Η πιο συνηθισμένη τηλεοπτική εικόνα των τελευταίων ημερών είναι το πλάνο με τον υπ.Εργασίας κ.Λοβέρδο με σπαρακτική φωνή, θλιμμένο ύφος, σχεδόν περίλυπο και πλήρως απογοητευμένο στα όρια της απελπισίας, να προσπαθεί να πείσει δημοσιογράφους και κοινό ότι δίνει μια άνιση μάχη για την προάσπιση των ασφαλιστικών και εργασιακών μας δικαιωμάτων αφού οι απαιτήσεις του μνημονίου δεν του αφήνουν μεγάλα περιθώρια κινήσεων. Φυσικά η μόνιμη επωδός σε αυτό το ατέρμονο μοιρολόι είναι η κακή διαχείριση της προηγούμενης κυβέρνησης που μας οδήγησε στις σημερινές δύσκολες αποφάσεις.
Στην κυβέρνηση αρχίζουν σιγά, σιγά να συνειδητοποιούν τα αδιέξοδα, επικοινωνιακά και πολιτικά στα οποία διαρκώς οδηγούνται αλλά δυστυχώς για τους ίδιους η διαχείριση αυτών των αδιεξόδων είναι από άκομψη έως ενίοτε τραγελαφική. Από τη στείρα, παλαιοκομματική αντιπολίτευση της πλήρους άρνησης κάθε μεταρρυθμιστικής πρότασης της κυβέρνησης της ΝΔ (εκπαιδευτικό, ασφαλιστικό, αποκρατικοποιήσεις) και τις προεκλογικές μαξιμαλιστικές, άκρως λαϊκίστικες σε σχέση με την κατάσταση της οικονομίας, υποσχέσεις, πέρασε στην πλήρη απαξίωση της χώρας στα πλαίσια της προσπάθειας να αναπαράγει τα πεπαλαιωμένα επιχειρήματα της παραλαβής «καμμένης» γης, για να καταλήξει σήμερα μετά από μια ατελείωτη σειρά παλινωδιών, λάθος εκτιμήσεων και καθυστερήσεων να οδηγήσει τη χώρα στο να τείνει χείρα οικονομικής βοήθειας στο ΔΝΤ.
Το επιστέγασμα λοιπόν όλων αυτών των επιλογών είναι η σημερινή πλήρης παράδοση σε μα ακραία συνταγή, που είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί να προσφέρει ουσιαστική μακροπρόθεσμη λύση στην Ελληνική οικονομία και κοινωνία, η οποία όμως για λόγους λαϊκής συναισθηματικής εκμετάλλευσης διανθίζεται με ένθεν κι εκείθεν κορώνες ΠΑΣΟΚικής αγανάκτησης, αλλά κυρίως εμπεδώνεται με το βομβαρδισμό από συνεντεύξεις του υπ.Εργασίας μέσα στο προαναφερθέν καταθλιπτικό κλίμα.
Οι συντάκτες του μνημονίου μην έχοντας γνώση της Ελληνικής πραγματικότητας στήριξαν το πλάνο τους πάνω σε δυο παραδοχές που είναι δύσκολο να έχουν άμεση εφαρμογή στη νοοτροπία και τη λογική της μεταπολιτευτικής μας δημοκρατίας. Από τη μια θεωρούν ότι ο αποπληθωρισμός (πτώση τιμών & πληθωρισμού) μπορεί να προκύψει με ευκολία, να προκύψει αν περικοπούν μισθοί και συντάξεις άρα ουσιαστικά και η κατανάλωση, κι από την άλλη επιμένουν ότι η άναρχη κι απότομη ελαστικοποίηση των όρων εργασίας θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα μας μέσω της μείωσης του εργασιακού κόστους, λησμονώντας βέβαια ότι η χώρα έχει από τις υψηλότερες στην Ευρώπη ασφαλιστικές εισφορές. Κυρίως γι’ αυτό το λόγο είναι το κόστος ανά μονάδα παραγωγής αυξημένου κι όχι ασφαλώς από τα καθηλωμένα πέριξ του 70-80% του μέσου Ευρωπαϊκού μισθού, εισοδήματα των εργαζομένων.
Όσον αφορά τον αποπληθωρισμό, λησμονούν ή δεν είναι καλά ενημερωμένοι για τους ανορθολογισμούς και τις αγκυλώσεις της παραγωγικής μας διαδικασίας. Η κάθετη παραγωγική γραμμή ταλανίζεται από πρακτικές καρτέλ, παρεμβάσεις μεσαζόντων, εδνοομιλικές τριγωνικές πρακτικές κλπ που δίνουν σε κάποιους μεγάλα περιθώρια κερδοσκοπίας, περιορίζοντας από την άλλη τις δυνατότητες συμπίεσης των τιμών. Όσο δεν προωθούνται οι ανάλογες νομοθετικές ρυθμίσεις αλλά πρωτίστως ο ενδελεχής έλεγχος της αγοράς για τον περιορισμό αυτών των φαινομένων, ο στασιμοπληθωρισμός που βιώνουμε θα επιμείνει επί μακρόν, αφυδατώνοντας την αγορά από ρευστό κι εκτοξεύοντας την ύφεση σε πρωτόγνωρα ύψη.
Από την άλλη οι αλλαγές που προωθούνται στις εργασιακές σχέσεις ελάχιστα θα συνεισφέρουν στην άμεση ανάκαμψη της οικονομίας, αφού η Ελληνική πρακτική δεν κινείται με τους κανόνες του βέλτιστου αποτελέσματος αλλά με αυτούς του μικρότερου δυνατού κόστους. Οπότε εφόσον δοθεί η ευκαιρία σε κάποιες εταιρίες να μειώσουν δραστικά το εργασιακό κόστος θα το πράξουν απολύοντας με χαρακτηριστική ευκολία μεγαλύτερης ηλικίας υπαλλήλους (ειδικά τώρα που η αποζημίωση μειώνεται στο μισό) για να πάρουν στη θέση τους νεώτερους έστω και όχι τόσο καλά ειδικευμένους.
Οι αιτιάσεις Λοβέρδου ότι υπάρχει 50% εισφορά από τον εργοδότη για την αυτασφάλιση του απολυόμενου κάποιας ηλικίας δεν δίνει λύσει αφού το υπόλοιπο ποσό καλείται να καλύψει ο ήδη απολυμένος (λέγεται ότι θα το κάνει ο ΟΑΕΔ το ζήτημα είναι με πια κεφάλαια)!! Ο περιορισμός των απολύσεων εργαζομένων άνω των 55 ετών, επίσης δεν λεει πολλά, αφού το μεγάλο κόστος για τις εταιρίες είναι τα δυναμικά στελέχη που συνήθως κινούνται μεταξύ 45-55 ετών. Άλλωστε ήδη πολλές πολυεθνικές εταιρίες χρησιμοποιούν σε διάφορους τομείς υπενοικιαζόμενους υπαλλήλους που προσφέρουν υπηρεσίες πλήρους απασχόλησης ενώ προσλαμβάνονται με άλλους όρους σύμβασης. Είναι σίγουρο ότι αντίστοιχη θα είναι κι η τύχη των νεαρών «μαθητευόμενων» των οποίων ο πενιχρός μισθός υποτίθεται ότι θα μπορεί να συμπληρώνεται με ένα επιπρόσθετο 15% από επιδότησης του ΟΑΕΔ, εάν όμως και όταν θα έχει τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο!!
Όπως έχουμε αναφέρει επανειλημμένα και λόγω του ασφαλιστικού νομοσχεδίου, ο χώρος της εργασίας στη χώρα μας, έχει να διαχειριστεί εξαιρετικά σημαντικά, μακροπρόθεσμης ισχύς ζητήματα όπως το δημογραφικό (ο περιορισμός του εργατικού δυναμικού δεν συνεισφέρει στην ανάπτυξη!!), τη ρύθμιση των χρεών προς τα ταμεία (οριστική, συγκεκριμένη και με άμεσες κυρώσεις), την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής που έχει πάρει διαστάσεις λαίλαπας, ακριβώς επειδή για μικροπολιτικούς λόγους γίνονται συνεχείς ρυθμίσεις που διαιωνίζουν το πρόβλημα, τον απεγκλωβισμό από το φαύλο κύκλο της υπέρογκης συνταγογράφησης που έχει καταστρέψει τα ταμεία, και την ουσιαστική διασύνδεση της ακαδημαϊκής κοινότητας με την εργασία, ώστε μέσω της ενίσχυσης της έρευνας να αναπτυχθεί η δυνατότητα άμεσης εφαρμογής καινοτόμων ιδεών στην αγορά.
Όπως δήλωσε κι ο Αντώνης Σαμαράς, η ΝΔ ως μια σύγχρονη φιλελεύθερη παράταξη δεν μπορεί παρά να στηρίζει την μεγαλύτερη ελαστικότητα στις εργασιακές σχέσεις, στο βαθμό όμως που εξυπηρετούν την ανάπτυξη της χώρας και την βελτίωση της του βαθμού απασχόλησης των πολιτών. Αυτό όμως για να συμβεί, οφείλει να έχει δημιουργηθεί, από πριν, ένα συγκροτημένο πλαίσιο στήριξης, ένα δίχτυ προστασίας, για όσους για ουσιαστικού λόγους επιβίωσης μιας επιχείρησης θα πρέπει να απολυθούν και φυσικά χρειάζεται ουσιαστικός, εντατικός έλεγχος για ορθή τήρηση των συμφωνηθέντων κι όχι την συνεχή στρέβλωση και αξιοποίηση των «ευκαιριών» κατά το δοκούν από κάθε επιχειρηματία.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Στην κυβέρνηση αρχίζουν σιγά, σιγά να συνειδητοποιούν τα αδιέξοδα, επικοινωνιακά και πολιτικά στα οποία διαρκώς οδηγούνται αλλά δυστυχώς για τους ίδιους η διαχείριση αυτών των αδιεξόδων είναι από άκομψη έως ενίοτε τραγελαφική. Από τη στείρα, παλαιοκομματική αντιπολίτευση της πλήρους άρνησης κάθε μεταρρυθμιστικής πρότασης της κυβέρνησης της ΝΔ (εκπαιδευτικό, ασφαλιστικό, αποκρατικοποιήσεις) και τις προεκλογικές μαξιμαλιστικές, άκρως λαϊκίστικες σε σχέση με την κατάσταση της οικονομίας, υποσχέσεις, πέρασε στην πλήρη απαξίωση της χώρας στα πλαίσια της προσπάθειας να αναπαράγει τα πεπαλαιωμένα επιχειρήματα της παραλαβής «καμμένης» γης, για να καταλήξει σήμερα μετά από μια ατελείωτη σειρά παλινωδιών, λάθος εκτιμήσεων και καθυστερήσεων να οδηγήσει τη χώρα στο να τείνει χείρα οικονομικής βοήθειας στο ΔΝΤ.
Το επιστέγασμα λοιπόν όλων αυτών των επιλογών είναι η σημερινή πλήρης παράδοση σε μα ακραία συνταγή, που είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί να προσφέρει ουσιαστική μακροπρόθεσμη λύση στην Ελληνική οικονομία και κοινωνία, η οποία όμως για λόγους λαϊκής συναισθηματικής εκμετάλλευσης διανθίζεται με ένθεν κι εκείθεν κορώνες ΠΑΣΟΚικής αγανάκτησης, αλλά κυρίως εμπεδώνεται με το βομβαρδισμό από συνεντεύξεις του υπ.Εργασίας μέσα στο προαναφερθέν καταθλιπτικό κλίμα.
Οι συντάκτες του μνημονίου μην έχοντας γνώση της Ελληνικής πραγματικότητας στήριξαν το πλάνο τους πάνω σε δυο παραδοχές που είναι δύσκολο να έχουν άμεση εφαρμογή στη νοοτροπία και τη λογική της μεταπολιτευτικής μας δημοκρατίας. Από τη μια θεωρούν ότι ο αποπληθωρισμός (πτώση τιμών & πληθωρισμού) μπορεί να προκύψει με ευκολία, να προκύψει αν περικοπούν μισθοί και συντάξεις άρα ουσιαστικά και η κατανάλωση, κι από την άλλη επιμένουν ότι η άναρχη κι απότομη ελαστικοποίηση των όρων εργασίας θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα μας μέσω της μείωσης του εργασιακού κόστους, λησμονώντας βέβαια ότι η χώρα έχει από τις υψηλότερες στην Ευρώπη ασφαλιστικές εισφορές. Κυρίως γι’ αυτό το λόγο είναι το κόστος ανά μονάδα παραγωγής αυξημένου κι όχι ασφαλώς από τα καθηλωμένα πέριξ του 70-80% του μέσου Ευρωπαϊκού μισθού, εισοδήματα των εργαζομένων.
Όσον αφορά τον αποπληθωρισμό, λησμονούν ή δεν είναι καλά ενημερωμένοι για τους ανορθολογισμούς και τις αγκυλώσεις της παραγωγικής μας διαδικασίας. Η κάθετη παραγωγική γραμμή ταλανίζεται από πρακτικές καρτέλ, παρεμβάσεις μεσαζόντων, εδνοομιλικές τριγωνικές πρακτικές κλπ που δίνουν σε κάποιους μεγάλα περιθώρια κερδοσκοπίας, περιορίζοντας από την άλλη τις δυνατότητες συμπίεσης των τιμών. Όσο δεν προωθούνται οι ανάλογες νομοθετικές ρυθμίσεις αλλά πρωτίστως ο ενδελεχής έλεγχος της αγοράς για τον περιορισμό αυτών των φαινομένων, ο στασιμοπληθωρισμός που βιώνουμε θα επιμείνει επί μακρόν, αφυδατώνοντας την αγορά από ρευστό κι εκτοξεύοντας την ύφεση σε πρωτόγνωρα ύψη.
Από την άλλη οι αλλαγές που προωθούνται στις εργασιακές σχέσεις ελάχιστα θα συνεισφέρουν στην άμεση ανάκαμψη της οικονομίας, αφού η Ελληνική πρακτική δεν κινείται με τους κανόνες του βέλτιστου αποτελέσματος αλλά με αυτούς του μικρότερου δυνατού κόστους. Οπότε εφόσον δοθεί η ευκαιρία σε κάποιες εταιρίες να μειώσουν δραστικά το εργασιακό κόστος θα το πράξουν απολύοντας με χαρακτηριστική ευκολία μεγαλύτερης ηλικίας υπαλλήλους (ειδικά τώρα που η αποζημίωση μειώνεται στο μισό) για να πάρουν στη θέση τους νεώτερους έστω και όχι τόσο καλά ειδικευμένους.
Οι αιτιάσεις Λοβέρδου ότι υπάρχει 50% εισφορά από τον εργοδότη για την αυτασφάλιση του απολυόμενου κάποιας ηλικίας δεν δίνει λύσει αφού το υπόλοιπο ποσό καλείται να καλύψει ο ήδη απολυμένος (λέγεται ότι θα το κάνει ο ΟΑΕΔ το ζήτημα είναι με πια κεφάλαια)!! Ο περιορισμός των απολύσεων εργαζομένων άνω των 55 ετών, επίσης δεν λεει πολλά, αφού το μεγάλο κόστος για τις εταιρίες είναι τα δυναμικά στελέχη που συνήθως κινούνται μεταξύ 45-55 ετών. Άλλωστε ήδη πολλές πολυεθνικές εταιρίες χρησιμοποιούν σε διάφορους τομείς υπενοικιαζόμενους υπαλλήλους που προσφέρουν υπηρεσίες πλήρους απασχόλησης ενώ προσλαμβάνονται με άλλους όρους σύμβασης. Είναι σίγουρο ότι αντίστοιχη θα είναι κι η τύχη των νεαρών «μαθητευόμενων» των οποίων ο πενιχρός μισθός υποτίθεται ότι θα μπορεί να συμπληρώνεται με ένα επιπρόσθετο 15% από επιδότησης του ΟΑΕΔ, εάν όμως και όταν θα έχει τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο!!
Όπως έχουμε αναφέρει επανειλημμένα και λόγω του ασφαλιστικού νομοσχεδίου, ο χώρος της εργασίας στη χώρα μας, έχει να διαχειριστεί εξαιρετικά σημαντικά, μακροπρόθεσμης ισχύς ζητήματα όπως το δημογραφικό (ο περιορισμός του εργατικού δυναμικού δεν συνεισφέρει στην ανάπτυξη!!), τη ρύθμιση των χρεών προς τα ταμεία (οριστική, συγκεκριμένη και με άμεσες κυρώσεις), την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής που έχει πάρει διαστάσεις λαίλαπας, ακριβώς επειδή για μικροπολιτικούς λόγους γίνονται συνεχείς ρυθμίσεις που διαιωνίζουν το πρόβλημα, τον απεγκλωβισμό από το φαύλο κύκλο της υπέρογκης συνταγογράφησης που έχει καταστρέψει τα ταμεία, και την ουσιαστική διασύνδεση της ακαδημαϊκής κοινότητας με την εργασία, ώστε μέσω της ενίσχυσης της έρευνας να αναπτυχθεί η δυνατότητα άμεσης εφαρμογής καινοτόμων ιδεών στην αγορά.
Όπως δήλωσε κι ο Αντώνης Σαμαράς, η ΝΔ ως μια σύγχρονη φιλελεύθερη παράταξη δεν μπορεί παρά να στηρίζει την μεγαλύτερη ελαστικότητα στις εργασιακές σχέσεις, στο βαθμό όμως που εξυπηρετούν την ανάπτυξη της χώρας και την βελτίωση της του βαθμού απασχόλησης των πολιτών. Αυτό όμως για να συμβεί, οφείλει να έχει δημιουργηθεί, από πριν, ένα συγκροτημένο πλαίσιο στήριξης, ένα δίχτυ προστασίας, για όσους για ουσιαστικού λόγους επιβίωσης μιας επιχείρησης θα πρέπει να απολυθούν και φυσικά χρειάζεται ουσιαστικός, εντατικός έλεγχος για ορθή τήρηση των συμφωνηθέντων κι όχι την συνεχή στρέβλωση και αξιοποίηση των «ευκαιριών» κατά το δοκούν από κάθε επιχειρηματία.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια