Η σκανδαλολογία υπήρξε στον τόπο μας βασικό συστατικό κάθε προεκλογικής περιόδου και βασικό όπλο (το άλλο είναι η οικονομική κατάσταση) κάθε αντιπολίτευσης στην προσπάθεια αποδόμησης της εκάστοτε κυβέρνησης. Η έλλειψη θεσμών διαφάνειας και διαδικασιών που θα επιτρέπουν τον συνεχή, ανεξάρτητο έλεγχο όλων των αποφάσεων, ώστε να περιορίζονται τα περιθώρια αδιαφανών κινήσεων, επιτρέπει μια ατέρμονη ηθικολογία, συχνά αστήριχτη. Εθίζοντας τους πολίτες στην ταχεία κατακρήμνιση και την ισοπέδωση όσων πριν λίγο καιρό αναγόρευαν σε «σωτήρες» (μάλλον ως διαδικασία αυτοκάθαρσης των δικών μας ενοχών), επιχειρείται η νομοτελειακή ανάδειξη κάποιων σε λύση, σε ένα πρόβλημα που οι ρίζες του εκτείνονται πέρα από τις πρόσκαιρες κομματικές αντιμαχίες.
Το ΠΑΣΟΚ επένδυσε προεκλογικά έντονα σε αυτή τη λογική, γνωρίζοντας την αδυναμία του αρχηγού του να εμπνεύσει με το λόγο και το όραμα του τους πολίτες. Μετεκλογικά δε, συνειδητοποιώντας την πλήρη αδυναμία του να σταθεί στο ύψος των υποσχεθέντων επένδυσε στη διατήρηση του κλίματος σκανδαλολογίας ανοίγοντας έναν νέο κύκλο εξεταστικών και προανακριτικών επιτροπών ακόμα και για υποθέσεις που είχαν ελεγχθεί από τη Βουλή. Η όλη διαδικασία όμως δεν μας έκανε προς το παρόν πιο σοφούς. Άνθρακες αποδείχτηκε ο θησαυρός, αφού δεν μπόρεσε να στοιχειοθετηθεί ζημιά του δημοσίου από τις μεταβιβάσεις ακινήτων στο ζήτημα του Βατοπεδίου και η υπόθεση SIEMENS πέρα από την ομολογημένη ανάμειξη στενών πολιτικών φίλων του Κ. Σημίτη, δεν ανέδειξε την περιβόητη «χορηγία» Χριστοφοράκου προς και τα δυο κόμματα εξουσίας, οδηγώντας στην άκαρπη περαίωση των εργασιών της επιτροπής.
Τώρα λοιπόν που οι «βάρβαροι» αρχίζουν να αποτελούν μακρινό παρελθόν, τι μένει στο οπλοστάσιο της κυβέρνησης; Απ’ ότι φαίνεται μια ακόμα εξεταστική για τα στατιστικά στοιχεία των τελευταίων ετών. Ο κατ’ αποκοπή όμως έλεγχος μόνο για την τελευταία πενταετία (σε μια περίοδο ανάγκης αναστύλωσης της διεθνούς αξιοπιστίας μας) καταδεικνύει και πάλι την αγωνία για ανακύκλωση του ίδιου κλίματος ως τελευταίο προπύργιο αντίστασης κι εκτροπής της προσοχής των πολιτών από τα φλέγοντα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα. Γνωρίζουν άλλωστε καλά, τις λογιστικές αλχημείες που χρησιμοποιήσαμε μαζί με άλλες χώρες (Ιταλία, Βέλγιο κλπ) για να επιτύχουμε την είσοδο μας στη ζώνη του ευρώ, οπότε αυτή η αναμόχλευση αυτής της ιστορίας μόνο ζημιά έχει να κάνει στη χώρα.
Αν επιθυμούσε ειλικρινά να συνεισφέρει στον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος θα προωθούσε άμεσα ρυθμίσεις για τον περιορισμό του «μαύρου» πολιτικού χρήματος, για τον έλεγχο και τη διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων, για την ανανέωση των θεσμών. Όσο δεν προωθεί τέτοιες επιλογές, πέρα από την αλλαγή του εκλογικού νόμου προς ένα πλήρως αρχηγικό και κομματικά ελεγχόμενο μοντέλο, θα πρέπει να αποδεχτεί ότι είναι κύριο συστατικό ενός ξεπερασμένου συστήματος διακυβέρνησης. Ας αντιμετωπίσει λοιπόν κατάματα τη λαϊκή απογοήτευση, την οργή για τα αντιλαϊκά μέτρα και την έλλειψη ελπίδας όπως αποδεικνύουν οι συνεχείς αναφορές στα διεθνή μέσα για την πιθανότητα συνέχισης του μνημονίου και μετά το 2013, λόγω αδυναμίας εξόδου στις αγορές.
Από την άλλη η ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά, έχει πάρει οριστικό διαζύγιο από τις νοοτροπίες της ταύτισης ηθικού και νόμιμου, αναδεικνύει νέα πρόσωπα, αναπτύσσει φρέσκια επιχειρηματολογία προσπαθώντας να δώσει στους πολίτες την χαμένη τους αισιοδοξία. Αποτελεί σταδιακά διακριτή εναλλακτική λύση και η κοινωνία αρχίζει να ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της, παρά τη λυσσαλέα διάθεση απαξίωσης του λόγου της από τους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς υποστηρικτές του μνημονίου. Αυτά όμως δεν αρκούν για να αποτρέψουν την απολογία που αποζητάει ο κόσμος από την κυβέρνηση για τα σημερινά αδιέξοδα. Οι «βάρβαροι» δεν αποτελούν πλέον τη συννεφιά που θολώνει το τοπίο. Τα ερωτήματα είναι αμείλικτα και οι κυβερνητικές ευθύνες πρόδηλες.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Το ΠΑΣΟΚ επένδυσε προεκλογικά έντονα σε αυτή τη λογική, γνωρίζοντας την αδυναμία του αρχηγού του να εμπνεύσει με το λόγο και το όραμα του τους πολίτες. Μετεκλογικά δε, συνειδητοποιώντας την πλήρη αδυναμία του να σταθεί στο ύψος των υποσχεθέντων επένδυσε στη διατήρηση του κλίματος σκανδαλολογίας ανοίγοντας έναν νέο κύκλο εξεταστικών και προανακριτικών επιτροπών ακόμα και για υποθέσεις που είχαν ελεγχθεί από τη Βουλή. Η όλη διαδικασία όμως δεν μας έκανε προς το παρόν πιο σοφούς. Άνθρακες αποδείχτηκε ο θησαυρός, αφού δεν μπόρεσε να στοιχειοθετηθεί ζημιά του δημοσίου από τις μεταβιβάσεις ακινήτων στο ζήτημα του Βατοπεδίου και η υπόθεση SIEMENS πέρα από την ομολογημένη ανάμειξη στενών πολιτικών φίλων του Κ. Σημίτη, δεν ανέδειξε την περιβόητη «χορηγία» Χριστοφοράκου προς και τα δυο κόμματα εξουσίας, οδηγώντας στην άκαρπη περαίωση των εργασιών της επιτροπής.
Τώρα λοιπόν που οι «βάρβαροι» αρχίζουν να αποτελούν μακρινό παρελθόν, τι μένει στο οπλοστάσιο της κυβέρνησης; Απ’ ότι φαίνεται μια ακόμα εξεταστική για τα στατιστικά στοιχεία των τελευταίων ετών. Ο κατ’ αποκοπή όμως έλεγχος μόνο για την τελευταία πενταετία (σε μια περίοδο ανάγκης αναστύλωσης της διεθνούς αξιοπιστίας μας) καταδεικνύει και πάλι την αγωνία για ανακύκλωση του ίδιου κλίματος ως τελευταίο προπύργιο αντίστασης κι εκτροπής της προσοχής των πολιτών από τα φλέγοντα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα. Γνωρίζουν άλλωστε καλά, τις λογιστικές αλχημείες που χρησιμοποιήσαμε μαζί με άλλες χώρες (Ιταλία, Βέλγιο κλπ) για να επιτύχουμε την είσοδο μας στη ζώνη του ευρώ, οπότε αυτή η αναμόχλευση αυτής της ιστορίας μόνο ζημιά έχει να κάνει στη χώρα.
Αν επιθυμούσε ειλικρινά να συνεισφέρει στον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος θα προωθούσε άμεσα ρυθμίσεις για τον περιορισμό του «μαύρου» πολιτικού χρήματος, για τον έλεγχο και τη διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων, για την ανανέωση των θεσμών. Όσο δεν προωθεί τέτοιες επιλογές, πέρα από την αλλαγή του εκλογικού νόμου προς ένα πλήρως αρχηγικό και κομματικά ελεγχόμενο μοντέλο, θα πρέπει να αποδεχτεί ότι είναι κύριο συστατικό ενός ξεπερασμένου συστήματος διακυβέρνησης. Ας αντιμετωπίσει λοιπόν κατάματα τη λαϊκή απογοήτευση, την οργή για τα αντιλαϊκά μέτρα και την έλλειψη ελπίδας όπως αποδεικνύουν οι συνεχείς αναφορές στα διεθνή μέσα για την πιθανότητα συνέχισης του μνημονίου και μετά το 2013, λόγω αδυναμίας εξόδου στις αγορές.
Από την άλλη η ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά, έχει πάρει οριστικό διαζύγιο από τις νοοτροπίες της ταύτισης ηθικού και νόμιμου, αναδεικνύει νέα πρόσωπα, αναπτύσσει φρέσκια επιχειρηματολογία προσπαθώντας να δώσει στους πολίτες την χαμένη τους αισιοδοξία. Αποτελεί σταδιακά διακριτή εναλλακτική λύση και η κοινωνία αρχίζει να ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της, παρά τη λυσσαλέα διάθεση απαξίωσης του λόγου της από τους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς υποστηρικτές του μνημονίου. Αυτά όμως δεν αρκούν για να αποτρέψουν την απολογία που αποζητάει ο κόσμος από την κυβέρνηση για τα σημερινά αδιέξοδα. Οι «βάρβαροι» δεν αποτελούν πλέον τη συννεφιά που θολώνει το τοπίο. Τα ερωτήματα είναι αμείλικτα και οι κυβερνητικές ευθύνες πρόδηλες.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια