Κάθε χρόνο αυτή την ημέρα, ανακαλούνται από τη μνήμη οι σκηνές της αποτρόπαιας επίθεσης των Τουρκικών στρατευμάτων στη Μεγαλόνησο και ανακυκλώνονται συνεχώς τα γνωστά, σχεδόν μονότονα ευχολόγια για δίκαιη επίλυση του ζητήματος της κατοχής του βορείου τμήματος της Κύπρου. Όσο οι «φωνές» των θυμάτων και των αγνοουμένων, παραμένουν διαυγείς και ηχηρές, ο στόχος για την εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης που θα επιτρέψει την αρμονική επανένωση του νησιού παραμένει ισχυρός. Επιτρέπουν όμως τα σημερινά πολιτικοοικονομικά δεδομένα να αισιοδοξούμε για μια άμεση θετική εξέλιξη;
Από τη μια πλευρά η Τουρκία προσπαθεί παρά τα σοβαρά εσωτερικά μέτωπα (κεμαλικό κράτος, Κουρδικό) να μετατραπεί σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη – κόμβος ανάμεσα στη Δύση και το μουσουλμανικό κόσμο, εκμεταλλευόμενη κάθε είδους, ακόμα και ετερόκλητες συμμαχίες, από τη Ρωσία μέχρι το Ιράν. Η οικονομική άνθηση των τελευταίων ετών της δίνει τη δυνατότητα να προχωρά σε στρατηγικές μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην ενέργεια (φυσικό αέριο, πυρηνική ενέργεια) αλλά και να προσβλέπει τόσο σε αύξηση των εσωτερικών επενδύσεων σε σύγχρονη τεχνολογία αλλά και τουριστική ανάπτυξη, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να διεμβολίσει οικονομικά τα Βαλκάνια κυρίως σε χώρες που την ενώνουν θρησκευτικοί και πολιτισμικοί δεσμοί. Παρά λοιπόν τις όποιες ρητορικές διαφοροποιήσεις, η πολιτική της αδιαλλαξία μάλλον εντείνεται, θεωρώντας ότι κινείται από θέση ισχύος. Πόσο δε μάλλον που επικεφαλής της Τουρκοκυπριακής πλευράς βρίσκεται πλέον ένας πιο ακραιφνής κεμαλιστής πολιτικός όπως ο Ερόγλου.
Από την άλλη η Ελληνική πλευρά βιώνει μια πρωτοφανή οικονομική και κοινωνική κρίση, με την Κύπρο να βρίσκεται κι αυτή πλέον υπό κοινοτική επιτήρηση. Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, η Ελληνοκυπριακή πλευρά είχε επενδύσει πολλά στη δυνατότητα καλής επικοινωνίας ανάμεσα σε Χριστόφια και Ταλάτ, η οποία για πολλούς ενδογενείς κι εξωγενείς λόγους δεν καρποφόρησε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η δε σημερινή Ελληνική κυβέρνηση, διαθέτει ένα επιτελείο στο Υπ.Εξωτερικών (συμπεριλαμβανομένου φυσικά του πρωθυπουργού) το οποίο είχε τεθεί αναφανδόν υπέρ της ψήφισης του σχεδίου Ανάν. Δυσκολεύεται λοιπόν ιδιαίτερα να θέσει το ζήτημα υπό νέα βάση και να προτείνει μεθόδους εξεύρεσης λύσης των αδιεξόδων.
Υπό το πρίσμα λοιπόν των σημερινών συνθηκών, άμεση πρωτοβουλία για διερεύνηση πιθανών εναλλακτικών προτάσεων δεν προβλέπεται. Η Τουρκία συνεχίζει να αδιαφορεί για την μη τήρηση από πλευράς της, κοινοτικών υποχρεώσεων απέναντι στην Κύπρο, η Ελλάδα δεν πιέζει στο ελάχιστο την Τουρκική πλευρά προς τη συμμόρφωση στις οδηγίες, με μέσο την ενταξιακή πορεία της τελευταίας προς την Ε.Ε., οπότε το μέλλον μόνο λαμπρό και αισιόδοξο δεν μπορεί να θεωρηθεί. Ας ελπίσουμε ότι οι συνθήκες θα βελτιωθούν με την πάροδο του χρόνου κι ενόψει της περαιτέρω διασύνδεσης της Τουρκίας με την Κοινότητα, ώστε σε ένα πλαίσιο Ευρωπαϊκής δικαιοσύνης να προχωρήσει μια λύση που θα σέβεται την ιστορία, τα δικαιώματα των Κυπρίων πολιτών και τη σημερινή πραγματικότητα.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Από τη μια πλευρά η Τουρκία προσπαθεί παρά τα σοβαρά εσωτερικά μέτωπα (κεμαλικό κράτος, Κουρδικό) να μετατραπεί σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη – κόμβος ανάμεσα στη Δύση και το μουσουλμανικό κόσμο, εκμεταλλευόμενη κάθε είδους, ακόμα και ετερόκλητες συμμαχίες, από τη Ρωσία μέχρι το Ιράν. Η οικονομική άνθηση των τελευταίων ετών της δίνει τη δυνατότητα να προχωρά σε στρατηγικές μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην ενέργεια (φυσικό αέριο, πυρηνική ενέργεια) αλλά και να προσβλέπει τόσο σε αύξηση των εσωτερικών επενδύσεων σε σύγχρονη τεχνολογία αλλά και τουριστική ανάπτυξη, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να διεμβολίσει οικονομικά τα Βαλκάνια κυρίως σε χώρες που την ενώνουν θρησκευτικοί και πολιτισμικοί δεσμοί. Παρά λοιπόν τις όποιες ρητορικές διαφοροποιήσεις, η πολιτική της αδιαλλαξία μάλλον εντείνεται, θεωρώντας ότι κινείται από θέση ισχύος. Πόσο δε μάλλον που επικεφαλής της Τουρκοκυπριακής πλευράς βρίσκεται πλέον ένας πιο ακραιφνής κεμαλιστής πολιτικός όπως ο Ερόγλου.
Από την άλλη η Ελληνική πλευρά βιώνει μια πρωτοφανή οικονομική και κοινωνική κρίση, με την Κύπρο να βρίσκεται κι αυτή πλέον υπό κοινοτική επιτήρηση. Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, η Ελληνοκυπριακή πλευρά είχε επενδύσει πολλά στη δυνατότητα καλής επικοινωνίας ανάμεσα σε Χριστόφια και Ταλάτ, η οποία για πολλούς ενδογενείς κι εξωγενείς λόγους δεν καρποφόρησε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η δε σημερινή Ελληνική κυβέρνηση, διαθέτει ένα επιτελείο στο Υπ.Εξωτερικών (συμπεριλαμβανομένου φυσικά του πρωθυπουργού) το οποίο είχε τεθεί αναφανδόν υπέρ της ψήφισης του σχεδίου Ανάν. Δυσκολεύεται λοιπόν ιδιαίτερα να θέσει το ζήτημα υπό νέα βάση και να προτείνει μεθόδους εξεύρεσης λύσης των αδιεξόδων.
Υπό το πρίσμα λοιπόν των σημερινών συνθηκών, άμεση πρωτοβουλία για διερεύνηση πιθανών εναλλακτικών προτάσεων δεν προβλέπεται. Η Τουρκία συνεχίζει να αδιαφορεί για την μη τήρηση από πλευράς της, κοινοτικών υποχρεώσεων απέναντι στην Κύπρο, η Ελλάδα δεν πιέζει στο ελάχιστο την Τουρκική πλευρά προς τη συμμόρφωση στις οδηγίες, με μέσο την ενταξιακή πορεία της τελευταίας προς την Ε.Ε., οπότε το μέλλον μόνο λαμπρό και αισιόδοξο δεν μπορεί να θεωρηθεί. Ας ελπίσουμε ότι οι συνθήκες θα βελτιωθούν με την πάροδο του χρόνου κι ενόψει της περαιτέρω διασύνδεσης της Τουρκίας με την Κοινότητα, ώστε σε ένα πλαίσιο Ευρωπαϊκής δικαιοσύνης να προχωρήσει μια λύση που θα σέβεται την ιστορία, τα δικαιώματα των Κυπρίων πολιτών και τη σημερινή πραγματικότητα.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια