Με εμφανή ένταση στο πρόσωπο της, φωνή σταθερή γεμάτη σιγουριά και αποφασιστικότητα και μια απότομη, δυναμική κίνηση απομάκρυνσης από το μικρόφωνο μετά το πέρας των δηλώσεων της, ένδειξη αποστροφής και εκνευρισμού για την κατάφορη κοινωνική αδικία σε βάρος των πολιτών που την έπνιγε, η κ.Ξενογιαννακοπούλου, μας ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση δεν εκβιάζεται από τους προμηθευτές των νοσοκομείων, το οικονομικό πάρτι των οποίων λαμβάνει πλέον τέλος!! Τη στιγμή που κάποιοι συνάνθρωποι μας, από έλλειψη ακόμα και απλών, φτηνών ιατρικών υλικών, κινδυνεύουν να μείνουν ανάπηροι ή να αποδημήσουν εις Κύριον, όταν χειρουργεία αναβάλλονται, απαραίτητες διαγνωστικές εργαστηριακές εξετάσεις αδυνατούν να πραγματοποιηθούν, η επικοινωνία, με τη στρεβλή προπαγανδιστική λογική, που κάποιοι, επαγγελματίες και μη του χώρου, της προσέδωσαν, θριάμβευσε και πάλι. Οι κυβερνητικές διαχειριστικές παραλείψεις, η έλλειψη προγραμματισμού και συνολικού σχεδίου για το χώρο της υγείας, καλύπτονται για μια ακόμα φορά πίσω από υπερφίαλες, με περισσή όμως επισημότητα, δηλώσεις.
Η Ελλάδα μια χώρα με γνήσια Ευρωπαϊκή παράδοση στις παροχές πρόνοιας (ο Ομπάμα αγωνίζεται ακόμα να πείσει τους Αμερικανούς για την αναγκαιότητα τους), προσπάθησε τη δεκαετία του ’80 να συστηματικοποιήσει το συνολικότερο σύστημα υγείας, μέσω του ΕΣΥ που όπως και πολλά άλλα εγχειρήματα εκείνης της περιόδου, από φιλόδοξο σχέδιο κατέληξε σε έναν αχανή, γραφειοκρατικό μηχανισμό, που παρά τους εξαιρετικούς επιστήμονες που το υπηρετούν δεν μπόρεσε ποτέ να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Η συνέχεια ήταν αναλόγου αν όχι χειρότερου επιπέδου. Ξεκινώντας από την περίοδο του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, εμφανίστηκε η μέθοδος των μη συγκρίσιμων αναλώσιμων υλικών (ορθοπεδικών, φίλτρων αιμοκάθαρσης κλπ) που έδωσε το δικαίωμα σε διόγκωση της «συναλλαγής» πολιτικού προσωπικού – προμηθευτών προς τεράστιο όφελος των δεύτερων (η φυσική απορία αν υπήρξε προσεταιρισμός προσωπικού οικονομικού κέρδους, μίζας δηλαδή, από πλευράς πολιτικού κόσμου, ας ερευνηθεί από τους αρμόδιους φορείς!!).
Η λογική αυτή συνεχίστηκε και την τελευταία δεκαετία, που παρά τις αρχικές προσπάθειες κάποιων υπουργών για απαγκίστρωση από αυτή την πρακτική, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο (τροπολογίες σε άσχετα νομοσχέδια), αυτή η προσοδοφόρα φόρμουλα προμηθειών επανερχόταν δριμύτερη, ανεβάζοντας τα χρέη των νοσοκομείων σε δυσθεώρητα ύψη. Ταυτόχρονα υπήρξε διαχρονική έλλειψη πολιτικής βούλησης για την ειλικρινή καταγραφή των χρεών και την πίστωση τους στο δημοσιονομικό έλλειμμα, η αδυναμία επιβολής σύνταξης αξιόπιστου ισολογισμού, την πλήρη, σύγχρονη μηχανογράφηση, ώστε να είναι ευκολότερη και αποδοτικότερη η καταγραφή και ο έλεγχος των στοιχείων, και κυρίως η εμμονή σε ένα ξεπερασμένο σύστημα προμηθειών που ατέρμονα συζητιέται η βελτίωση του, ενώ αυτό που χρειάζεται είναι μια εντελώς άλλη προσέγγιση, με πιο κεντρική διαχείριση ιδιαίτερα σε επίπεδα εξοπλισμών, με χρήση νέων τεχνολογιών (ειδικού λογισμικού κλπ).
Όλα αυτά βέβαια για να λειτουργήσουν άμεσα κι επιτυχημένα χρειάζονται και τα ανάλογα ικανά, γνωστικώς επαρκή στελέχη. Έως τώρα, συμπεριλαμβανομένου της σημερινής κυβέρνησης, οι επιλογές των προέδρων και διευθυνόντων συμβούλων των νοσοκομείων προέρχονται σε συντριπτική πλειοψηφία από αποτυχόντες πολιτευτές, συγγενικά και φιλικά πρόσωπα ενός μικρού κύκλου κυβερνητικών παραγόντων, και γενικώς από άτομα περιορισμένων δυνατοτήτων και μειωμένης πρόθεσης σύγκρουσης με συμφέροντα λόγω και των κομματικών τους αγκυλώσεων.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, παρά τις υπερφίαλες προεκλογικές εξαγγελίες, και για τον κρίσιμο αυτό τομέα, ήρθε να ακολουθήσει σε μεγάλο βαθμό την πεπατημένη οδό. Αφού αρχικά αποδέχτηκε, λόγω της συνέχειας του κράτους, όλες τις οφειλές προς τους προμηθευτές, χωρίς καμία προσπάθεια ουσιαστικής διαπραγμάτευσης για μείωση του υπερβολικού ζητούμενου ποσού, εν μέσω μάλιστα οικονομικής κρίσης, κατόπιν κατόρθωσε για μια διαφορά μερικών εκατομμυρίων ευρώ, ως προς το μέρος των οφειλών που θα δοθεί σε ρευστό στους προμηθευτές, να υποβάλει τους ασθενείς σε μια τεράστια ταλαιπωρία. Αποδεικνύοντας πλήρη ανικανότητα διαχείρισης κρίσης περιορίζεται ακόμα και σήμερα σε λεκτικές «επιθέσεις» κατά των πιράνχας που κατατρώγουν τ σωθικά του συστήματος υγείας, χωρίς όμως να προχωρά ακόμα σε καμία από τις δομικές διαρθρωτικές αλλαγές που αναφέραμε πιο πάνω.
Δυστυχώς η λογική του καρότου και του μαστίγιου σε τέτοια ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα δεν έχει θέση ούτε μπορεί να προσφέρει αγαστές υπηρεσίες στο σύνολο των πολιτών. Οι ιδιαίτερες καταστάσεις, όπως και στην οικονομία του τόπου, απαιτούν στιβαρή διαχείριση και ιδιαίτερη προσέγγιση, πέρα από επικοινωνιακές κινήσεις προς ευρεία κατανάλωση. Αντίστοιχη λογική ακολουθήθηκε και στο ζήτημα των φαρμάκων, όπου η προκρούστια κυβερνητική διάθεση έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή, ανθρώπων με χρόνια νοσήματα (διαβήτη, νεφρική ανεπάρκεια, αναιμία κλπ). Η αναμενόμενη προσπάθεια χαλιναγώγησης των υπέρογκων εξόδων για φάρμακα περνά πρώτα απ’ όλα από τον ενδελεχή έλεγχο της υπερσυνταγογράφησης, των σχέσεων ιατρών – προμηθευτών για την προώθηση συγκεκριμένων ακριβών φαρμάκων κλπ, κι όχι από την απόσυρση απολύτως χρήσιμων φαρμάκων σε εξαιρετικά ευαίσθητες ομάδες ασθενών. Το καρότο και το μαστίγιο, λοιπόν μάλλον δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα κι ελάχιστα απτά αποτελέσματα έχει να προσφέρει.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Η Ελλάδα μια χώρα με γνήσια Ευρωπαϊκή παράδοση στις παροχές πρόνοιας (ο Ομπάμα αγωνίζεται ακόμα να πείσει τους Αμερικανούς για την αναγκαιότητα τους), προσπάθησε τη δεκαετία του ’80 να συστηματικοποιήσει το συνολικότερο σύστημα υγείας, μέσω του ΕΣΥ που όπως και πολλά άλλα εγχειρήματα εκείνης της περιόδου, από φιλόδοξο σχέδιο κατέληξε σε έναν αχανή, γραφειοκρατικό μηχανισμό, που παρά τους εξαιρετικούς επιστήμονες που το υπηρετούν δεν μπόρεσε ποτέ να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Η συνέχεια ήταν αναλόγου αν όχι χειρότερου επιπέδου. Ξεκινώντας από την περίοδο του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, εμφανίστηκε η μέθοδος των μη συγκρίσιμων αναλώσιμων υλικών (ορθοπεδικών, φίλτρων αιμοκάθαρσης κλπ) που έδωσε το δικαίωμα σε διόγκωση της «συναλλαγής» πολιτικού προσωπικού – προμηθευτών προς τεράστιο όφελος των δεύτερων (η φυσική απορία αν υπήρξε προσεταιρισμός προσωπικού οικονομικού κέρδους, μίζας δηλαδή, από πλευράς πολιτικού κόσμου, ας ερευνηθεί από τους αρμόδιους φορείς!!).
Η λογική αυτή συνεχίστηκε και την τελευταία δεκαετία, που παρά τις αρχικές προσπάθειες κάποιων υπουργών για απαγκίστρωση από αυτή την πρακτική, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο (τροπολογίες σε άσχετα νομοσχέδια), αυτή η προσοδοφόρα φόρμουλα προμηθειών επανερχόταν δριμύτερη, ανεβάζοντας τα χρέη των νοσοκομείων σε δυσθεώρητα ύψη. Ταυτόχρονα υπήρξε διαχρονική έλλειψη πολιτικής βούλησης για την ειλικρινή καταγραφή των χρεών και την πίστωση τους στο δημοσιονομικό έλλειμμα, η αδυναμία επιβολής σύνταξης αξιόπιστου ισολογισμού, την πλήρη, σύγχρονη μηχανογράφηση, ώστε να είναι ευκολότερη και αποδοτικότερη η καταγραφή και ο έλεγχος των στοιχείων, και κυρίως η εμμονή σε ένα ξεπερασμένο σύστημα προμηθειών που ατέρμονα συζητιέται η βελτίωση του, ενώ αυτό που χρειάζεται είναι μια εντελώς άλλη προσέγγιση, με πιο κεντρική διαχείριση ιδιαίτερα σε επίπεδα εξοπλισμών, με χρήση νέων τεχνολογιών (ειδικού λογισμικού κλπ).
Όλα αυτά βέβαια για να λειτουργήσουν άμεσα κι επιτυχημένα χρειάζονται και τα ανάλογα ικανά, γνωστικώς επαρκή στελέχη. Έως τώρα, συμπεριλαμβανομένου της σημερινής κυβέρνησης, οι επιλογές των προέδρων και διευθυνόντων συμβούλων των νοσοκομείων προέρχονται σε συντριπτική πλειοψηφία από αποτυχόντες πολιτευτές, συγγενικά και φιλικά πρόσωπα ενός μικρού κύκλου κυβερνητικών παραγόντων, και γενικώς από άτομα περιορισμένων δυνατοτήτων και μειωμένης πρόθεσης σύγκρουσης με συμφέροντα λόγω και των κομματικών τους αγκυλώσεων.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, παρά τις υπερφίαλες προεκλογικές εξαγγελίες, και για τον κρίσιμο αυτό τομέα, ήρθε να ακολουθήσει σε μεγάλο βαθμό την πεπατημένη οδό. Αφού αρχικά αποδέχτηκε, λόγω της συνέχειας του κράτους, όλες τις οφειλές προς τους προμηθευτές, χωρίς καμία προσπάθεια ουσιαστικής διαπραγμάτευσης για μείωση του υπερβολικού ζητούμενου ποσού, εν μέσω μάλιστα οικονομικής κρίσης, κατόπιν κατόρθωσε για μια διαφορά μερικών εκατομμυρίων ευρώ, ως προς το μέρος των οφειλών που θα δοθεί σε ρευστό στους προμηθευτές, να υποβάλει τους ασθενείς σε μια τεράστια ταλαιπωρία. Αποδεικνύοντας πλήρη ανικανότητα διαχείρισης κρίσης περιορίζεται ακόμα και σήμερα σε λεκτικές «επιθέσεις» κατά των πιράνχας που κατατρώγουν τ σωθικά του συστήματος υγείας, χωρίς όμως να προχωρά ακόμα σε καμία από τις δομικές διαρθρωτικές αλλαγές που αναφέραμε πιο πάνω.
Δυστυχώς η λογική του καρότου και του μαστίγιου σε τέτοια ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα δεν έχει θέση ούτε μπορεί να προσφέρει αγαστές υπηρεσίες στο σύνολο των πολιτών. Οι ιδιαίτερες καταστάσεις, όπως και στην οικονομία του τόπου, απαιτούν στιβαρή διαχείριση και ιδιαίτερη προσέγγιση, πέρα από επικοινωνιακές κινήσεις προς ευρεία κατανάλωση. Αντίστοιχη λογική ακολουθήθηκε και στο ζήτημα των φαρμάκων, όπου η προκρούστια κυβερνητική διάθεση έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή, ανθρώπων με χρόνια νοσήματα (διαβήτη, νεφρική ανεπάρκεια, αναιμία κλπ). Η αναμενόμενη προσπάθεια χαλιναγώγησης των υπέρογκων εξόδων για φάρμακα περνά πρώτα απ’ όλα από τον ενδελεχή έλεγχο της υπερσυνταγογράφησης, των σχέσεων ιατρών – προμηθευτών για την προώθηση συγκεκριμένων ακριβών φαρμάκων κλπ, κι όχι από την απόσυρση απολύτως χρήσιμων φαρμάκων σε εξαιρετικά ευαίσθητες ομάδες ασθενών. Το καρότο και το μαστίγιο, λοιπόν μάλλον δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα κι ελάχιστα απτά αποτελέσματα έχει να προσφέρει.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια