Η ιστορική απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης που επικύρωνε τη νομιμότητα της μονομερούς ανεξαρτησίας του Κοσόβου, αντιμετωπίστηκε σχεδόν ως δευτερεύουσα είδηση από τα ΜΜΕ, εν μέσω μάλιστα θέρους, που όπως έλεγε κι ο Ουμπέρτο Έκο αν δεν υπάρχουν ειδήσεις θα πρέπει να τις δημιουργήσουμε. Προφανώς είτε αδυνατούν να αντιληφθούν το μέγεθος των συνεπειών αυτής καθαυτής της απόφασης αλλά και των παράπλευρων ζητημάτων που ανοίγει όσον αφορά τις διεκδικήσεις αυτονομιστικών κινημάτων ανά τον κόσμο, αλλά κυρίως στη Βαλκανική γειτονιά μας αλλά πιθανότατα και στην ενδοχώρα με τη στενή (Θράκη, Τσάμηδες, «Μακεδόνες») αλλά και την ευρεία έννοια (Τουρκοκύπριοι). Κυρίως όμως ήταν μια ένδειξη του επί της ουσίας πολιτικού τρόπου λειτουργίας και της φύσης των αποφάσεων του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Η περίπτωση του Κοσόβου λειτούργησε ως μια σύγχρονη υπόθεση εργασίας για όσους κύκλους επιθυμούν να υποκινήσουν ξανά τις αυτονομιστικές τάσεις και να οδηγήσουν σε κατακερματισμό ολόκληρες χώρες και σε αποσταθεροποίηση ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας υπήρξε ίσως το πρώτο μεγάλο εγχείρημα αυτού του είδους, όπου οι εθνικιστικές και θρησκευτικές τάσεις, οδήγησαν στην αυτονόμηση, υπαρκτών όμως εν δυνάμει εθνών με σημαντική εσωτερική συνοχή και ιστορία. Κάτι αντίστοιχο έγινε και με την πρώην Σοβιετική Ένωση όπου τα χαρακτηριστικά των νέων κρατών επέτρεπαν την σχετικά ομαλή λειτουργία στην περιοχή.
Έκτοτε όμως το ζήτημα των αποσχιστικών τάσεων πήρε μορφή καταιγίδας με κάθε είδους κοινωνική ομάδα με περισσότερο ή λιγότερο υπαρκτά χαρακτηριστικά ιδιαιτερότητας να διεκδικεί την αυτονόμηση της (πχ. οι Αλβανοί στην ΠΓΔΜ & σημεία της Σερβίας με προφανή όμως για κάποιους στόχο τον σχηματισμό της μεγάλης Αλβανίας, η Τσετσενία, η Αμπχαζία και η Νότια Οσετία για πολλούς λειτουργώντας ως μέσο πίεσης στη Ρωσική επιρροή στην περιοχή). Φυσικά και υπάρχουν υπαρκτά ζητήματα μειονοτήτων (πχ Κούρδοι) με ξεκάθαρη ιστορική, πολιτισμική, γλωσσική και εθνική ταυτότητα που δικαιούνται να διεκδικούν μια πιο ξεχωριστή διαδρομή, αλλά η είναι εξαιρετικά εύκολη η εκτροπή προς ενίσχυση υπερφίαλων ανύπαρκτων απαιτήσεων κάθε είδους δήθεν φυλετικής οντότητας.
Στη χώρα μας είναι γνωστές οι κατά καιρούς εμφανίσεις ανύπαρκτων μειονοτήτων με σαφή λόγο και ρόλο ύπαρξης, που αξιοποιούνται ενίοτε από τους άσπονδους φίλους «γείτονες» μας για τη δημιουργία εντυπώσεων και την πιο θετική για τους ίδιους οριοθέτηση των όρων διαπραγμάτευσης των υπαρκτών διμερών ζητημάτων μας. Όσο κι αν υπάρχουν ξεκάθαρες διεθνείς Συνθήκες που ξεκαθαρίζουν αυτές τις υποθέσεις, καλό θα είναι η Ελληνική εξωτερική πολιτική να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και να προετοιμαστεί επαρκώς για την πιθανότητα εμφάνισης εντονότερων πιέσεων και προσπάθειας εμπλοκής μας σε υποθέσεις που σπάνια έχουν ευχάριστη κατάληξη. Ήδη η Τουρκοκυπριακή πλευρά επενδύει στην εθνικιστική έξαρση, ελπίζοντας στην αύξηση των πιθανοτήτων για πλήρη διαχωρισμό των δυο κοινοτήτων στην Μεγαλόνησο, όσο οι συνομιλίες δεν προχωρούν και η πιθανότητα εξεύρεσης άμεσης λύσης απομακρύνεται.
Το κυριότερο όμως δίδαγμα για την Ελληνική πλευρά από αυτή την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου θα έπρεπε να είναι ο τρόπος προσέγγισης των θεμάτων και την πολιτική φιλοσοφία με την οποία εκδίδονται οι αποφάσεις. Συχνά ιδιαίτερα από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ επενδύεται, με τυφλή προσήλωση, σημαντικό κεφάλαιο στην διευθέτηση των διαχρονικών ανοικτών ζητημάτων μας με την Τουρκία (υφαλοκρηπίδα) μέσω της «Χάγης» παραβλέποντας συχνά την φυσιογνωμία, τη σύσταση και τον πραγματικό ρόλο που καλείται συχνά να παίξει. Συνήθως οι αποφάσεις του, με τεχνικά ακριβή νομική «επικάλυψη», διέπονται από ένα ισορροπιστικό πνεύμα και κινούνται στο χώρο της πολιτικής διαχείρισης με τη λογική του «έντιμου» συμβιβασμού. Είναι διατεθειμένη η κυβέρνηση να μπει σε αυτή την περιπέτεια γνωρίζοντας τις αρνητικές πιθανότητες της τελικής έκβασης; Ή μήπως αυτή ακριβώς η λογική, έχει αποτελέσει προ πολλού το κυρίαρχο δόγμα μας, χωρίς όμως να έχει ανακοινωθεί επισήμως στον ανυποψίαστο Ελληνικό λαό;
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Η περίπτωση του Κοσόβου λειτούργησε ως μια σύγχρονη υπόθεση εργασίας για όσους κύκλους επιθυμούν να υποκινήσουν ξανά τις αυτονομιστικές τάσεις και να οδηγήσουν σε κατακερματισμό ολόκληρες χώρες και σε αποσταθεροποίηση ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας υπήρξε ίσως το πρώτο μεγάλο εγχείρημα αυτού του είδους, όπου οι εθνικιστικές και θρησκευτικές τάσεις, οδήγησαν στην αυτονόμηση, υπαρκτών όμως εν δυνάμει εθνών με σημαντική εσωτερική συνοχή και ιστορία. Κάτι αντίστοιχο έγινε και με την πρώην Σοβιετική Ένωση όπου τα χαρακτηριστικά των νέων κρατών επέτρεπαν την σχετικά ομαλή λειτουργία στην περιοχή.
Έκτοτε όμως το ζήτημα των αποσχιστικών τάσεων πήρε μορφή καταιγίδας με κάθε είδους κοινωνική ομάδα με περισσότερο ή λιγότερο υπαρκτά χαρακτηριστικά ιδιαιτερότητας να διεκδικεί την αυτονόμηση της (πχ. οι Αλβανοί στην ΠΓΔΜ & σημεία της Σερβίας με προφανή όμως για κάποιους στόχο τον σχηματισμό της μεγάλης Αλβανίας, η Τσετσενία, η Αμπχαζία και η Νότια Οσετία για πολλούς λειτουργώντας ως μέσο πίεσης στη Ρωσική επιρροή στην περιοχή). Φυσικά και υπάρχουν υπαρκτά ζητήματα μειονοτήτων (πχ Κούρδοι) με ξεκάθαρη ιστορική, πολιτισμική, γλωσσική και εθνική ταυτότητα που δικαιούνται να διεκδικούν μια πιο ξεχωριστή διαδρομή, αλλά η είναι εξαιρετικά εύκολη η εκτροπή προς ενίσχυση υπερφίαλων ανύπαρκτων απαιτήσεων κάθε είδους δήθεν φυλετικής οντότητας.
Στη χώρα μας είναι γνωστές οι κατά καιρούς εμφανίσεις ανύπαρκτων μειονοτήτων με σαφή λόγο και ρόλο ύπαρξης, που αξιοποιούνται ενίοτε από τους άσπονδους φίλους «γείτονες» μας για τη δημιουργία εντυπώσεων και την πιο θετική για τους ίδιους οριοθέτηση των όρων διαπραγμάτευσης των υπαρκτών διμερών ζητημάτων μας. Όσο κι αν υπάρχουν ξεκάθαρες διεθνείς Συνθήκες που ξεκαθαρίζουν αυτές τις υποθέσεις, καλό θα είναι η Ελληνική εξωτερική πολιτική να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και να προετοιμαστεί επαρκώς για την πιθανότητα εμφάνισης εντονότερων πιέσεων και προσπάθειας εμπλοκής μας σε υποθέσεις που σπάνια έχουν ευχάριστη κατάληξη. Ήδη η Τουρκοκυπριακή πλευρά επενδύει στην εθνικιστική έξαρση, ελπίζοντας στην αύξηση των πιθανοτήτων για πλήρη διαχωρισμό των δυο κοινοτήτων στην Μεγαλόνησο, όσο οι συνομιλίες δεν προχωρούν και η πιθανότητα εξεύρεσης άμεσης λύσης απομακρύνεται.
Το κυριότερο όμως δίδαγμα για την Ελληνική πλευρά από αυτή την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου θα έπρεπε να είναι ο τρόπος προσέγγισης των θεμάτων και την πολιτική φιλοσοφία με την οποία εκδίδονται οι αποφάσεις. Συχνά ιδιαίτερα από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ επενδύεται, με τυφλή προσήλωση, σημαντικό κεφάλαιο στην διευθέτηση των διαχρονικών ανοικτών ζητημάτων μας με την Τουρκία (υφαλοκρηπίδα) μέσω της «Χάγης» παραβλέποντας συχνά την φυσιογνωμία, τη σύσταση και τον πραγματικό ρόλο που καλείται συχνά να παίξει. Συνήθως οι αποφάσεις του, με τεχνικά ακριβή νομική «επικάλυψη», διέπονται από ένα ισορροπιστικό πνεύμα και κινούνται στο χώρο της πολιτικής διαχείρισης με τη λογική του «έντιμου» συμβιβασμού. Είναι διατεθειμένη η κυβέρνηση να μπει σε αυτή την περιπέτεια γνωρίζοντας τις αρνητικές πιθανότητες της τελικής έκβασης; Ή μήπως αυτή ακριβώς η λογική, έχει αποτελέσει προ πολλού το κυρίαρχο δόγμα μας, χωρίς όμως να έχει ανακοινωθεί επισήμως στον ανυποψίαστο Ελληνικό λαό;
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια