Οι συσσωρευμένες αρνητικές οικονομικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών που καταδεικνύουν ότι η πραγματική οικονομία, η αγορά, δεν ανταποκρίνεται θετικά στην ακολουθούμενη πολιτική οδηγώντας μάλιστα σε σημαντικά μειωμένα κρατικά έσοδα και άρα νέα ελλείμματα, είναι μια τρανή επιβεβαίωση του αδιέξοδου της κυβερνητικής πολιτικής. Όταν ο Πρόεδρος της ΝΔ, Αντώνης Σαμαράς αλλά και πολλοί εξαίρετοι διεθνείς οικονομολόγοι (ανάμεσα τους κι ο «σύμβουλος» του κ. Παπανδρέου νομπελίστας Τζ.Στίγκλιτζ), έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για ανακύκλωση της ύφεσης με οικτρά αποτελέσματα για την κοινωνία και την αγορά, με αμφίβολα μάλιστα δημοσιονομικά αποτελέσματα, κάποιοι τους κατηγορούσαν για λαïκισμό, επενδύοντας όμως οι ίδιοι ουσιαστικά στον εστέτ λαϊκισμό της σοβαροφάνειας και της δήθεν υπευθυνότητας όχι βέβαια απέναντι στους συμπολίτες τους αλλά πρωτίστως απέναντι σε όσους θέλουν να καθοδηγούν με προκατασκευασμένα σχέδια και πρακτικές τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις.
Πολλοί μιλούσαν για ιεράρχηση στόχων με την προτεραιότητα να δίνεται στην άμεση δημοσιονομική προσαρμογή ανεξαρτήτως κοινωνικού κόστους, με την ανάπτυξη να μετατίθεται για μετά την ολοκλήρωση κάποιων βασικών μεταρρυθμίσεων, επιχειρώντας ουσιαστικά ένα μικρό παγκόσμιο θαύμα. Να μειωθεί δηλαδή το έλλειμμα κατά 10% σε 4 χρόνια όταν χώρες πολύ πιο ώριμες οικονομικά και με σταθερότερες δομές και θεσμούς χρειάστηκαν τα διπλάσια χρόνια για να επιτύχουν ανάλογους στόχους. Αυτό άλλωστε οδήγησε και σε μια πρωτοφανή εμπροσθοβαρή φοροεπιδρομή σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις στερώντας την αγορά κι από την ελάχιστη δυνατή ρευστότητα. Το αποτέλεσμα της περαιτέρω ύφεσης που δημιουργήθηκε ήταν να χρειάζονται διπλάσιες θυσίες (20% του ΑΕΠ) για να επιτύχουμε το επιθυμητό της μείωσης του ελλείμματος κατά 10%.
Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε ένα έντονα αρνητικό, φοβικό κλίμα που περιόρισε πέραν του προβλεπομένου την κατανάλωση (ακόμα και σε βασικούς τομείς όπως η διατροφή!!) και εκμηδένισε σχεδόν τη διάθεση για οποιαδήποτε επένδυση. Όσοι συνέχιζαν να αγνοούν τους βασικούς κανόνες της συμπεριφορικής οικονομικής θεώρησης δεν ανέμεναν το προφανές. Ότι μια απρόσμενη και αποσπασματική περικοπή μισθών και άλλων δικαιωμάτων (ασφαλιστικά, εργασιακά) δημιουργούν πολλαπλάσιο κύμα απογοήτευσης και αμφιβολίας στην αγορά και τις καταναλωτικές επιλογές ενισχύοντας την τάση για περικοπές και αποταμίευση πέραν του όσου απαιτούσαν τα πραγματικά δεδομένα. Το άτομο δεν λειτουργεί ως επιχείρηση για να προϋπολογίζει με λεπτομέρεια τις μελλοντικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις του, γι’ αυτό και συχνά καταφεύγει σε υπερβολές (πχ με τον φόβο της πιθανής απόλυσης που πιθανότατα για τη συντριπτική πλειοψηφία των ιδιωτικών υπαλλήλων δεν θα έρθει ποτέ, περιορίζει τα έξοδα του συμμετέχοντας στο γενικότερο κλίμα ανασφάλειας).
Η κυβερνητική λογική συνεχούς αναβολής κατάθεσης του νέου αναπτυξιακού νόμου (που ακούγεται ότι θα στηρίζεται σε αμφίβολα μάλλον περιορισμένης ισχύς φορολογικά κίνητρα), καθυστέρησης απορρόφησης του ΕΣΠΑ, κατάργησης και επανασχεδιασμού των διαφόρων προγραμμάτων (εθνικών και Ευρωπαϊκών) ενίσχυσης των επιχειρήσεων, οδήγησε σε πλήρες αδιέξοδο λειτουργίας, ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες εταιρείες, εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες. Το διευρυμένο κύμα λουκέτων άγγιξε ακόμα και στους πιο εμπορικούς δρόμους των πόλεων που μπορεί ως ένα βαθμό να αντικατοπτρίζει, ειδικά στην Αττική, και τη διάθεση γνωστών πολυεθνικών και «αλυσίδων» να απεγκλωβιστούν από τα υψηλά ενοίκια και την ανασφάλεια της εγκληματικότητας και του ανεξέλεγκτου παρεμπορίου στο κέντρο της Αθήνας, μετοικώντας σε πολυχώρους αναπτυσσόμενων περιοχών με εξαιρετικές προοπτικές λόγω των νέων υποδομών. Η βασική όμως πληγή στον παραγωγικό ιστό είναι τα συνεχή λουκέτα στα περιφερειακά καταστήματα της κάθε γειτονιάς, που μετά την επιδρομή των πολυχώρων που τους στέρησε ζωτικό χώρο, η ύφεση και η φοροεπίθεση τους οδηγεί ταχύτατα σε οριστική παύση εργασιών.
Η έκρηξη της ανεργίας ως φυσικό συνεπακόλουθο αυτών των επιλογών αποτελούν όχι μόνο ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα επιβίωσης αλλά και μια καταβύθιση της κοινωνικής ψυχολογίας που οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερη απαξίωση το πολιτικό σκηνικό, ακόμα και τους ίδιους τους θεσμούς. Θα αφήσουμε ασχολίαστη τη φαιδρή προσπάθεια να δοθεί μια νότα αισιοδοξίας με την παρουσίαση στοιχείων για μείωση της ανεργία τον περασμένο μήνα (συνυπολογίζοντας νέες μαζικές άμισθες μαθητείες μέσω ΟΑΕΔ κλπ). Αποδεικνύει απλώς με τραγελαφικό τρόπο το πόσο επιπόλαια και απλά σε επίπεδο επικοινωνίας διαχειρίζονται ενόψει δημοτικών εκλογών αυτό το φλέγον ζήτημα.
Όμως η τεράστια κυβερνητική αποτυχία υπό την παραίνεση των «συμβούλων» της Τρόικας και των θεωρητικών οικονομικών μοντέλων που χρησιμοποιούν έγκειται στο ζήτημα του πληθωρισμού και της ακρίβειας. Επενδύοντας στη λογική του αποπληθωρισμού (μείωσης μισθών άρα κατανάλωσης, τιμών και τελικά πληθωρισμού) ανέμεναν ετήσιο πληθωρισμό στο 1,9% όταν πιθανότατα θα αγγίξει το 5%. Ανεξάρτητα από τον εσωτερικό κυβερνητικό «πόλεμο» για το μοίρασμα των ευθυνών, ανάμεσα στον κ.Παπακωνσταντίνου που με την αύξηση του ΦΠΑ και άλλων έμμεσων φόρων (των πιο άδικων κοινωνικά που έλεγε κάποτε και το ΠΑΣΟΚ!!) ενίσχυσε σημαντικά των τιμάριθμο (κοντά στο 4% επιπλέον!!) και την κ.Κατσέλη που είναι γεγονός ότι όπως και οι «επιτηρητές» μας, ενώ αναγνωρίζουν τα δομικά προβλήματα και τις παθογένειες της Ελληνικής οικονομίας (ολιγοπώλια, μεσάζοντες, μεταφορικό κόστος κλπ) γενικότερα σε αυτό που ονομάζουμε κάθετη παραγωγική διαδικασία, ελάχιστα έκαναν θεσμικά και πρακτικά για την χαλιναγώγηση τους, το γεγονός είναι ότι τόσο η έλλειψη συντονισμού μεταξύ τους, όσο κυρίως η αδυναμία ειλικρινούς καταγραφής των στρεβλώσεων του Ελληνικού παραγωγικού μοντέλου και η άμεση αντιμετώπισης τους οδήγησαν στην αποδοχή ενός στρεβλού σχεδιασμού που δεν μπορούσε να λειτουργήσει στη χώρα μας.
Το ζήτημα πλέον σήμερα είναι αν προλαβαίνει η κυβέρνηση να κερδίσει το στοίχημα της ανάπτυξης ώστε να αντιστραφεί το εξαιρετικά αρνητικό κλίμα και με ποιο τρόπο θα επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι που μοιάζουν ειδικά στο χώρο των εσόδων να ξεφεύγουν επικίνδυνα. Όσον αφορά το πρώτο το ζήτημα είναι πλέον απολύτως ξεκάθαρο. Κάθε μέρα καθυστέρησης κατάθεσης μακρόπνοου και στοχευμένου στους πιο παραγωγικού τομείς, σχεδίου (προς το παρόν πάντως κατασκευές και ναυτιλία μάλλον διώκονται ενώ ο τουρισμός παραμένει προσκολλημένος σε ένα παρωχημένο μοντέλο) δεν δημιουργεί απλώς βαθύτερες και μακρόχρονες ρίζες για την ύφεση αλλά εμπεδώνουν σε τοπικούς και διεθνείς κύκλους την εικόνα μιας χώρας που δεν ενδείκνυται για επενδύσεις, διοχετεύοντας μαζικά κεφάλαια προς γειτονικές αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως της Τουρκίας ή της Κροατίας.
Από την άλλη δεν πείθει ιδιαίτερα η προσπάθεια καθησυχασμού για τη μη επιβολή νέων φόρων και επίτευξης των στόχων μέσω περαιτέρω περικοπής δαπανών (γιατί άραγε δεν έγιναν εξαρχής, εκτός κι αν στις δαπάνες περιλαμβάνονται και πάλι οι μισθοί και οι συντάξεις!!). Πάντως πιο πιθανό μοιάζει το σενάριο, εφόσον καταστεί απολύτως αναγκαίο να υπάρξει μια ακόμα φορολογική επιδρομή με μεταφορά προϊόντων καθημερινής χρήσης στον μεγαλύτερο συντελεστή ΦΠΑ, νέα αύξηση ειδικών φόρων κατανάλωσης σε καύσιμα, ποτά και τσιγάρα, αύξηση τελών κυκλοφορίας με «οικολογικό» πρόσχημα. Αυτές όμως οι επιλογές πέρα από ανατροφοδότες της ύφεσης έχουν πλέον εξαντλήσει και την όποια δυναμική τους, αφού τα όρια της Ελληνικής κοινωνίας έχουν ξεπεραστεί κι η επιμονή της κυβέρνησης σε αυτό το σκεπτικό πέρα από τη χώρα θα οδηγήσει και την ίδια σύντομα σε πλήρες πολιτικό αδιέξοδο.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Πολλοί μιλούσαν για ιεράρχηση στόχων με την προτεραιότητα να δίνεται στην άμεση δημοσιονομική προσαρμογή ανεξαρτήτως κοινωνικού κόστους, με την ανάπτυξη να μετατίθεται για μετά την ολοκλήρωση κάποιων βασικών μεταρρυθμίσεων, επιχειρώντας ουσιαστικά ένα μικρό παγκόσμιο θαύμα. Να μειωθεί δηλαδή το έλλειμμα κατά 10% σε 4 χρόνια όταν χώρες πολύ πιο ώριμες οικονομικά και με σταθερότερες δομές και θεσμούς χρειάστηκαν τα διπλάσια χρόνια για να επιτύχουν ανάλογους στόχους. Αυτό άλλωστε οδήγησε και σε μια πρωτοφανή εμπροσθοβαρή φοροεπιδρομή σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις στερώντας την αγορά κι από την ελάχιστη δυνατή ρευστότητα. Το αποτέλεσμα της περαιτέρω ύφεσης που δημιουργήθηκε ήταν να χρειάζονται διπλάσιες θυσίες (20% του ΑΕΠ) για να επιτύχουμε το επιθυμητό της μείωσης του ελλείμματος κατά 10%.
Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε ένα έντονα αρνητικό, φοβικό κλίμα που περιόρισε πέραν του προβλεπομένου την κατανάλωση (ακόμα και σε βασικούς τομείς όπως η διατροφή!!) και εκμηδένισε σχεδόν τη διάθεση για οποιαδήποτε επένδυση. Όσοι συνέχιζαν να αγνοούν τους βασικούς κανόνες της συμπεριφορικής οικονομικής θεώρησης δεν ανέμεναν το προφανές. Ότι μια απρόσμενη και αποσπασματική περικοπή μισθών και άλλων δικαιωμάτων (ασφαλιστικά, εργασιακά) δημιουργούν πολλαπλάσιο κύμα απογοήτευσης και αμφιβολίας στην αγορά και τις καταναλωτικές επιλογές ενισχύοντας την τάση για περικοπές και αποταμίευση πέραν του όσου απαιτούσαν τα πραγματικά δεδομένα. Το άτομο δεν λειτουργεί ως επιχείρηση για να προϋπολογίζει με λεπτομέρεια τις μελλοντικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις του, γι’ αυτό και συχνά καταφεύγει σε υπερβολές (πχ με τον φόβο της πιθανής απόλυσης που πιθανότατα για τη συντριπτική πλειοψηφία των ιδιωτικών υπαλλήλων δεν θα έρθει ποτέ, περιορίζει τα έξοδα του συμμετέχοντας στο γενικότερο κλίμα ανασφάλειας).
Η κυβερνητική λογική συνεχούς αναβολής κατάθεσης του νέου αναπτυξιακού νόμου (που ακούγεται ότι θα στηρίζεται σε αμφίβολα μάλλον περιορισμένης ισχύς φορολογικά κίνητρα), καθυστέρησης απορρόφησης του ΕΣΠΑ, κατάργησης και επανασχεδιασμού των διαφόρων προγραμμάτων (εθνικών και Ευρωπαϊκών) ενίσχυσης των επιχειρήσεων, οδήγησε σε πλήρες αδιέξοδο λειτουργίας, ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες εταιρείες, εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες. Το διευρυμένο κύμα λουκέτων άγγιξε ακόμα και στους πιο εμπορικούς δρόμους των πόλεων που μπορεί ως ένα βαθμό να αντικατοπτρίζει, ειδικά στην Αττική, και τη διάθεση γνωστών πολυεθνικών και «αλυσίδων» να απεγκλωβιστούν από τα υψηλά ενοίκια και την ανασφάλεια της εγκληματικότητας και του ανεξέλεγκτου παρεμπορίου στο κέντρο της Αθήνας, μετοικώντας σε πολυχώρους αναπτυσσόμενων περιοχών με εξαιρετικές προοπτικές λόγω των νέων υποδομών. Η βασική όμως πληγή στον παραγωγικό ιστό είναι τα συνεχή λουκέτα στα περιφερειακά καταστήματα της κάθε γειτονιάς, που μετά την επιδρομή των πολυχώρων που τους στέρησε ζωτικό χώρο, η ύφεση και η φοροεπίθεση τους οδηγεί ταχύτατα σε οριστική παύση εργασιών.
Η έκρηξη της ανεργίας ως φυσικό συνεπακόλουθο αυτών των επιλογών αποτελούν όχι μόνο ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα επιβίωσης αλλά και μια καταβύθιση της κοινωνικής ψυχολογίας που οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερη απαξίωση το πολιτικό σκηνικό, ακόμα και τους ίδιους τους θεσμούς. Θα αφήσουμε ασχολίαστη τη φαιδρή προσπάθεια να δοθεί μια νότα αισιοδοξίας με την παρουσίαση στοιχείων για μείωση της ανεργία τον περασμένο μήνα (συνυπολογίζοντας νέες μαζικές άμισθες μαθητείες μέσω ΟΑΕΔ κλπ). Αποδεικνύει απλώς με τραγελαφικό τρόπο το πόσο επιπόλαια και απλά σε επίπεδο επικοινωνίας διαχειρίζονται ενόψει δημοτικών εκλογών αυτό το φλέγον ζήτημα.
Όμως η τεράστια κυβερνητική αποτυχία υπό την παραίνεση των «συμβούλων» της Τρόικας και των θεωρητικών οικονομικών μοντέλων που χρησιμοποιούν έγκειται στο ζήτημα του πληθωρισμού και της ακρίβειας. Επενδύοντας στη λογική του αποπληθωρισμού (μείωσης μισθών άρα κατανάλωσης, τιμών και τελικά πληθωρισμού) ανέμεναν ετήσιο πληθωρισμό στο 1,9% όταν πιθανότατα θα αγγίξει το 5%. Ανεξάρτητα από τον εσωτερικό κυβερνητικό «πόλεμο» για το μοίρασμα των ευθυνών, ανάμεσα στον κ.Παπακωνσταντίνου που με την αύξηση του ΦΠΑ και άλλων έμμεσων φόρων (των πιο άδικων κοινωνικά που έλεγε κάποτε και το ΠΑΣΟΚ!!) ενίσχυσε σημαντικά των τιμάριθμο (κοντά στο 4% επιπλέον!!) και την κ.Κατσέλη που είναι γεγονός ότι όπως και οι «επιτηρητές» μας, ενώ αναγνωρίζουν τα δομικά προβλήματα και τις παθογένειες της Ελληνικής οικονομίας (ολιγοπώλια, μεσάζοντες, μεταφορικό κόστος κλπ) γενικότερα σε αυτό που ονομάζουμε κάθετη παραγωγική διαδικασία, ελάχιστα έκαναν θεσμικά και πρακτικά για την χαλιναγώγηση τους, το γεγονός είναι ότι τόσο η έλλειψη συντονισμού μεταξύ τους, όσο κυρίως η αδυναμία ειλικρινούς καταγραφής των στρεβλώσεων του Ελληνικού παραγωγικού μοντέλου και η άμεση αντιμετώπισης τους οδήγησαν στην αποδοχή ενός στρεβλού σχεδιασμού που δεν μπορούσε να λειτουργήσει στη χώρα μας.
Το ζήτημα πλέον σήμερα είναι αν προλαβαίνει η κυβέρνηση να κερδίσει το στοίχημα της ανάπτυξης ώστε να αντιστραφεί το εξαιρετικά αρνητικό κλίμα και με ποιο τρόπο θα επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι που μοιάζουν ειδικά στο χώρο των εσόδων να ξεφεύγουν επικίνδυνα. Όσον αφορά το πρώτο το ζήτημα είναι πλέον απολύτως ξεκάθαρο. Κάθε μέρα καθυστέρησης κατάθεσης μακρόπνοου και στοχευμένου στους πιο παραγωγικού τομείς, σχεδίου (προς το παρόν πάντως κατασκευές και ναυτιλία μάλλον διώκονται ενώ ο τουρισμός παραμένει προσκολλημένος σε ένα παρωχημένο μοντέλο) δεν δημιουργεί απλώς βαθύτερες και μακρόχρονες ρίζες για την ύφεση αλλά εμπεδώνουν σε τοπικούς και διεθνείς κύκλους την εικόνα μιας χώρας που δεν ενδείκνυται για επενδύσεις, διοχετεύοντας μαζικά κεφάλαια προς γειτονικές αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως της Τουρκίας ή της Κροατίας.
Από την άλλη δεν πείθει ιδιαίτερα η προσπάθεια καθησυχασμού για τη μη επιβολή νέων φόρων και επίτευξης των στόχων μέσω περαιτέρω περικοπής δαπανών (γιατί άραγε δεν έγιναν εξαρχής, εκτός κι αν στις δαπάνες περιλαμβάνονται και πάλι οι μισθοί και οι συντάξεις!!). Πάντως πιο πιθανό μοιάζει το σενάριο, εφόσον καταστεί απολύτως αναγκαίο να υπάρξει μια ακόμα φορολογική επιδρομή με μεταφορά προϊόντων καθημερινής χρήσης στον μεγαλύτερο συντελεστή ΦΠΑ, νέα αύξηση ειδικών φόρων κατανάλωσης σε καύσιμα, ποτά και τσιγάρα, αύξηση τελών κυκλοφορίας με «οικολογικό» πρόσχημα. Αυτές όμως οι επιλογές πέρα από ανατροφοδότες της ύφεσης έχουν πλέον εξαντλήσει και την όποια δυναμική τους, αφού τα όρια της Ελληνικής κοινωνίας έχουν ξεπεραστεί κι η επιμονή της κυβέρνησης σε αυτό το σκεπτικό πέρα από τη χώρα θα οδηγήσει και την ίδια σύντομα σε πλήρες πολιτικό αδιέξοδο.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια