Πολλές φορές ακούμε και διαβάζουμε αναλύσεις που προσπαθούν να χαρτογραφήσουν τα χαρακτηριστικά της νέας γενιάς. Άλλοι την προσδιορίζουν ως εσωστρεφή, φοβική, «ψηφιακή» έως σε επικίνδυνο βαθμό για την κοινωνική τους ωρίμανση. Άλλοι πάλι τους βλέπουν ως επιθετικούς, υπερβολικά μαχητικούς, με μηδενιστικές τάσεις απέναντι σε κατεστημένες αξίες. Κάποιοι άλλοι, ίσως λιγότεροι, βλέπουν στα νέα παιδιά μια διάθεση ουσιαστικής κριτικής απέναντι σε ένα σύστημα που τους στερεί ευκαιρίες εξέλιξης, και προσπάθεια εξεύρεσης εναλλακτικών, ίσως πιο άμεσων κι αποτελεσματικών μορφών επικοινωνίας και κοινωνικής ενεργοποίησης, μεγαλύτερη ανεκτικότητα στη διαφορετικότητα, ένα ειλικρινές ενδιαφέρον και μια βαθιά ευαισθησία για το περιβάλλον, τις εξελίξεις στον πλανήτη, την βελτίωση της καθημερινότητας.
Ανάλογα με τη θέση, την οπτική και την κοσμοθεωρία που πρεσβεύει ο κάθε αναλυτής προσδίδει στη νέα γενιά και τα στοιχεία που θεωρεί ότι εκφράζουν το γενικότερο σκεπτικό του για τις κοινωνικές διεργασίες. Το βασικότερο όμως είναι ότι η ομαδοποίηση και οι αφορισμοί στη θεώρηση μιας κατάστασης ή μιας κοινωνικής ομάδας ποτέ δεν έδωσαν πλήρη εικόνα της πραγματικότητας. Μάλλον οδήγησαν διαχρονικά προκαταλήψεις και αδυναμία έγκαιρης συνειδητοποίησης των «υπόγειων» ρευμάτων που τελικά οδηγούν μια κοινωνία στο μέλλον της.
Είναι λοιπόν αλήθεια ότι η σημερινοί νέοι έχουν κάθε λόγο, ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη νέα γενιά, να συσσωρεύσουν οργή, απογοήτευση, αποστροφή προς ένα κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο που άνθισε επί δεκαετίες. Ένα μοντέλο που στηρίχθηκε στη συνενοχή του λαϊκισμού και της πελατειακής λογικής που έφερε η περιβόητη γενιά του Πολυτεχνείου, ίσως και λόγω των πολύχρονων αριστερόστροφων απωθημένων για τη διαχείριση και νομή της εξουσίας. Μια ευκαιρία που τους έδωσε τη δεκαετία του ’80 η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που ατυχώς εκλήθη να διαχειριστεί τη μεγάλη ευκαιρία της εισόδου μας στην Ε.Ε. και την μετέτρεψε σε «πλιάτσικο» κομματοκρατίας και μισαλλόδοξων συμπλεγμάτων του παρελθόντος.
Αυτή όμως η οργή δεν εκφράζεται από τη συντριπτική πλειοψηφία των νέων με ακραία επιθετικότητα, τάση καταστροφής, μηδενισμού. Αυτό που αναζητούν εναγωνίως είναι η επαναφορά ενός βασικού πυρήνα αξιών που θα τους δώσει το δικαίωμα στην ελπίδα, στην προοπτική στην αυτοπραγμάτωση. Φυσικά και μέσα στη ιδιότυπη μιντιακή «δικτατορία» συνεπικουρούμενη από τον άκρατο καταναλωτισμό των τελευταίων ετών, υπάρχουν μερίδα νέων που έχει θεοποιήσει τη δύναμη της εικόνας, την ανούσια, εφήμερη προβολή, το εύκολο χρήμα. Η πλειοψηφία όμως συνειδητοποιεί ότι πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας κρύβεται μια φθορά, μια μιζέρια, η ανούσια ανακύκλωση μιας πλασματικής ευδαιμονίας που έχει κοντά πόδια και γρήγορο, πολλές φορές τραγικό τέλος.
Οι νέοι αναζητούν με ειλικρινή αγωνία την αξιοκρατία, την ισονομία, την ισομερή και δίκαια κατανεμημένη παροχή των μέσων και των εργαλείων για ανάδειξη, δημιουργία, παραγωγικότητα, καινοτομία. Αναζητούν ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δίνει γνώσεις κι όχι πληροφορίες, που αφουγκράζεται τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και του μετατρέπει σε ενεργούς πολίτες. Αναζητούν ένα κράτος που σέβεται και προστατεύει τον πολίτη, ένα σύστημα απονομής της δικαιοσύνης που δεν διαπλέκεται, ένα πολιτικό σύστημα που αναδεικνύει το προσωπικό του μέσα από τους κόλπους των άξιων της κοινωνίας ακόμη και με την ψηφιακή μορφής της, που οι ίδιοι γνωρίζουν και στην οποία δραστηριοποιούνται στο έπακρο, κι όχι μέσα από κλειστές παρέες και φατρίες με κριτήριο τη συγγένεια, την εντοπιότητα ή το εύρος της οσφυοκαμπτικής ικανότητας. Αναζητούν ένα θεσμικό πλαίσιο που δεν υποθάλπει ηθελημένα τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά, βάζει κανόνες λειτουργίας κι αξιολόγησης σε όλα τα επίπεδα, ώστε να μην επιπλέουν συνεχώς οι «φελλοί».
Όσο οι νέοι μας βλέπουν αυτά τα φαινόμενα απαξίωσης να συνεχίζονται, η προσπάθεια για αναδόμηση του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού μας συστήματος, παρά την παλλαϊκή μορφή που έχει πάρει, να περιορίζεται σε ατέρμονη συζήτηση και επαναλαμβανόμενες εξαγγελίες, η αξιοσύνη να μην αποτελεί το αποκλειστικό κριτήριο ανάδειξης, οι μεγαλύτερες γενιές να αντιμετωπίζουν φοβικά τις νεότερες και να βάζουν προσχώματα στην εξέλιξη τους, το εργασιακό και ασφαλιστικό μέλλον τους να είναι από αβέβαιο έως και ταπεινωτικό, το μόνο που φαντάζει πιθανό, ιδιαίτερα για το τεράστιο επιστημονικό «προλεταριάτο» της χώρας που αντιμετωπίζει πλέον την πλήρη αδυναμία αξιοποίησης, είναι η τάση φυγής από τη χώρα. Όσο κι αν η αγάπη για την πατρίδα παραμένει ισχυρή, όσο κι αν η μετανάστευση δεν αποτελεί ευχάριστη επιλογή για κανένα, η επαγγελματική και κοινωνική απαξίωση που φέρνει η παρατεταμένη ανεργία και η οικονομική εξαθλίωση, είναι θεμιτό να παρακινήσει κάποιους να αναζητήσουν εναλλακτικές μορφές τόνωσης της προσωπικής τους αξίας.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Ανάλογα με τη θέση, την οπτική και την κοσμοθεωρία που πρεσβεύει ο κάθε αναλυτής προσδίδει στη νέα γενιά και τα στοιχεία που θεωρεί ότι εκφράζουν το γενικότερο σκεπτικό του για τις κοινωνικές διεργασίες. Το βασικότερο όμως είναι ότι η ομαδοποίηση και οι αφορισμοί στη θεώρηση μιας κατάστασης ή μιας κοινωνικής ομάδας ποτέ δεν έδωσαν πλήρη εικόνα της πραγματικότητας. Μάλλον οδήγησαν διαχρονικά προκαταλήψεις και αδυναμία έγκαιρης συνειδητοποίησης των «υπόγειων» ρευμάτων που τελικά οδηγούν μια κοινωνία στο μέλλον της.
Είναι λοιπόν αλήθεια ότι η σημερινοί νέοι έχουν κάθε λόγο, ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη νέα γενιά, να συσσωρεύσουν οργή, απογοήτευση, αποστροφή προς ένα κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο που άνθισε επί δεκαετίες. Ένα μοντέλο που στηρίχθηκε στη συνενοχή του λαϊκισμού και της πελατειακής λογικής που έφερε η περιβόητη γενιά του Πολυτεχνείου, ίσως και λόγω των πολύχρονων αριστερόστροφων απωθημένων για τη διαχείριση και νομή της εξουσίας. Μια ευκαιρία που τους έδωσε τη δεκαετία του ’80 η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που ατυχώς εκλήθη να διαχειριστεί τη μεγάλη ευκαιρία της εισόδου μας στην Ε.Ε. και την μετέτρεψε σε «πλιάτσικο» κομματοκρατίας και μισαλλόδοξων συμπλεγμάτων του παρελθόντος.
Αυτή όμως η οργή δεν εκφράζεται από τη συντριπτική πλειοψηφία των νέων με ακραία επιθετικότητα, τάση καταστροφής, μηδενισμού. Αυτό που αναζητούν εναγωνίως είναι η επαναφορά ενός βασικού πυρήνα αξιών που θα τους δώσει το δικαίωμα στην ελπίδα, στην προοπτική στην αυτοπραγμάτωση. Φυσικά και μέσα στη ιδιότυπη μιντιακή «δικτατορία» συνεπικουρούμενη από τον άκρατο καταναλωτισμό των τελευταίων ετών, υπάρχουν μερίδα νέων που έχει θεοποιήσει τη δύναμη της εικόνας, την ανούσια, εφήμερη προβολή, το εύκολο χρήμα. Η πλειοψηφία όμως συνειδητοποιεί ότι πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας κρύβεται μια φθορά, μια μιζέρια, η ανούσια ανακύκλωση μιας πλασματικής ευδαιμονίας που έχει κοντά πόδια και γρήγορο, πολλές φορές τραγικό τέλος.
Οι νέοι αναζητούν με ειλικρινή αγωνία την αξιοκρατία, την ισονομία, την ισομερή και δίκαια κατανεμημένη παροχή των μέσων και των εργαλείων για ανάδειξη, δημιουργία, παραγωγικότητα, καινοτομία. Αναζητούν ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δίνει γνώσεις κι όχι πληροφορίες, που αφουγκράζεται τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και του μετατρέπει σε ενεργούς πολίτες. Αναζητούν ένα κράτος που σέβεται και προστατεύει τον πολίτη, ένα σύστημα απονομής της δικαιοσύνης που δεν διαπλέκεται, ένα πολιτικό σύστημα που αναδεικνύει το προσωπικό του μέσα από τους κόλπους των άξιων της κοινωνίας ακόμη και με την ψηφιακή μορφής της, που οι ίδιοι γνωρίζουν και στην οποία δραστηριοποιούνται στο έπακρο, κι όχι μέσα από κλειστές παρέες και φατρίες με κριτήριο τη συγγένεια, την εντοπιότητα ή το εύρος της οσφυοκαμπτικής ικανότητας. Αναζητούν ένα θεσμικό πλαίσιο που δεν υποθάλπει ηθελημένα τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά, βάζει κανόνες λειτουργίας κι αξιολόγησης σε όλα τα επίπεδα, ώστε να μην επιπλέουν συνεχώς οι «φελλοί».
Όσο οι νέοι μας βλέπουν αυτά τα φαινόμενα απαξίωσης να συνεχίζονται, η προσπάθεια για αναδόμηση του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού μας συστήματος, παρά την παλλαϊκή μορφή που έχει πάρει, να περιορίζεται σε ατέρμονη συζήτηση και επαναλαμβανόμενες εξαγγελίες, η αξιοσύνη να μην αποτελεί το αποκλειστικό κριτήριο ανάδειξης, οι μεγαλύτερες γενιές να αντιμετωπίζουν φοβικά τις νεότερες και να βάζουν προσχώματα στην εξέλιξη τους, το εργασιακό και ασφαλιστικό μέλλον τους να είναι από αβέβαιο έως και ταπεινωτικό, το μόνο που φαντάζει πιθανό, ιδιαίτερα για το τεράστιο επιστημονικό «προλεταριάτο» της χώρας που αντιμετωπίζει πλέον την πλήρη αδυναμία αξιοποίησης, είναι η τάση φυγής από τη χώρα. Όσο κι αν η αγάπη για την πατρίδα παραμένει ισχυρή, όσο κι αν η μετανάστευση δεν αποτελεί ευχάριστη επιλογή για κανένα, η επαγγελματική και κοινωνική απαξίωση που φέρνει η παρατεταμένη ανεργία και η οικονομική εξαθλίωση, είναι θεμιτό να παρακινήσει κάποιους να αναζητήσουν εναλλακτικές μορφές τόνωσης της προσωπικής τους αξίας.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια