Όταν η Υπουργός Παιδείας μας ανακοίνωνε περιχαρής πριν λίγους μήνες την κατάργηση της βάσης του 10, ως όριο εισαγωγής στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, η βασική δικαιολογία της ήταν ότι με τη χρήση της βάσης δεν βελτιώθηκε κάτι ιδιαίτερα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (ήταν άραγε αυτός ο στόχος, ή μήπως η βελτίωση των υποδομών και της ποιότητας σπουδών έχει κυρίως να κάνει με τη βαθμολογία των εισαχθέντων σε αυτές;). Μας διαβεβαίωνε ότι η κατάργηση της, θα επιτρέψει σε κάποια επί τω πλείστων περιφερειακά τμήματα ΤΕΙ να μην έχουν κενές θέσεις δημιουργώντας προβλήματα στη λειτουργία ακόμα και την επιβίωση τους ως σχολές.
Όταν λοιπόν σήμερα ανακοινώθηκαν οι βάσεις εισαγωγής σε Πανεπιστήμια και Τεχνολογικά Ιδρύματα η αίσθηση που έμεινε σε όλους μας, ακούγοντας ότι στα μισά σχεδόν τμήματα των ΤΕΙ και σε πάνω από δέκα των ΑΕΙ εισάγονται μαθητές με βαθμολογία κάτω του 10, ήταν ότι κάτι πολύ σάπιο υπάρχει στο Βασίλειο της Ελληνικής Εκπαίδευσης. Πόσο δε μάλλον που σε 2 σχολές των ΤΕΙ οι «επιτυχόντες» έδωσαν ουσιαστικά λευκές κόλλες αφού βαθμολογήθηκαν με 0,8!! Ταυτόχρονα καταρρίφθηκε και το δεύτερο επιχείρημα της κ.Διαμαντοπούλου αφού λόγω προφανούς έλλειψης ελκυστικότητας των αντικειμένων συγκεκριμένων τμημάτων κυρίως στα ΤΕΙ, έμειναν κενές πάνω από 4000 θέσεις εισαχθέντων.
Είναι απορίας άξιον λοιπόν σε τι συνέφερε τόσο για το επίπεδο της Εκπαίδευσης μας η κατάργηση της βάσης του 10, αφού όχι μόνο δεν πέτυχε κανέναν από τους δυο βασικούς σκοπούς που προέβαλε η Υπουργός Παιδείας, αλλά κατόρθωσε να μετατρέψει σε πρωτοσέλιδη είδηση την αδυναμία του συστήματος να δημιουργήσει νέα τμήματα με ενδιαφέρον για τη νέα γενιά, συντηρώντας τμήματα με ελάχιστη σχέση με τη σημερινή επαγγελματική, κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Η λαϊκίστικη, μικροπολιτική λογική της μεταπολίτευσης ήθελε την περιφέρεια να γεμίζει με τμήματα Ανωτάτων κι Ανωτέρων σχολών, χωρίς σχεδιασμό κι επιλογή με βάση υπαρκτά πολιτισμικά, ιστορικά, οικονομικά κι άλλα στοιχεία, παρά να προσθέτει, ανάλογα με την πίεση των τοπικών κοινωνιών και τις ανάγκες πολιτικής επιρροής των βουλευτών, σχολές σε πόλεις που συχνά δεν είχαν καν τις υποδομές (υλικοτεχνικές, φοιτητική εστία κλπ) για να ανταποκριθούν σε μια τέτοια μεγάλη ευθύνη.
Γιατί άραγε δεν υπήρξε ποτέ ένας μακρόπνοος σχεδιασμός για τη διάρθρωση των σχολών ανά την επικράτεια έτσι ώστε και τα τμήματα να είναι λιγότερα και επικαιροποιημένα στα αντικείμενα που καλύπτουν αλλά και τα μεγάλα αστικά κέντρα να αποφορτιστούν από το μεγάλο αριθμό φοιτητών που φιλοξενούν. Θα μπορούσε κάλλιστα πέρα από μερικές πολύ βασικές σχολές (ιατρική, νομική, οικονομικά πολιτικοί μηχανικοί κλπ) όλο τα υπόλοιπο πλήθος σχολών ΑΕΙ και ΤΕΙ να προωθηθεί σταδιακά προς την περιφέρεια δημιουργώντας τις κατάλληλες υποδομές, ώστε να ενισχυθεί επί της ουσίας και η τοπική οικονομία. Δεν θα μπορούσε για παράδειγμα να μην υπάρχει τμήμα γεωπονίας ή κτηνιατρικής στην Αθήνα αλλά να μεταφερθούν σε μια αγροτική περιοχή όπου θα ήταν μεγαλύτερη η συνάφεια των σπουδών με την κοινωνική πραγματικότητα και την καθημερινότητα των πολιτών; Παρόμοια παραδείγματα θα μπορούσαν να αναφερθούν πάμπολλα.
Το χειρότερο όμως όλων από την εικόνα των σημερινών ανακοινώσεων είναι το μηδενιστικό μήνυμα που δίνουμε στην νεολαία μας. Στην περίοδο της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης, της βαθύτερης κρίσης αξιών και εμπιστοσύνης στους θεσμούς, τους προσφέρουμε το χειρότερο παράδειγμα επιβράβευσης της ελάχιστης προσπάθειας, δικαίωσης της ανικανότητας και της αδιαφορίας. Ο θησαυρός της γνώσης αλλά και η ακαδημαϊκή κι επαγγελματική καταξίωση απομειώνονται και μετατρέπονται σε ευτελές «παιχνίδ黨πολιτικών διαθέσεων. Τη στιγμή που έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ να στηρίξουμε την προοπτική των νέων ανθρώπων, να τους εμφυσήσουμε την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, τις αρχές της αξιοκρατίας και της αξιοσύνης, εμείς ως πολιτεία και κοινωνία εθελοτυφλούμε, ανακηρύσσοντας το έλασσον ως επαρκές, το ελάχιστο ως αρκετό.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Όταν λοιπόν σήμερα ανακοινώθηκαν οι βάσεις εισαγωγής σε Πανεπιστήμια και Τεχνολογικά Ιδρύματα η αίσθηση που έμεινε σε όλους μας, ακούγοντας ότι στα μισά σχεδόν τμήματα των ΤΕΙ και σε πάνω από δέκα των ΑΕΙ εισάγονται μαθητές με βαθμολογία κάτω του 10, ήταν ότι κάτι πολύ σάπιο υπάρχει στο Βασίλειο της Ελληνικής Εκπαίδευσης. Πόσο δε μάλλον που σε 2 σχολές των ΤΕΙ οι «επιτυχόντες» έδωσαν ουσιαστικά λευκές κόλλες αφού βαθμολογήθηκαν με 0,8!! Ταυτόχρονα καταρρίφθηκε και το δεύτερο επιχείρημα της κ.Διαμαντοπούλου αφού λόγω προφανούς έλλειψης ελκυστικότητας των αντικειμένων συγκεκριμένων τμημάτων κυρίως στα ΤΕΙ, έμειναν κενές πάνω από 4000 θέσεις εισαχθέντων.
Είναι απορίας άξιον λοιπόν σε τι συνέφερε τόσο για το επίπεδο της Εκπαίδευσης μας η κατάργηση της βάσης του 10, αφού όχι μόνο δεν πέτυχε κανέναν από τους δυο βασικούς σκοπούς που προέβαλε η Υπουργός Παιδείας, αλλά κατόρθωσε να μετατρέψει σε πρωτοσέλιδη είδηση την αδυναμία του συστήματος να δημιουργήσει νέα τμήματα με ενδιαφέρον για τη νέα γενιά, συντηρώντας τμήματα με ελάχιστη σχέση με τη σημερινή επαγγελματική, κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Η λαϊκίστικη, μικροπολιτική λογική της μεταπολίτευσης ήθελε την περιφέρεια να γεμίζει με τμήματα Ανωτάτων κι Ανωτέρων σχολών, χωρίς σχεδιασμό κι επιλογή με βάση υπαρκτά πολιτισμικά, ιστορικά, οικονομικά κι άλλα στοιχεία, παρά να προσθέτει, ανάλογα με την πίεση των τοπικών κοινωνιών και τις ανάγκες πολιτικής επιρροής των βουλευτών, σχολές σε πόλεις που συχνά δεν είχαν καν τις υποδομές (υλικοτεχνικές, φοιτητική εστία κλπ) για να ανταποκριθούν σε μια τέτοια μεγάλη ευθύνη.
Γιατί άραγε δεν υπήρξε ποτέ ένας μακρόπνοος σχεδιασμός για τη διάρθρωση των σχολών ανά την επικράτεια έτσι ώστε και τα τμήματα να είναι λιγότερα και επικαιροποιημένα στα αντικείμενα που καλύπτουν αλλά και τα μεγάλα αστικά κέντρα να αποφορτιστούν από το μεγάλο αριθμό φοιτητών που φιλοξενούν. Θα μπορούσε κάλλιστα πέρα από μερικές πολύ βασικές σχολές (ιατρική, νομική, οικονομικά πολιτικοί μηχανικοί κλπ) όλο τα υπόλοιπο πλήθος σχολών ΑΕΙ και ΤΕΙ να προωθηθεί σταδιακά προς την περιφέρεια δημιουργώντας τις κατάλληλες υποδομές, ώστε να ενισχυθεί επί της ουσίας και η τοπική οικονομία. Δεν θα μπορούσε για παράδειγμα να μην υπάρχει τμήμα γεωπονίας ή κτηνιατρικής στην Αθήνα αλλά να μεταφερθούν σε μια αγροτική περιοχή όπου θα ήταν μεγαλύτερη η συνάφεια των σπουδών με την κοινωνική πραγματικότητα και την καθημερινότητα των πολιτών; Παρόμοια παραδείγματα θα μπορούσαν να αναφερθούν πάμπολλα.
Το χειρότερο όμως όλων από την εικόνα των σημερινών ανακοινώσεων είναι το μηδενιστικό μήνυμα που δίνουμε στην νεολαία μας. Στην περίοδο της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης, της βαθύτερης κρίσης αξιών και εμπιστοσύνης στους θεσμούς, τους προσφέρουμε το χειρότερο παράδειγμα επιβράβευσης της ελάχιστης προσπάθειας, δικαίωσης της ανικανότητας και της αδιαφορίας. Ο θησαυρός της γνώσης αλλά και η ακαδημαϊκή κι επαγγελματική καταξίωση απομειώνονται και μετατρέπονται σε ευτελές «παιχνίδ黨πολιτικών διαθέσεων. Τη στιγμή που έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ να στηρίξουμε την προοπτική των νέων ανθρώπων, να τους εμφυσήσουμε την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, τις αρχές της αξιοκρατίας και της αξιοσύνης, εμείς ως πολιτεία και κοινωνία εθελοτυφλούμε, ανακηρύσσοντας το έλασσον ως επαρκές, το ελάχιστο ως αρκετό.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια