Ο Μαντέλης θεωρεί απολύτως φυσικό να αναζητεί «χορηγούς» που προφανώς εκτίμησαν τα μοναδικά πολιτικά του προσόντα, ο Τσοχατζόπουλος εν μέσω ανυπέρβλητης χλιδής διακηρύσσει με συντριβή την πολιτική δίωξη που κάποιοι επιχειρούν εναντίον, η Τζάκρη ανακαλεί την επιτυχημένη λογική Βουλγαράκη περί της συνάφειας νόμου και ηθικής στην πολιτική διαχείριση για να δικαιολογήσει το διορισμό συγγενών και ψηφοφόρων της στο δημόσιο, ενώ Ρουσόπουλος και Παυλίδης δηλώνουν αδικημένοι και διαφορετικής, από τα τετριμμένα, νοοτροπίας, ο πρώτος τιμώντας το μυστήριο της εξομολόγησης στον πνευματικό του καθοδηγητή μοναχό Ευφραίμ και ο δεύτερος θεωρώντας τον εαυτό του, σε αντιδιαστολή με τη σημερινή ΝΔ, δείγμα σύγχρονου πολιτικού λόγου.
Μέσα σε αυτόν τον αγγελικά πλασμένα κόσμο, οι πολίτες αλλά κυρίως τα ΜΜΕ και μέρος του πολιτικού συστήματος, αντιδρούν με ιδιαίτερη έκπληξη και στομφώδεις αναφορές στις «πρωτοφανείς» αποκαλύψεις. Η κυνικότητα των δηλώσεων Μαντέλη ή ο υπερβολικός πλούτος και οι νομικές διαδικασίες απόκτησης των περιουσιακών στοιχείων του Άκη, αντιμετωπίζονται με μια πρωτόγνωρη υποκρισία. Μεγάλο μέρος τόσο του δημοσιογραφικού όσο και του πολιτικού κόσμου αποτελούν συστατικά στοιχεία του μεταπολιτευτικού σκηνικού και της πελατειακής, γραφειοκρατικής νοοτροπίας του, όπως άλλωστε αποδεικνύεται από την εμπλοκή ηχηρών ονομάτων σε υποθέσεις που εξετάζονται αυτή ην περίοδο. Μοιάζει λοιπόν τουλάχιστον αφελές να προσπαθούν να μας πείσουν για το ότι ενώ δίπλα τους αναπτύχθηκε και δρούσε ένα εκτεταμένο δίκτυο διαπλεκόμενων συμφερόντων και αλληλοεξυπηρετήσεων, οι ίδιοι όχι μόνο δεν είχαν γίνει κοινωνοί αυτών των διεργασιών αλλά ότι δεν υποπτεύονταν καν τον τρόπο λειτουργίας και τη σχέση εξάρτησης με τους επιχειρηματικούς κολοσσούς.
Ανάλογη υποκρισία επιδεικνύει σε σημαντικό βαθμό και η κοινωνία που αρέσκεται στην ατέρμονη ηθικολογία και την κατακρήμνιση των ειδώλων που η ίδια δημιούργησε. Όσο φυσική κι αν είναι η απαξίωση κάποιων προσώπων που αποδεικνύονται επίορκοι, άλλο τόσο επιβεβλημένη είναι κι η αποδοχή της συλλογικής κοινωνικής ευθύνης που δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να θέσει ως προτεραιότητας της την εμπέδωση θεσμών και διαδικασιών που θα επέτρεπαν τον αυστηρότερο έλεγχο των πολιτικών πεπραγμένων, αλλά και την αντικειμενικότερη αξιολόγηση του παραγόμενου έργου. Μας θάμπωσε ο επιδεικτικός πλούτος κάποιων πολιτικών, ο οποίος δεν αποκτήθηκε εν μια νυκτί, όταν όλα αυτά τα χρόνια αδιαφορούσαμε για τον τρόπο διαβίωσης τους, τις πολιτικές επιλογές του που καταδείκνυαν εμφανώς την ιεράρχηση των αξιών τους. Όταν η έννοια της αξιοκρατίας αγγίζει τη σφαίρα της φαντασίας, ο εύκολος πλουτισμός γίνεται ταυτόσημο μιας ολόκληρης εποχής (χρηματιστηριακός «τζόγος», άσκοπη χρήση επιδοτήσεων, τακτοποίηση στο δημόσιο ή επιχειρηματική διασύνδεση με κρατικές προμήθειες) δεν δικαιούμαστε να δηλώνουμε «αθώοι του αίματος».
Η ηθικολογία, συνήθως την προεκλογική περίοδο ή και λίγους μήνες πριν από αυτή όταν διαμορφώνεται το επικοινωνιακό πλαίσιο κάθε παράταξης, είναι η συνηθέστατη πρακτική μιας κοινωνίας που με τη λογική των τυχαίων, ευκαιριακών «ανθρωποθυσιών» αποκτά το άλλοθι της συναισθηματικής αυτοκάθαρσης, ώστε να συνεχίσει απρόσκοπτα να πορεύεται στο ίδιο διεφθαρμένο, αδιέξοδο μονοπάτι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ίσως πλην του 1981 που υπήρξε μια ευρύτατη κινηματική διάθεση αλλαγής ενός σκηνικού που ερχόταν από την μεταπολεμική περίοδο και εδράζονταν στην ανάγκη εξουσιαστικής έκφρασης εκτενών κοινωνικών στρωμάτων που βρίσκονταν επί δεκαετίες στο περιθώριο, όλες οι άλλες κυβερνητικές αλλαγές (του 1989, του 2004 και του 2009), στηρίχτηκαν σε καίριο βαθμό στην ανάδειξη μικρότερων ή μεγαλύτερων σκανδάλων που ήρθαν να υπερκαλύψουν στο λαϊκό αίσθημα απαξίωσης για τα κυβερνητικά λάθη της αντιπολιτευόμενης κάθε φορά παράταξης.
Με αυτή τη λογική η εικόνα περιοριζόταν πάντα στο ειδικό, το συγκεκριμένο, που είναι εξαιρετικά εύκολο να οδηγήσει στην ενεργοποίηση ψυχολογικών αμυντικών μηχανισμών αυτοσυντήρησης σε κάθε πολίτη που δεν θέλει να αισθάνεται συνένοχος και ταυτισμένος με τέτοιες πρακτικές στον κοινωνικό του περίγυρο, ανεξάρτητα από το αν ο ίδιος στην καθημερινότητα του πράττει συχνά ότι μπορεί για να αποτελέσει μέρος αυτού του συστήματος και να ευεργετηθεί με τον ένα ή άλλο τρόπο από τη νοοτροπία που δημοσίως οικτίρει. Έτσι όμως η συζήτηση περιορίζεται τελικά σε μεμονωμένα συμβάντα παραπέμποντας συνεχώς τη συζήτηση για τις δομικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα στις καλένδες.
Η τωρινή περίοδος, που δείχνει να αποτελεί το οριστικό τέλος της μεταπολιτευτικής περιόδου αποτελεί την τελευταία χρυσή ευκαιρία για γενναίες μεταρρυθμίσεις και του τρόπου άσκησης της εξουσίας αλλά κυρίως του διοικητικού και δικαστικού ελέγχου σε όλα τα επίπεδα. Έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα στην ανάγκη αλλαγής του νόμου περί ευθύνης υπουργών, στη μείωση του αριθμού των βουλευτών και στον σχετικό περιορισμό της δυνατότητας επανεκλογής, στο ασυμβίβαστο υπουργού – βουλευτή, στην ίδρυση ανεξάρτητων υψηλού επιπέδου αρχών για τον έλεγχο των κρατικών προμηθειών και των δημοσίων έργων, την ευρύτατη μηχανοργάνωση και χρήση ψηφιακών υπηρεσιών στις σχέσεις πολίτη - κράτους, την πλήρη αυτονόμηση στη διοίκηση της δικαιοσύνης κλπ.
Αυτές οι επιλογές αποτελούν απλά το αυτονόητο υπόβαθρο στο οποίο θα πρέπει να στηριχθεί η ανοικοδόμηση του νέου πολιτικού σκηνικού, που αν δεν στηθεί πάνω σε στέρεες νέες αξίες που θα ενσταλάξουν στον πολίτη την εμπιστοσύνη στην αξιοπιστία των νέων μηχανισμών, το πιθανότερο είναι να αποδομηθεί εν τη γενέσει του. Στους φρενήρης ρυθμούς της εποχής και την παντελή έλλειψη ανοχής της κοινωνίας που συνειδητοποιεί τα αδιέξοδα στα οποία την έφερε το «πάρτυ» το οποίο έστησε το πολιτικό - επιχειρηματικό – ενημερωτικό σκηνικό και στο οποίο η ίδια φέρει τουλάχιστον ηθική ευθύνη για τη συντήρηση κι ανάπτυξη του, τα περιθώρια πειραματισμών έχουν στενέψει. Η Νέα Μεταπολίτευση θα γραφτεί από αυτούς που δεν προσκύνησαν το κατεστημένο, δεν απορροφήθηκαν από τη γενικευμένη λογική διαφθοράς, από μη συστημικές λύσεις που θα έρθουν από ικανούς, άφθαρτους, πολίτες με στέρεο αξιακό σύστημα και ειλικρινή διάθεση προσφοράς στον τόπο. Όσο κι αν προσπαθούν οι υπηρέτες του παρελθόντος να πείσουν για την μετάλλαξη τους που θα πρέπει να τους καταστήσει στα μάτια μας ως άξιους για αναμορφωτές του σκηνικού το οποίο εξέθρεψαν, η κοινωνία έχει ήδη περάσει στο επόμενο στάδιο.
Αυτή την πολιτική μάχη οφείλει να κερδίσει ο Αντώνης Σαμαράς, και μετά τις εσωτερικές διαρθρωτικές αλλαγές που θα επιφέρει το Συνέδριο, με σύμμαχο την αξιοσύνη και την ακεραιότητα να διεκδικήσει ξεκάθαρα την ανατροπή του πολιτικού σκηνικού προτάσσοντας μια ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση εξουσίας και ανάπτυξης της χώρας.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Μέσα σε αυτόν τον αγγελικά πλασμένα κόσμο, οι πολίτες αλλά κυρίως τα ΜΜΕ και μέρος του πολιτικού συστήματος, αντιδρούν με ιδιαίτερη έκπληξη και στομφώδεις αναφορές στις «πρωτοφανείς» αποκαλύψεις. Η κυνικότητα των δηλώσεων Μαντέλη ή ο υπερβολικός πλούτος και οι νομικές διαδικασίες απόκτησης των περιουσιακών στοιχείων του Άκη, αντιμετωπίζονται με μια πρωτόγνωρη υποκρισία. Μεγάλο μέρος τόσο του δημοσιογραφικού όσο και του πολιτικού κόσμου αποτελούν συστατικά στοιχεία του μεταπολιτευτικού σκηνικού και της πελατειακής, γραφειοκρατικής νοοτροπίας του, όπως άλλωστε αποδεικνύεται από την εμπλοκή ηχηρών ονομάτων σε υποθέσεις που εξετάζονται αυτή ην περίοδο. Μοιάζει λοιπόν τουλάχιστον αφελές να προσπαθούν να μας πείσουν για το ότι ενώ δίπλα τους αναπτύχθηκε και δρούσε ένα εκτεταμένο δίκτυο διαπλεκόμενων συμφερόντων και αλληλοεξυπηρετήσεων, οι ίδιοι όχι μόνο δεν είχαν γίνει κοινωνοί αυτών των διεργασιών αλλά ότι δεν υποπτεύονταν καν τον τρόπο λειτουργίας και τη σχέση εξάρτησης με τους επιχειρηματικούς κολοσσούς.
Ανάλογη υποκρισία επιδεικνύει σε σημαντικό βαθμό και η κοινωνία που αρέσκεται στην ατέρμονη ηθικολογία και την κατακρήμνιση των ειδώλων που η ίδια δημιούργησε. Όσο φυσική κι αν είναι η απαξίωση κάποιων προσώπων που αποδεικνύονται επίορκοι, άλλο τόσο επιβεβλημένη είναι κι η αποδοχή της συλλογικής κοινωνικής ευθύνης που δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να θέσει ως προτεραιότητας της την εμπέδωση θεσμών και διαδικασιών που θα επέτρεπαν τον αυστηρότερο έλεγχο των πολιτικών πεπραγμένων, αλλά και την αντικειμενικότερη αξιολόγηση του παραγόμενου έργου. Μας θάμπωσε ο επιδεικτικός πλούτος κάποιων πολιτικών, ο οποίος δεν αποκτήθηκε εν μια νυκτί, όταν όλα αυτά τα χρόνια αδιαφορούσαμε για τον τρόπο διαβίωσης τους, τις πολιτικές επιλογές του που καταδείκνυαν εμφανώς την ιεράρχηση των αξιών τους. Όταν η έννοια της αξιοκρατίας αγγίζει τη σφαίρα της φαντασίας, ο εύκολος πλουτισμός γίνεται ταυτόσημο μιας ολόκληρης εποχής (χρηματιστηριακός «τζόγος», άσκοπη χρήση επιδοτήσεων, τακτοποίηση στο δημόσιο ή επιχειρηματική διασύνδεση με κρατικές προμήθειες) δεν δικαιούμαστε να δηλώνουμε «αθώοι του αίματος».
Η ηθικολογία, συνήθως την προεκλογική περίοδο ή και λίγους μήνες πριν από αυτή όταν διαμορφώνεται το επικοινωνιακό πλαίσιο κάθε παράταξης, είναι η συνηθέστατη πρακτική μιας κοινωνίας που με τη λογική των τυχαίων, ευκαιριακών «ανθρωποθυσιών» αποκτά το άλλοθι της συναισθηματικής αυτοκάθαρσης, ώστε να συνεχίσει απρόσκοπτα να πορεύεται στο ίδιο διεφθαρμένο, αδιέξοδο μονοπάτι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ίσως πλην του 1981 που υπήρξε μια ευρύτατη κινηματική διάθεση αλλαγής ενός σκηνικού που ερχόταν από την μεταπολεμική περίοδο και εδράζονταν στην ανάγκη εξουσιαστικής έκφρασης εκτενών κοινωνικών στρωμάτων που βρίσκονταν επί δεκαετίες στο περιθώριο, όλες οι άλλες κυβερνητικές αλλαγές (του 1989, του 2004 και του 2009), στηρίχτηκαν σε καίριο βαθμό στην ανάδειξη μικρότερων ή μεγαλύτερων σκανδάλων που ήρθαν να υπερκαλύψουν στο λαϊκό αίσθημα απαξίωσης για τα κυβερνητικά λάθη της αντιπολιτευόμενης κάθε φορά παράταξης.
Με αυτή τη λογική η εικόνα περιοριζόταν πάντα στο ειδικό, το συγκεκριμένο, που είναι εξαιρετικά εύκολο να οδηγήσει στην ενεργοποίηση ψυχολογικών αμυντικών μηχανισμών αυτοσυντήρησης σε κάθε πολίτη που δεν θέλει να αισθάνεται συνένοχος και ταυτισμένος με τέτοιες πρακτικές στον κοινωνικό του περίγυρο, ανεξάρτητα από το αν ο ίδιος στην καθημερινότητα του πράττει συχνά ότι μπορεί για να αποτελέσει μέρος αυτού του συστήματος και να ευεργετηθεί με τον ένα ή άλλο τρόπο από τη νοοτροπία που δημοσίως οικτίρει. Έτσι όμως η συζήτηση περιορίζεται τελικά σε μεμονωμένα συμβάντα παραπέμποντας συνεχώς τη συζήτηση για τις δομικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα στις καλένδες.
Η τωρινή περίοδος, που δείχνει να αποτελεί το οριστικό τέλος της μεταπολιτευτικής περιόδου αποτελεί την τελευταία χρυσή ευκαιρία για γενναίες μεταρρυθμίσεις και του τρόπου άσκησης της εξουσίας αλλά κυρίως του διοικητικού και δικαστικού ελέγχου σε όλα τα επίπεδα. Έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα στην ανάγκη αλλαγής του νόμου περί ευθύνης υπουργών, στη μείωση του αριθμού των βουλευτών και στον σχετικό περιορισμό της δυνατότητας επανεκλογής, στο ασυμβίβαστο υπουργού – βουλευτή, στην ίδρυση ανεξάρτητων υψηλού επιπέδου αρχών για τον έλεγχο των κρατικών προμηθειών και των δημοσίων έργων, την ευρύτατη μηχανοργάνωση και χρήση ψηφιακών υπηρεσιών στις σχέσεις πολίτη - κράτους, την πλήρη αυτονόμηση στη διοίκηση της δικαιοσύνης κλπ.
Αυτές οι επιλογές αποτελούν απλά το αυτονόητο υπόβαθρο στο οποίο θα πρέπει να στηριχθεί η ανοικοδόμηση του νέου πολιτικού σκηνικού, που αν δεν στηθεί πάνω σε στέρεες νέες αξίες που θα ενσταλάξουν στον πολίτη την εμπιστοσύνη στην αξιοπιστία των νέων μηχανισμών, το πιθανότερο είναι να αποδομηθεί εν τη γενέσει του. Στους φρενήρης ρυθμούς της εποχής και την παντελή έλλειψη ανοχής της κοινωνίας που συνειδητοποιεί τα αδιέξοδα στα οποία την έφερε το «πάρτυ» το οποίο έστησε το πολιτικό - επιχειρηματικό – ενημερωτικό σκηνικό και στο οποίο η ίδια φέρει τουλάχιστον ηθική ευθύνη για τη συντήρηση κι ανάπτυξη του, τα περιθώρια πειραματισμών έχουν στενέψει. Η Νέα Μεταπολίτευση θα γραφτεί από αυτούς που δεν προσκύνησαν το κατεστημένο, δεν απορροφήθηκαν από τη γενικευμένη λογική διαφθοράς, από μη συστημικές λύσεις που θα έρθουν από ικανούς, άφθαρτους, πολίτες με στέρεο αξιακό σύστημα και ειλικρινή διάθεση προσφοράς στον τόπο. Όσο κι αν προσπαθούν οι υπηρέτες του παρελθόντος να πείσουν για την μετάλλαξη τους που θα πρέπει να τους καταστήσει στα μάτια μας ως άξιους για αναμορφωτές του σκηνικού το οποίο εξέθρεψαν, η κοινωνία έχει ήδη περάσει στο επόμενο στάδιο.
Αυτή την πολιτική μάχη οφείλει να κερδίσει ο Αντώνης Σαμαράς, και μετά τις εσωτερικές διαρθρωτικές αλλαγές που θα επιφέρει το Συνέδριο, με σύμμαχο την αξιοσύνη και την ακεραιότητα να διεκδικήσει ξεκάθαρα την ανατροπή του πολιτικού σκηνικού προτάσσοντας μια ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση εξουσίας και ανάπτυξης της χώρας.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια