Οι αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010 αποτελούσαν έτσι κι αλλιώς μια ιστορική στιγμή για τα Ελληνικά πολιτικά δρώμενα. Η διοικητική μεταρρύθμιση φέρνει μαζί της συνέπειες (θετικές και αρνητικές) την έκταση των οποίων δεν έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως οι πολίτες κι απ’ ότι φαίνεται ελάχιστα έχουν αφομοιώσει πολλοί από αυτούς που θα κληθούν να την υπηρετήσουν. Οι συγκεκριμένες όμως εκλογές διενεργούνται και σε ένα πρωτοφανές κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, όπως το έχει σχηματοποιήσει η έλευση της Τρόικας στη χώρα και οι μνημονιακές πολιτικές. Προφανώς κάθε εκλογική μάχη δίνει τα δικά της μηνύματα. Τόσο μηνύματα που έχουν σχέση με το ύφος και το είδος της κάθε διαδικασίας (εδώ αυτοδιοικητικά), όσο και γενικότερα σε σχέση με τα συνολικά κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα. Επειδή όμως το μερικό περιλαμβάνεται στο όλον και προσδιορίζεται από αυτό, είναι υποκριτικό να μην αποδεχόμαστε ότι η ψήφος είναι πρωτίστως μια πολιτική, με την ευρύτερη έννοια, επιλογή που διυλίζεται μέσα από την πολιτική φιλοσοφία του κάθε πολίτη.
Είναι γεγονός ότι όσο πιο περιορισμένο σε γεωγραφικό εύρος και κατακερματισμένο διοικητικά ήταν το εκλογικό σώμα στις αυτοδιοικητικές εκλογές, τόσο οι προσωπικές, συγγενικές, επαγγελματικές και κάθε άλλου είδους σχέσεις, έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην τελική επιλογή του ψηφοφόρου. Η διεύρυνση της διοικητικής βάσης και η προοπτική διαχείρισης σημαντικών αρμοδιοτήτων μετατρέπουν τους νέους δήμους, αλλά κυρίως τις Περιφέρειες, σε κομβικές κοιτίδες άσκησης πολιτικής, όπου η ιδεολογική προσέγγιση των υπευθύνων τους επί της ουσίας καθορίζει και τις προτεραιότητες των επιλογών τους. Ανεξαρτήτως λοιπόν της μνημονιακής πραγματικότητας, ο πολύ πιο έντονος πολιτικός χαρακτήρας αυτών των εκλογών ήταν δεδομένος.
Αυτή όμως η πραγματικότητα έρχεται όμως ως ενισχυτικό στοιχείο της πλήρους πολιτικοποίησης του εκλογικού μηνύματος. Ακόμα και στο ΠΑΣΟΚ συνειδητοποίησαν έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, ότι εθελοτυφλούσαν αν πίστευαν ότι μπορεί ο πολίτης να κατευθυνθεί στην κάλπη αποκομμένος από τα καθημερινά βιώματα του, λησμονώντας τις απορίες του για το πως οδηγηθήκαμε σε αυτή την κατάσταση, αδιαφορώντας για τις προοπτικές που διαγράφονται για τη χώρα, σε όλα τα επίπεδα, και τις συνέπειες τους στον ίδιο και τις μελλοντικές γενιές.
Αντί όμως να δει αυτή την εκλογική μάχη ως ευκαιρία έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας που θα της επέτρεπε, αν το επιθυμούσε, να τη διαχειριστεί θετικά για το κοινωνικό σύνολο ασκώντας, έστω και τώρα, διαπραγματευτική πίεση στους δανειστές και «συμβούλους» της για βελτιώσεις στους αδιέξοδους όρους που συνυπόγραψε, μετέτρεψε την ψήφο των πολιτών σε δημοψήφισμα εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση και την ακολουθούμενη πολιτική της. Μάλλον δεν κατανοούν ότι αυτό λύνει ακόμα περισσότερο τα χέρια των πολιτών, που μπορεί να μην ενθουσιάζονται, με τις συνεχείς προσφυγές σε κάλπες, δυσαρεστούνται όμως πολύ περισσότερο από την απροκάλυπτη επιχείρηση καταπίεσης της συνείδησης τους.
Άλλωστε η κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε συναισθανθεί την ουσιαστική έλλειψη πολιτικής νομιμοποίησης της, όταν αποφάσιζε να προχωρήσει στην αποδοχή του συγκεκριμένου μνημονίου (με τους όρους και τις συνθήκες που περιλαμβάνει), αφού οι προεκλογικές της δεσμεύσεις, ανεξαρτήτως δικαιολογιών, αποστρέφονταν ακόμα κι ως σκέψη μια τέτοια προοπτική. Αυτή η καταφανής αντίφαση θα μπορούσε να είχε οδηγήσει τότε σε δημοψήφισμα επιβεβαίωσης της κυβερνητικής πολιτικής. Ας δούμε λοιπόν την επερχόμενη ψήφο μας, ως μια ετεροχρονισμένη «προσφορά» αυτού που μας είχε αρνηθεί η κυβέρνηση έξι μήνες πριν. Της δυνατότητας να έχουμε ισχυρό λόγο για την πορεία του τόπου, καταλυτική επιρροή στη διαμόρφωση της πραγματικότητας που μας περιβάλλει.
Κι αυτό θα επιτευχθεί με τη μαζική συμμετοχή μας στη διαδικασία και την καταψήφιση όσων στηρίζουν, συναινούν ή ανέχονται τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών. Οφείλουμε όμως ταυτόχρονα να αναγνωρίσουμε και τη συνεπή στάση του Α. Σαμαρά που πρώτος κατέδειξε το αδιέξοδο των κυβερνητικών επιλογών, προτείνοντας εξαρχής μια εναλλακτική, αναπτυξιακή οπτική. Είναι το υπέρτατο καθήκον μας απέναντι στην προσωπική και εθνική μας αξιοπρέπεια, απέναντι στο φιλότιμο μας, που κάποιοι έχουν βαλθεί να τα κάμψουν με κάθε μέσο. Θα τους το επιτρέψουμε;
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Είναι γεγονός ότι όσο πιο περιορισμένο σε γεωγραφικό εύρος και κατακερματισμένο διοικητικά ήταν το εκλογικό σώμα στις αυτοδιοικητικές εκλογές, τόσο οι προσωπικές, συγγενικές, επαγγελματικές και κάθε άλλου είδους σχέσεις, έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην τελική επιλογή του ψηφοφόρου. Η διεύρυνση της διοικητικής βάσης και η προοπτική διαχείρισης σημαντικών αρμοδιοτήτων μετατρέπουν τους νέους δήμους, αλλά κυρίως τις Περιφέρειες, σε κομβικές κοιτίδες άσκησης πολιτικής, όπου η ιδεολογική προσέγγιση των υπευθύνων τους επί της ουσίας καθορίζει και τις προτεραιότητες των επιλογών τους. Ανεξαρτήτως λοιπόν της μνημονιακής πραγματικότητας, ο πολύ πιο έντονος πολιτικός χαρακτήρας αυτών των εκλογών ήταν δεδομένος.
Αυτή όμως η πραγματικότητα έρχεται όμως ως ενισχυτικό στοιχείο της πλήρους πολιτικοποίησης του εκλογικού μηνύματος. Ακόμα και στο ΠΑΣΟΚ συνειδητοποίησαν έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, ότι εθελοτυφλούσαν αν πίστευαν ότι μπορεί ο πολίτης να κατευθυνθεί στην κάλπη αποκομμένος από τα καθημερινά βιώματα του, λησμονώντας τις απορίες του για το πως οδηγηθήκαμε σε αυτή την κατάσταση, αδιαφορώντας για τις προοπτικές που διαγράφονται για τη χώρα, σε όλα τα επίπεδα, και τις συνέπειες τους στον ίδιο και τις μελλοντικές γενιές.
Αντί όμως να δει αυτή την εκλογική μάχη ως ευκαιρία έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας που θα της επέτρεπε, αν το επιθυμούσε, να τη διαχειριστεί θετικά για το κοινωνικό σύνολο ασκώντας, έστω και τώρα, διαπραγματευτική πίεση στους δανειστές και «συμβούλους» της για βελτιώσεις στους αδιέξοδους όρους που συνυπόγραψε, μετέτρεψε την ψήφο των πολιτών σε δημοψήφισμα εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση και την ακολουθούμενη πολιτική της. Μάλλον δεν κατανοούν ότι αυτό λύνει ακόμα περισσότερο τα χέρια των πολιτών, που μπορεί να μην ενθουσιάζονται, με τις συνεχείς προσφυγές σε κάλπες, δυσαρεστούνται όμως πολύ περισσότερο από την απροκάλυπτη επιχείρηση καταπίεσης της συνείδησης τους.
Άλλωστε η κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε συναισθανθεί την ουσιαστική έλλειψη πολιτικής νομιμοποίησης της, όταν αποφάσιζε να προχωρήσει στην αποδοχή του συγκεκριμένου μνημονίου (με τους όρους και τις συνθήκες που περιλαμβάνει), αφού οι προεκλογικές της δεσμεύσεις, ανεξαρτήτως δικαιολογιών, αποστρέφονταν ακόμα κι ως σκέψη μια τέτοια προοπτική. Αυτή η καταφανής αντίφαση θα μπορούσε να είχε οδηγήσει τότε σε δημοψήφισμα επιβεβαίωσης της κυβερνητικής πολιτικής. Ας δούμε λοιπόν την επερχόμενη ψήφο μας, ως μια ετεροχρονισμένη «προσφορά» αυτού που μας είχε αρνηθεί η κυβέρνηση έξι μήνες πριν. Της δυνατότητας να έχουμε ισχυρό λόγο για την πορεία του τόπου, καταλυτική επιρροή στη διαμόρφωση της πραγματικότητας που μας περιβάλλει.
Κι αυτό θα επιτευχθεί με τη μαζική συμμετοχή μας στη διαδικασία και την καταψήφιση όσων στηρίζουν, συναινούν ή ανέχονται τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών. Οφείλουμε όμως ταυτόχρονα να αναγνωρίσουμε και τη συνεπή στάση του Α. Σαμαρά που πρώτος κατέδειξε το αδιέξοδο των κυβερνητικών επιλογών, προτείνοντας εξαρχής μια εναλλακτική, αναπτυξιακή οπτική. Είναι το υπέρτατο καθήκον μας απέναντι στην προσωπική και εθνική μας αξιοπρέπεια, απέναντι στο φιλότιμο μας, που κάποιοι έχουν βαλθεί να τα κάμψουν με κάθε μέσο. Θα τους το επιτρέψουμε;
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια