφόροι τους (νοσοκοµεία, οίκους ευγηρίας, αρτοποιεία, περισυλλογή απορριµµάτων, ερευνητικά εργαστήρια, γραφεία µελετών πληροφορικής), συμμετέχοντας φυσικά και η ίδια σε δέκα τέτοιες ηµέρες. Με παρόμοιες κινήσεις κατόρθωσε να πιάσει το σφυγμό της κοινωνίας, βγάζοντας του Σοσιαλδημοκράτες από το τέλμα στο οποίο είχαν βυθιστεί.
Τα αδέρφια Μίλιμπαντ, εκφράζουν εύστοχα τη γενιά των σαραντάρηδων που στοχεύουν στην επαναφορά του ιδεαλισμού στην πολιτική ζωή, αποδεχόμενοι την μετατροπή της παράταξης τους «από κόμμα του λαού σε κόμμα των πολιτικών». Ο μικρότερος εκ των δυο, ο Εντ, υπήρξε ο λογογράφος του Γ.Μπράουν όντας μόλις 27 ετών, κι αφού εξελέγη βουλευτής στα 35 του, δεν χρειάστηκαν παρά μόλις 2 χρόνια για υπουργοποιηθεί, και άλλα τρία για να διεκδικήσει την αρχηγία του κόμματος του. Ο μεγαλύτερος αδερφός του και επικρατέστερος στη μάχη της διαδοχής, ο Ντέιβιντ, διαθέτει μια ευρύτητα ακαδημαϊκών προσόντων (σπουδές φιλοσοφίας, πολιτικών επιστημών και οικονομικών) και ανέλαβε στα 28 του τη θέση του επικεφαλής χάραξης πολιτικής και ανέλαβε υπουργικό θώκο στα 35 του. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να αναφερθούμε στην Ελληνική πραγματικότητα και να θυμίσουμε την επετηρίδα που χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για την ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών (νεοεκλεγέντες βουλευτές σχεδόν ποτέ δεν εισέρχονται στο υπουργικό σχήμα), και την ακόμα αυστηρότερη που αφορά την ανάδειξη σε ηγετική θέση (με την κυρίαρχη την οικογενειοκρατία).
Ο Αντώνης Σαμαράς αν και ηλικιακά ανήκει στην μεταπολιτευτική γενιά, συνδυάζει μερικά μοναδικά χαρακτηριστικά που τον καθιστούν ιδανική ηγετική περίπτωση στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Έχει καταγράψει διαχρονικά μια συνέπεια σε αξίες και ιδέες (οικονομικές, κοινωνικές και εθνικές), διήνυσε μια πολύχρονη πορεία εκτός πολιτικού σκηνικού, ένα διάστημα εξαιρετικά σημαντικό για την ουσιαστικότερη αποτύπωση και ταύτιση με το λαϊκό αίσθημα και αναδείχθηκε σε ηγέτη της παράταξης μέσα από μια πρωτοφανή κινηματική διαδικασία που ανέτρεψε τους σχεδιασμούς των διαπλεκόμενων μηχανισμών, αυτών που σήμερα προσποιούνται ότι αποτελούν γνήσιους εκφραστές των κοινωνικών αναγκών.
Η αντίδραση του στην κυβερνητική προσπάθεια συνενοχής σχετικά με την προσφυγή στο μηχανισμό οικονομικής στήριξης, που κάποιοι προσπάθησαν να καταγγείλουν ως λαϊκίστικη, αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας μη συστημικής λογικής όπως αυτή που περιγράψαμε. Μιας λογικής που θεωρεί ως απόλυτη προτεραιότητα τη διατήρηση της εθνικής αξιοπρέπειας, ως προαπαιτούμενο την κοινωνική συνοχή κι ως διαρκή στόχο την ισόρροπη ανάπτυξη. Αυτή η λογική με προμετωπίδα τον Αντώνη Σαμαρά και μια εξίσου αντισυστημική ομάδα, νέων, άφθαρτων προσώπων μπορεί να αποτελέσει το όραμα της επόμενης εποχής που δεν θα αργήσει να έρθει.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια