Ανακοινώθηκε, μέσα σε κλίμα περισσής αισιοδοξίας, η αύξηση των χρηματοδοτήσεων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύεων, που θα μπορεί να αξιοποιήσει η Ελλάδα, από τα 1,6 στα 3 δις, δίνοντας την αίσθηση μιας εν δυνάμει αναπτυξιακής «ανάσας» στην χειμάζουσα οικονομία μας. Την ίδια στιγμή βέβαια έσπειρε την απογοήτευση στην αγορά η πιθανή ματαίωση δυο σημαντικότατων επενδύσεων στο χώρο των κατασκευών (σε Αταλάντη και Σητεία) συνολικού ύψους επίσης 3 δις. Σε ποιο από τα δυο γεγονότα θα πρέπει άραγε να εστιαστεί περισσότερο η προσοχή μας; Στη δυνητική πιθανότητα μελλοντικών επενδυτικών κινήσεων ή στη αμεσότητα της ανάκλησης δυο επχιειρηματικών πλάνων που θα σήμαιναν καίρια ανάπτυξη για τις συγκεκριμένες περιοχές και δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας που σε μεγάλο βαθμό θα καλύπτονταν από το ανθρώπινο δυναμικό της τοπικής κοινωνίας;
Δυστυχώς το δεύτερο συμβάν αποκαλύπτει τις χρόνιες παθογένειες και αδυναμίες της κρατικής λειτουργίας και τους ανορθολογισμούς και τις αγκυλώσεις του οικονομικού, αναπτυξιακού μας μοντέλου. Μόνο μερικά από αυτά είναι η γνωστή γραφειοκρατική λογική, οι συνεχείς δικαστικές αναβολές για διεκδικήσεις λόγω περιβαλλοντικών, τοπικών ή προσωπικών & μικροκομματικών λόγων, η πολυνομία και οι αντιφάσεις των διαφόρων διατάξεων, η έλλειψη συγκεκριμένου αναπτυξιακού νόμου (που συνεχώς μεταβάλλεται με την αλλαγή όχι μόνο κυβέρνησης αλλά συχνά και απλά υπουργού) καθυστερώντας χιλιάδες επενδυτικά σχέδια, οι ατέρμονες αλλαγές στους όρους φορολόγησης των επιχειρήσεων, η έλλειψη επιπλέον κινήτρων για την προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων, οι αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές και το συνολικό εργασιακό κόστος αλλά κι ο τρόπος λειτουργίας των συνδικάτων που πέρα από θεμιτές διεκδικήσεις εύκολα καταφεύγουν σε κινητοποιήσεις χωρίς εργασιακό στόχο, παρακινούμενες από μαξιμαλιστικές απαιτήσεις και κομματικό πατριωτισμό.
Είναι ακριβώς αυτή η λογική που ταλαιπωρεί διαχρονικά χιλιάδες μικρομεσαίους επιχειρηματίες. Είναι αυτή η λογική που δεν επιτρέπει σε σοβαρούς ξένους επενδυτές να προσεγγίσουν τη χώρα μας ως εναλλακτική επιλογή (η ανάλυση του συστημικού αλλά και του μη συστημικού κινδύνου δεν επιτρέπει ιδιαίτερα θετικές αποτιμήσεις). Είναι αυτή η λογική που αφού κατόρθωσε να διώξει τις δυο μεγάλες επενδύσεις που αναφέραμε, κατευθύνοντας τες προς γειτονικές, ανταγωνιστικές σε οικιστικό, τουριστικό επίπεδο, χώρες όπως η Τουρκία, θα έρθει να καταστήσει απολύτως επισφαλή την αποδοτικότητα των 3 δις που εξασφαλίστηκαν από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα επενδύσεων.
Είναι τουλάχιστον εγκληματικό για το μέλλον του τόπου τη στιγμή που προχωράμε σε οριζόντιες μειώσεις μισθών, χωρίς να έχουμε εξαντλήσει τα περιθώρια περικοπών από τις τεράστιες σπατάλες στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (προβληματικές ΔΕΚΟ, άνευ περιεχομένου υπηρεσίες, αμυντικές δαπάνες κλπ), να θεωρούμε τον αναπτυξιακό βραχίονα της απαιτούμενης πολιτικής ως απλό συμπλήρωμα, που δεν υπάρχει ιδιαίτερη πίεση χρόνου για την εφαρμογή του. Όταν μάλιστα γνωρίζουμε ότι η πιστή τήρηση του μνημονίου ακόμα κι αν οδηγήσει σε δημοσιονομική προσαρμογή (μόνο όσον αφορά το σκέλος του ελλείμματος) κατορθώνοντας την παγκόσμια πρωτοτυπία να μειωθεί το έλλειμμα 10% σε 3-4 χρόνια όταν όλες οι αντίστοιχες προσπάθειες διαχρονικά χρειάστηκαν τα διπλάσια χρόνια, θα έχουμε οδηγηθεί σε μια πρωτοφανή κρίση χρέους το οποίο θα αγγίζει το 150% του ΑΕΠ, τη στιγμή που η συμφωνία της Λισσαβόνας θέτει το επιτρεπτό όριο στο 60%.
Γιατί άραγε στη δική μας περίπτωση που το μεγάλο πρόβλημα είναι το χρέος (άλλωστε μεγάλα ελλείμματα έχουν λίγο πολύ όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες), παραβλέπεται αυτή η μακροπρόθεσμη αρνητική εξέλιξη; Γιατί δεν δόθηκε μεγαλύτερο διάστημα πιο ισόρροπης προσαρμογής και των δυο μεγεθών; Η απάντηση είναι προφανής. Κύριο ζήτημα για τους εταίρους αποτελούσε η συμβολική τιμωρία της χώρας μας (πολύ αργότερα αντελήφθησαν το ντόμινο που μπορούσε να δημιουργηθεί για ολόκληρο το οικοδόμημα του ευρώ) και η σωτηρία των μεγάλων τραπεζικών ομίλων που θα κατέρρεαν από την απαξίωση των δεκάδων δις Ελληνικών ομολόγων που κατέχουν. Όσα από αυτά μπορούν να ξεφορτωθούν το έχουν ήδη κάνει (ιδιαίτερα οι Ελβετικοί όμιλοι) με κύριο αγοραστή την ΕΚΤ, και αναμένουν ώστε οι βασικοί πιστωτές μας να αποπληρωθούν ένα μεγάλο μέρος των χρεών ή να κατορθώνουν να «ξεφορτωθούν» μέσω της ΕΚΤ (το πιθανότερο) ή της δευτερογενούς αγοράς τα εναπομείναντα χρεόγραφα.
Το ζήτημα για την Ελληνική κοινωνία πρέπει να παραμένει η ταχύτερη έξοδος από τις επιταγές της Τρόικας με δραστικές περικοπές κρατικής σπατάλης, ριζικές, ξεκάθαρες μεταρρυθμίσεις και καταιγισμό αναπτυξιακών μέτρων (αναμένονται οι ανακοινώσεις Σαμαρά για ένα ολοκληρωμένο πλάνο), ώστε ακόμα κι αν βρεθούμε το 2014 με χαμηλό έλλειμμα αλλά ακόμα πιο υπέρογκο χρέος, οι ρυθμοί ανάπτυξης να αρχίσουν να αυξάνουν γεωμετρικά, ώστε η αποκλιμάκωση του σε επίπεδα πέριξ ή και κάτω του 100% πριν το 2020. Αλλιώς το πρόγραμμα που ακολουθείται παρά τις εξαντλητικές για την κοινωνία θυσίες, δεν αποκλείεται να οδηγήσει στο απευκταίο σενάριο μιας καθυστερημένης ελεγχόμενης χρεοκοπίας μετά την έξοδο από τη στήριξη ΔΝΤ-ΕΚΤ-Ε.Ε.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Δυστυχώς το δεύτερο συμβάν αποκαλύπτει τις χρόνιες παθογένειες και αδυναμίες της κρατικής λειτουργίας και τους ανορθολογισμούς και τις αγκυλώσεις του οικονομικού, αναπτυξιακού μας μοντέλου. Μόνο μερικά από αυτά είναι η γνωστή γραφειοκρατική λογική, οι συνεχείς δικαστικές αναβολές για διεκδικήσεις λόγω περιβαλλοντικών, τοπικών ή προσωπικών & μικροκομματικών λόγων, η πολυνομία και οι αντιφάσεις των διαφόρων διατάξεων, η έλλειψη συγκεκριμένου αναπτυξιακού νόμου (που συνεχώς μεταβάλλεται με την αλλαγή όχι μόνο κυβέρνησης αλλά συχνά και απλά υπουργού) καθυστερώντας χιλιάδες επενδυτικά σχέδια, οι ατέρμονες αλλαγές στους όρους φορολόγησης των επιχειρήσεων, η έλλειψη επιπλέον κινήτρων για την προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων, οι αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές και το συνολικό εργασιακό κόστος αλλά κι ο τρόπος λειτουργίας των συνδικάτων που πέρα από θεμιτές διεκδικήσεις εύκολα καταφεύγουν σε κινητοποιήσεις χωρίς εργασιακό στόχο, παρακινούμενες από μαξιμαλιστικές απαιτήσεις και κομματικό πατριωτισμό.
Είναι ακριβώς αυτή η λογική που ταλαιπωρεί διαχρονικά χιλιάδες μικρομεσαίους επιχειρηματίες. Είναι αυτή η λογική που δεν επιτρέπει σε σοβαρούς ξένους επενδυτές να προσεγγίσουν τη χώρα μας ως εναλλακτική επιλογή (η ανάλυση του συστημικού αλλά και του μη συστημικού κινδύνου δεν επιτρέπει ιδιαίτερα θετικές αποτιμήσεις). Είναι αυτή η λογική που αφού κατόρθωσε να διώξει τις δυο μεγάλες επενδύσεις που αναφέραμε, κατευθύνοντας τες προς γειτονικές, ανταγωνιστικές σε οικιστικό, τουριστικό επίπεδο, χώρες όπως η Τουρκία, θα έρθει να καταστήσει απολύτως επισφαλή την αποδοτικότητα των 3 δις που εξασφαλίστηκαν από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα επενδύσεων.
Είναι τουλάχιστον εγκληματικό για το μέλλον του τόπου τη στιγμή που προχωράμε σε οριζόντιες μειώσεις μισθών, χωρίς να έχουμε εξαντλήσει τα περιθώρια περικοπών από τις τεράστιες σπατάλες στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (προβληματικές ΔΕΚΟ, άνευ περιεχομένου υπηρεσίες, αμυντικές δαπάνες κλπ), να θεωρούμε τον αναπτυξιακό βραχίονα της απαιτούμενης πολιτικής ως απλό συμπλήρωμα, που δεν υπάρχει ιδιαίτερη πίεση χρόνου για την εφαρμογή του. Όταν μάλιστα γνωρίζουμε ότι η πιστή τήρηση του μνημονίου ακόμα κι αν οδηγήσει σε δημοσιονομική προσαρμογή (μόνο όσον αφορά το σκέλος του ελλείμματος) κατορθώνοντας την παγκόσμια πρωτοτυπία να μειωθεί το έλλειμμα 10% σε 3-4 χρόνια όταν όλες οι αντίστοιχες προσπάθειες διαχρονικά χρειάστηκαν τα διπλάσια χρόνια, θα έχουμε οδηγηθεί σε μια πρωτοφανή κρίση χρέους το οποίο θα αγγίζει το 150% του ΑΕΠ, τη στιγμή που η συμφωνία της Λισσαβόνας θέτει το επιτρεπτό όριο στο 60%.
Γιατί άραγε στη δική μας περίπτωση που το μεγάλο πρόβλημα είναι το χρέος (άλλωστε μεγάλα ελλείμματα έχουν λίγο πολύ όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες), παραβλέπεται αυτή η μακροπρόθεσμη αρνητική εξέλιξη; Γιατί δεν δόθηκε μεγαλύτερο διάστημα πιο ισόρροπης προσαρμογής και των δυο μεγεθών; Η απάντηση είναι προφανής. Κύριο ζήτημα για τους εταίρους αποτελούσε η συμβολική τιμωρία της χώρας μας (πολύ αργότερα αντελήφθησαν το ντόμινο που μπορούσε να δημιουργηθεί για ολόκληρο το οικοδόμημα του ευρώ) και η σωτηρία των μεγάλων τραπεζικών ομίλων που θα κατέρρεαν από την απαξίωση των δεκάδων δις Ελληνικών ομολόγων που κατέχουν. Όσα από αυτά μπορούν να ξεφορτωθούν το έχουν ήδη κάνει (ιδιαίτερα οι Ελβετικοί όμιλοι) με κύριο αγοραστή την ΕΚΤ, και αναμένουν ώστε οι βασικοί πιστωτές μας να αποπληρωθούν ένα μεγάλο μέρος των χρεών ή να κατορθώνουν να «ξεφορτωθούν» μέσω της ΕΚΤ (το πιθανότερο) ή της δευτερογενούς αγοράς τα εναπομείναντα χρεόγραφα.
Το ζήτημα για την Ελληνική κοινωνία πρέπει να παραμένει η ταχύτερη έξοδος από τις επιταγές της Τρόικας με δραστικές περικοπές κρατικής σπατάλης, ριζικές, ξεκάθαρες μεταρρυθμίσεις και καταιγισμό αναπτυξιακών μέτρων (αναμένονται οι ανακοινώσεις Σαμαρά για ένα ολοκληρωμένο πλάνο), ώστε ακόμα κι αν βρεθούμε το 2014 με χαμηλό έλλειμμα αλλά ακόμα πιο υπέρογκο χρέος, οι ρυθμοί ανάπτυξης να αρχίσουν να αυξάνουν γεωμετρικά, ώστε η αποκλιμάκωση του σε επίπεδα πέριξ ή και κάτω του 100% πριν το 2020. Αλλιώς το πρόγραμμα που ακολουθείται παρά τις εξαντλητικές για την κοινωνία θυσίες, δεν αποκλείεται να οδηγήσει στο απευκταίο σενάριο μιας καθυστερημένης ελεγχόμενης χρεοκοπίας μετά την έξοδο από τη στήριξη ΔΝΤ-ΕΚΤ-Ε.Ε.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια