Ο φιλελευθερισμός ως έννοια, έχει ταλαιπωρηθεί στην πορεία των ετών στη χώρα μας δεχόμενος έως και διαμονοποίηση ακόμα και για τις πιο απλές έννοιες του. Κάποιοι εσκεμμένα προσπάθησαν να τον ταυτίσουν συλλήβδην με τις εμμονές στον θεωρητικό φιλελευθερισμό (ο όρος νεοφιλελευθερισμός είναι μάλλον αδόκιμος) και την δυνατότητα αυτορρύθμισης των αγορών. Όποτε κι αν επιχειρήθηκε να προωθηθούν μεταρρυθμίσεις που θα στόχευαν τόσο στην επιτελική λειτουργία του κράτους όσο και στην βελτίωση των όρων λειτουργίας της αγοράς, το συνδικαλιστικό κατεστημένο, ο λαϊκίστικος πολιτικαντισμός, και η περιχαράκωση σε αδιέξοδα και συχνά παράλογα κεκτημένα, απέτρεψαν εν τη γενέσει τους αυτές τις προσπάθειες.
Στην σημερινή εποχή του ΔΝΤ, η κατ’ όνομα «σοσιαλιστική» κυβέρνηση μας, προωθεί υπό την επίβλεψη των συμβούλων της τρόικας (όπως άλλωστε μας διαβεβαίωσε ο επικεφαλής τους κ.Τόμσεν η κυβέρνηση επιλέγει τα μέτρα!!) ο φιλελευθερισμός παίρνει μια νέα απροσδιόριστη μορφή που υποτίθεται ότι συνδυάζει την δομική αναδιάρθρωση της οικονομίας με την κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι άραγε αυτή η ουσία των αλλαγών που προωθούνται από την κυβέρνηση ή πρακτικά άλλοτε επιλέγει αποσπασματικές αλλαγές περιορισμένης αποτελεσματικότητας κι άλλοτε έντονες, επώδυνες κοινωνικά αλλά εξίσου αναποτελεσματικές λύσεις; Από την άλλη, πόσο αξιόπιστη μπορεί να θεωρηθεί μια παράταξη που δεν συναίνεσε ποτέ σε κάποια μεταρρυθμιστική κίνηση κι έρχεται τώρα υποκριτικά και υπό τον πανικό του «συνδρόμου καταδίωξης» από τις πιέσεις των επιτηρητών της, να ενστερνιστεί ολοκληρωτικά δίνοντας τους και την αίγλη του πολιτικώς μεταμοντέρνου, όσα έως χθες με σθένος και παρρησία πάλευε για να αποτρέψει την εφαρμογή τους.
Η θετική επίδραση στο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας από το πλήρες άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων είναι δεδομένη και μετρήσιμη (1,5-2% του ΑΕΠ). Η κυβερνητική προσέγγιση όμως είτε προχωρεί διστακτικά διαπραγματευόμενη ακόμα και παράλογες συντεχνιακές απαιτήσεις, είτε δεν προβλέπει όρους και προϋποθέσεις που θα αποτρέψουν τους επιτήδειους από την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους, στα πλαίσια του πιο έντονου ανταγωνισμού. Φυσικά και η αγορά στην πορεία θα αποβάλει όσους προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν με στρεβλό τρόπο τα νέα δεδομένα αλλά η στενότερη επίβλεψη μπορεί να λειτουργήσει εξαιρετικά καλά σε προληπτικό επίπεδο.
Η ανάγκη εξορθολογισμού της λειτουργίας των επί το πλείστον ελλειμματικών ΔΕΚΟ είναι ευρύτατα αποδεκτή αλλά η κυβέρνηση αδυνατεί να σχεδιάσει ένα μακρόπνοο πλάνο σύμφωνα με τις ανάγκες της Ελληνικής κοινωνίας, την αναγκαία τεχνογνωσία και τις επενδύσεις ανά τομέα, ώστε πολλές από αυτές να καταστούν σύντομα κερδοφόρες ή να αναδιοργανωθούν με τρόπο πρόσφορο για το κοινωνικό σύνολο. Ο τομέας της ενέργειας, κομβικός ιδιαίτερα για χώρες σχεδόν πλήρως εξαρτημένες από το πετρέλαιο όπως η δική μας, προσεγγίζεται εδώ και δεκαετίες φοβικά με ευθύνη της πολιτικής και συνδικαλιστικής ηγεσίας. Οι αναγκαίες επενδύσεις σε σύγχρονες μορφές ενέργειας προχώρησαν εξόχως νωχελικά, η ΔΕΗ δεν αναβάθμισε την παραγωγική της διαδικασία εμμένοντας σε πρακτικές του παρελθόντος και η αγορά δεν άνοιξε εγκαίρως σε νέους παρόχους. Οι τωρινές εναλλακτικές επιλογές κινούνται στα όρια της απαξίωσης της εταιρείας.
Το τραπεζικό σύστημα ενισχύθηκε εντυπωσιακά με σχεδόν 78 δις, με ανύπαρκτα αποτελέσματα για τη ρευστότητα νοικοκυριών κι επιχειρήσεων αφού ο φόβος ραγδαίας αύξησης των επισφαλειών εκτόξευσε τα επιτόκια σε απαγορευτικά επίπεδα και δυσκόλεψε τους όρους χορήγησης πίστωσης. Ταυτόχρονα η αγορά δεν ενισχύθηκε με αναπτυξιακά μέτρα τόνωσης της κατανάλωσης και των επενδύσεων μειώνοντας έτσι απότομα τις ανάγκες για διαθέσιμα κεφάλαια. Η κυβέρνηση πλέον μετά τις αντιπολιτευτικές κορώνες για χαριστικές ρυθμίσεις προς τις τράπεζες και μη περιφρούρησης του δημόσιου χρηματοπιστωτικού πυλώνα από τη ΝΔ, έρχεται να χορηγήσει αφειδώς νέα ποσά στήριξης της ρευστότητας τους (άμεσα αλλά κι έμμεσα με την έκδοση στοχευμένων βραχυπρόθεσμων κρατικών ομολόγων) και αντιμετωπίζει μουδιασμένα την προοπτική πλήρης ιδιωτικοποίησης των κρατικών τραπεζών, χωρίς φυσικά να το αποκλείει!!
Η αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας άλλοτε χαρακτηρισμένη ως ξεπούλημα των «ασημικών» της χώρας βρίσκεται τώρα στο προσκήνιο μετά τις προτάσεις της ΝΔ και του Αντώνη Σαμαρά. Η κυβέρνηση μοιάζει και σε αυτό το θέμα να επιλέγει τον εύκολο δρόμο. Με αμφιβόλου ποιότητας νομικές και διοικητικές ρυθμίσεις ανοίγει το δρόμο για την απρόσκοπτη πώληση κρατικών «φιλέτων» πιθανότατα σε μειωμένες τιμές σε μια περίοδο σημαντικής πτώσης της κτηματαγοράς, αφήνοντας ανοικτή την προοπτική και χρηματιστηριακής εκμετάλλευσης του θέματος με έκδοση ενυπόθηκων ομολόγων με εξασφαλισμένη φυσικά απόδοση για τους αναδόχους!! Κι εδώ λείπει χαρακτηριστικά ο σοβαρός, τεχνοκρατικός σχεδιασμός μακρόπνοης απόδοσης.
Η φορολογική μεταρρύθμιση είχε ως στόχο τους «έχοντες» με μηνιαίο εισόδημα άνω των 2000 ευρώ!!, αποστερώντας ουσιαστικά επιπλέον ρευστότητα από την αγορά, ενώ η επένδυση σε ακίνητα μετατράπηκε σε ιδιώνυμο «έγκλημα» με απανωτές επιβαρύνσεις που εξαλείφουν κάθε δυνατότητα αξιόλογης απόδοσης. Τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, ιδιαίτερα των νεότερων συμπολιτών μας, πέρασαν από το κρεβάτι του Προκρούστη διευρύνοντας το χάσμα των γενεών και οι αλλαγές στην εκπαίδευση κινούνται ανάμεσα σε ευχολόγια για το οικολογικό σχολείο και βαρύγδουπες ανακοινώσεις για την κατάργηση της κοπάνας, λες κι η παιδεία πρέπει να θεωρείται καταναγκασμός, τη στιγμή που ακόμα αναζητείται ο ρόλος των σχολείων ως φορέα κοινωνικοποίησης και των πανεπιστημίων ως μέσου επαγγελματικής εξειδίκευσης και ερευνητικής παραγωγικότητας.
Η φιλελεύθερη μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ παραπαίει ανάμεσα στην υποκρισία και την αναποτελεσματικότητα όταν η χώρα χρειάζεται ένα ειλικρινή φιλελεύθερο μετασχηματισμό που θα απελευθερώνει τις δημιουργικές δυνάμεις από την κρατική καταδυνάστευση, θα ανοίγει τις αγορές στους πολλούς κι όχι στα ελεγχόμενα ολιγοπώλια, θα στηρίζει το εθνικό προϊόν και την εξωστρέφεια των πιο παραγωγικών τομέων, θα εκμεταλλεύεται στο έπακρο τον φυσικό και ανθρώπινο πλούτο του τόπου.
Όλα αυτά όμως δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν από την παρούσα κυβέρνηση, που όσο κι αν δίνει διαπιστευτήρια συμμόρφωσης στις επιταγές των επιτηρητών της, δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί ολοκληρωτικά από το λαϊκίστικο, συντεχνιακό παρελθόν της, ούτε να αποκτήσει καθυστερημένα εντελώς διαφορετική πολιτικοοικονομική φιλοσοφία. Γι’ αυτό άλλωστε και ο επαναλαμβανόμενος κλαυθμός και οδυρμός για την απεμπόληση των ιστορικών κοινωνικών συμμαχιών του κινήματος. Όσο κι αν επιχειρηθούν οι μεταρρυθμίσεις να φανούν ως εκσυγχρονιστικές κινήσεις δεν πείθουν ούτε τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ που έδωσε μάχες ενάντια σε αυτές τις ιδέες, ούτε και τις αγορές αφού προωθούνται βιαστικά και κατακερματισμένες.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Στην σημερινή εποχή του ΔΝΤ, η κατ’ όνομα «σοσιαλιστική» κυβέρνηση μας, προωθεί υπό την επίβλεψη των συμβούλων της τρόικας (όπως άλλωστε μας διαβεβαίωσε ο επικεφαλής τους κ.Τόμσεν η κυβέρνηση επιλέγει τα μέτρα!!) ο φιλελευθερισμός παίρνει μια νέα απροσδιόριστη μορφή που υποτίθεται ότι συνδυάζει την δομική αναδιάρθρωση της οικονομίας με την κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι άραγε αυτή η ουσία των αλλαγών που προωθούνται από την κυβέρνηση ή πρακτικά άλλοτε επιλέγει αποσπασματικές αλλαγές περιορισμένης αποτελεσματικότητας κι άλλοτε έντονες, επώδυνες κοινωνικά αλλά εξίσου αναποτελεσματικές λύσεις; Από την άλλη, πόσο αξιόπιστη μπορεί να θεωρηθεί μια παράταξη που δεν συναίνεσε ποτέ σε κάποια μεταρρυθμιστική κίνηση κι έρχεται τώρα υποκριτικά και υπό τον πανικό του «συνδρόμου καταδίωξης» από τις πιέσεις των επιτηρητών της, να ενστερνιστεί ολοκληρωτικά δίνοντας τους και την αίγλη του πολιτικώς μεταμοντέρνου, όσα έως χθες με σθένος και παρρησία πάλευε για να αποτρέψει την εφαρμογή τους.
Η θετική επίδραση στο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας από το πλήρες άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων είναι δεδομένη και μετρήσιμη (1,5-2% του ΑΕΠ). Η κυβερνητική προσέγγιση όμως είτε προχωρεί διστακτικά διαπραγματευόμενη ακόμα και παράλογες συντεχνιακές απαιτήσεις, είτε δεν προβλέπει όρους και προϋποθέσεις που θα αποτρέψουν τους επιτήδειους από την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους, στα πλαίσια του πιο έντονου ανταγωνισμού. Φυσικά και η αγορά στην πορεία θα αποβάλει όσους προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν με στρεβλό τρόπο τα νέα δεδομένα αλλά η στενότερη επίβλεψη μπορεί να λειτουργήσει εξαιρετικά καλά σε προληπτικό επίπεδο.
Η ανάγκη εξορθολογισμού της λειτουργίας των επί το πλείστον ελλειμματικών ΔΕΚΟ είναι ευρύτατα αποδεκτή αλλά η κυβέρνηση αδυνατεί να σχεδιάσει ένα μακρόπνοο πλάνο σύμφωνα με τις ανάγκες της Ελληνικής κοινωνίας, την αναγκαία τεχνογνωσία και τις επενδύσεις ανά τομέα, ώστε πολλές από αυτές να καταστούν σύντομα κερδοφόρες ή να αναδιοργανωθούν με τρόπο πρόσφορο για το κοινωνικό σύνολο. Ο τομέας της ενέργειας, κομβικός ιδιαίτερα για χώρες σχεδόν πλήρως εξαρτημένες από το πετρέλαιο όπως η δική μας, προσεγγίζεται εδώ και δεκαετίες φοβικά με ευθύνη της πολιτικής και συνδικαλιστικής ηγεσίας. Οι αναγκαίες επενδύσεις σε σύγχρονες μορφές ενέργειας προχώρησαν εξόχως νωχελικά, η ΔΕΗ δεν αναβάθμισε την παραγωγική της διαδικασία εμμένοντας σε πρακτικές του παρελθόντος και η αγορά δεν άνοιξε εγκαίρως σε νέους παρόχους. Οι τωρινές εναλλακτικές επιλογές κινούνται στα όρια της απαξίωσης της εταιρείας.
Το τραπεζικό σύστημα ενισχύθηκε εντυπωσιακά με σχεδόν 78 δις, με ανύπαρκτα αποτελέσματα για τη ρευστότητα νοικοκυριών κι επιχειρήσεων αφού ο φόβος ραγδαίας αύξησης των επισφαλειών εκτόξευσε τα επιτόκια σε απαγορευτικά επίπεδα και δυσκόλεψε τους όρους χορήγησης πίστωσης. Ταυτόχρονα η αγορά δεν ενισχύθηκε με αναπτυξιακά μέτρα τόνωσης της κατανάλωσης και των επενδύσεων μειώνοντας έτσι απότομα τις ανάγκες για διαθέσιμα κεφάλαια. Η κυβέρνηση πλέον μετά τις αντιπολιτευτικές κορώνες για χαριστικές ρυθμίσεις προς τις τράπεζες και μη περιφρούρησης του δημόσιου χρηματοπιστωτικού πυλώνα από τη ΝΔ, έρχεται να χορηγήσει αφειδώς νέα ποσά στήριξης της ρευστότητας τους (άμεσα αλλά κι έμμεσα με την έκδοση στοχευμένων βραχυπρόθεσμων κρατικών ομολόγων) και αντιμετωπίζει μουδιασμένα την προοπτική πλήρης ιδιωτικοποίησης των κρατικών τραπεζών, χωρίς φυσικά να το αποκλείει!!
Η αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας άλλοτε χαρακτηρισμένη ως ξεπούλημα των «ασημικών» της χώρας βρίσκεται τώρα στο προσκήνιο μετά τις προτάσεις της ΝΔ και του Αντώνη Σαμαρά. Η κυβέρνηση μοιάζει και σε αυτό το θέμα να επιλέγει τον εύκολο δρόμο. Με αμφιβόλου ποιότητας νομικές και διοικητικές ρυθμίσεις ανοίγει το δρόμο για την απρόσκοπτη πώληση κρατικών «φιλέτων» πιθανότατα σε μειωμένες τιμές σε μια περίοδο σημαντικής πτώσης της κτηματαγοράς, αφήνοντας ανοικτή την προοπτική και χρηματιστηριακής εκμετάλλευσης του θέματος με έκδοση ενυπόθηκων ομολόγων με εξασφαλισμένη φυσικά απόδοση για τους αναδόχους!! Κι εδώ λείπει χαρακτηριστικά ο σοβαρός, τεχνοκρατικός σχεδιασμός μακρόπνοης απόδοσης.
Η φορολογική μεταρρύθμιση είχε ως στόχο τους «έχοντες» με μηνιαίο εισόδημα άνω των 2000 ευρώ!!, αποστερώντας ουσιαστικά επιπλέον ρευστότητα από την αγορά, ενώ η επένδυση σε ακίνητα μετατράπηκε σε ιδιώνυμο «έγκλημα» με απανωτές επιβαρύνσεις που εξαλείφουν κάθε δυνατότητα αξιόλογης απόδοσης. Τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, ιδιαίτερα των νεότερων συμπολιτών μας, πέρασαν από το κρεβάτι του Προκρούστη διευρύνοντας το χάσμα των γενεών και οι αλλαγές στην εκπαίδευση κινούνται ανάμεσα σε ευχολόγια για το οικολογικό σχολείο και βαρύγδουπες ανακοινώσεις για την κατάργηση της κοπάνας, λες κι η παιδεία πρέπει να θεωρείται καταναγκασμός, τη στιγμή που ακόμα αναζητείται ο ρόλος των σχολείων ως φορέα κοινωνικοποίησης και των πανεπιστημίων ως μέσου επαγγελματικής εξειδίκευσης και ερευνητικής παραγωγικότητας.
Η φιλελεύθερη μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ παραπαίει ανάμεσα στην υποκρισία και την αναποτελεσματικότητα όταν η χώρα χρειάζεται ένα ειλικρινή φιλελεύθερο μετασχηματισμό που θα απελευθερώνει τις δημιουργικές δυνάμεις από την κρατική καταδυνάστευση, θα ανοίγει τις αγορές στους πολλούς κι όχι στα ελεγχόμενα ολιγοπώλια, θα στηρίζει το εθνικό προϊόν και την εξωστρέφεια των πιο παραγωγικών τομέων, θα εκμεταλλεύεται στο έπακρο τον φυσικό και ανθρώπινο πλούτο του τόπου.
Όλα αυτά όμως δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν από την παρούσα κυβέρνηση, που όσο κι αν δίνει διαπιστευτήρια συμμόρφωσης στις επιταγές των επιτηρητών της, δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί ολοκληρωτικά από το λαϊκίστικο, συντεχνιακό παρελθόν της, ούτε να αποκτήσει καθυστερημένα εντελώς διαφορετική πολιτικοοικονομική φιλοσοφία. Γι’ αυτό άλλωστε και ο επαναλαμβανόμενος κλαυθμός και οδυρμός για την απεμπόληση των ιστορικών κοινωνικών συμμαχιών του κινήματος. Όσο κι αν επιχειρηθούν οι μεταρρυθμίσεις να φανούν ως εκσυγχρονιστικές κινήσεις δεν πείθουν ούτε τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ που έδωσε μάχες ενάντια σε αυτές τις ιδέες, ούτε και τις αγορές αφού προωθούνται βιαστικά και κατακερματισμένες.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια