Η τελευταία Σύνοδος των 20 ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη, ανέδειξε για μια ακόμα φορά, ανάμεσα στα άλλα ζητήματα, το σχεδόν προαιώνιο δίλημμα του τι προέχει ως επιλογή, μετά από μια σημαντική οικονομική κρίση. Η εμμονή στην άμεση δημοσιονομική προσαρμογή με πάση θυσία ταχύτατο περιορισμό των ελλειμμάτων ή η προσπάθεια συντήρησης ενός θετικού αναπτυξιακού κλίματος που με την αναθέρμανση της αγοράς θα δημιουργήσει και δημοσιονομικά οφέλη; Το ερώτημα μοιάζει λίγο με την γνωστή απορία για το αυγό και την κότα! Οι δυο επιλογές αποτελούν τα «άκρα» ενός μοχλού που η υπερβολή στην κίνηση του ενός μέρους μπορεί να οδηγήσει στην ολοσχερή πτώση συνολικά του «μηχανισμού».
Κάθε χώρα με βάση το είδος και το ύψος του δημοσιονομικού προβλήματος, τις παραγωγικές ιδιαιτερότητες αλλά και τη διεθνή θέση της που επηρεάζει το περιθώριο αποφάσεων, πρέπει να επιλέξει αυτό το μίγμα πολιτικής που θα της επιτρέψει τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας κράτους και αγοράς αλλά ταυτόχρονα θα της εξασφαλίσει και τη δυνατότητα αύξησης της παραγωγικότητας, ώστε να καταπολεμηθούν η ανεργία και οι γενικότερες κοινωνικές συνέπειες. Καλή βέβαια η θεωρία, αλλά πως μπορεί αυτό το αξίωμα να μετεξελιχθεί σε πρακτική άσκηση πολιτικής;
Οι ισχυρότερες οικονομίες, ειδικά οι πιο ώριμες από αυτές, μπορούν να ενισχύσουν τις δημόσιες επενδύσεις αλλά αυτή η κίνηση ακριβώς επειδή συσσωρεύει χρέη και ελλείμματα δεν μπορεί να είναι μια μακρόπνοη πολιτική. Οι Κευνσιανές προσεγγίσεις δεν πρέπει παρά να αποτελούν παροδικές, στοχευμένες επιλογές για να συντηρήσουν την προοπτική συγκεκριμένων τομέων, ιδιαίτερα των υποδομών, που δημιουργούν καλύτερο περιβάλλον για τις όποιες μετέπειτα επενδύσεις. Προφανώς οι πιο αδύναμες οικονομίες, όταν μάλιστα διαθέτουν ήδη ένα αρκετά αυξημένο χρέος δεν διαθέτουν μεγάλα περιθώρια τέτοιων κινήσεων, αλλά αν υπάρξει σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση με τη δημοσιονομική προσαρμογή, χωρίς παροχή φθηνού δανεισμού, οδηγούνται ουσιαστικά με κάποια καθυστέρηση στη χρεοκοπία.
Σε περιπτώσεις μάλιστα όπως η δική μας, υπάρχει η «χρυσή» εφεδρεία των πόρων από την Ε.Ε. (ΕΣΠΑ κι άλλα προγράμματα ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας) τα οποία όμως απαιτούν ένα καλά οργανωμένο μηχανισμό αξιολόγησης και προώθησης καινοτόμων ιδεών, που δεν διαθέτουμε περιπλεγμένοι στην γραφειοκρατία και την πολυνομία. Εξαρχής ο μεγάλος στόχος πρέπει να είναι οι ευρύτατες διαρθρωτικές αλλαγές που αποδεικνύουν και στις αγορές την ειλικρινή πρόθεση για βελτίωση του παραγωγικού μοντέλου. Αυτή η προσπάθεια δεν μπορεί να συνθλίβεται κάτω από τους όρους και το χρονοδιάγραμμα της δημοσιονομικής πολιτικής, θέτοντας σε θέση «μάχης» την κοινωνία και δημιουργώντας κλίμα απογοήτευσης στην αγορά, που αποτρέπει την πλήρη εκμετάλλευση των όποιων οφελών, οδηγώντας σε ύφεση κι ανατροφοδότηση των ελλειμμάτων.
Με το βλέμμα στο μέλλον οι κοινωνίες οφείλουν να επαναπροσδιορίσουν του στόχους τους για τη διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, ώστε να υπάρχει σε όλες τις βαθμίδες της, ουσιαστική σύνδεση με τις ανάγκες της αγοράς, και να αναδειχθεί η ανάγκη για εξειδίκευση σε συγκεκριμένους τομείς που δεν θα πρέπει υποχρεωτικά να περνά μέσα από τη γνωστή φόρμα της Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα θα πρέπει να αλλάξουν τη προσέγγιση τους απέναντι στην καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες. Δεν θα πρέπει να αποτελούν απλά μια συμπληρωματική μορφή έρευνας αλλά το κέντρο των εξελίξεων, αφού μόνο μέσα από αυτές μπορεί να πορκύψουν νέοι και πιο αποδοτικοί τρόποι οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας.
Τα μεγάλα ζητούμενα όμως των ημερών, όπως προέκυψαν κι από τη Σύνοδο είναι ο έλεγχος των κερδοσκοπικών στρεβλώσεων της χρηματοοικονομικής αγοράς οι παγκόσμιες νομισματικές ισορροπίες, η διαχείριση και τα όρια του ύψους των πλεονασμάτων των κύριων εξαγωγικών δυνάμεων. Το πρώτο αποτελεί μια γενική ευχή στην οποία κάποιοι ευσχήμως αντιτίθενται για να μην απειληθούν τα οφέλη τους από την παρουσία των funds στις χώρες τους. Η ελπίδα για καλύτερη ρύθμιση συγκεκριμένων πρακτικών που ενισχύουν την κερδοσκοπία, χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο για τον επενδυτή, παραμένει ισχυρή. Από την πρόθεση των κυβερνήσεων εξαρτάται αν θα επέλθει η ποθούμενη εξισορρόπηση.
Όσον αφορά τα άλλα δυο, που ως ένα βαθμό αλληλοεπηρεάζονται, είναι γεγονός ότι ανοίγει επιτέλους η συζήτηση τόσο για την προοπτική ενός νέου Bretton Woods, όπου οι συναλλαγματικές ισορροπίες θα προκύπτουν από ένα σύνολο νομισμάτων ανεπτυγμένων οικονομιών (με τις αναδυόμενες Κίνα, Ινδία, Βραζιλία να παίζουν σημαντικό ρόλο) αλλά και για τον περιορισμό των υπερβολικών πλεονασμάτων που κάποιες χώρες (Γερμανία, Κίνα) συντηρούν εις βάρος της εσωτερικής τους κατανάλωσης, δημιουργώντας προφανείς στρεβλώσεις στο παγκόσμιο οικονομικό πεδίο.
Άλλωστε αυτά τα δυο σημαντικά παραδείγματα τέτοιων ανισορροπιών όπου αυτοί που τα δημιούργησαν εθελοτυφλούν για τις δικές τους ευθύνες στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν αυτοί από την κατανάλωση των οποίων δημιουργήθηκαν τα πλεονάσματα τους, αποδεικνύουν ότι αυτές οι εμμονές μπορεί να αποδειχθούν καταστροφικές. Η πιθανότητα οι ΗΠΑ να περάσουν από 2η φάση ύφεσης και η καχεξία κάποιων Ευρωπαϊκών οικονομιών οφείλεται σε σημαντικό βαθμό και σε αυτή την αδιέξοδο, εγωιστική λογική. Καλό είναι λοιπόν να προσέλθουν όλοι σε έναν ειλικρινή διάλογο έχοντας υπόψη τους ότι η «καταστροφή» αυτών που σε θρέφουν είναι επί της ουσίας η υπογραφή της σε βάθος χρόνου αυτοκτονίας σου.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Κάθε χώρα με βάση το είδος και το ύψος του δημοσιονομικού προβλήματος, τις παραγωγικές ιδιαιτερότητες αλλά και τη διεθνή θέση της που επηρεάζει το περιθώριο αποφάσεων, πρέπει να επιλέξει αυτό το μίγμα πολιτικής που θα της επιτρέψει τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας κράτους και αγοράς αλλά ταυτόχρονα θα της εξασφαλίσει και τη δυνατότητα αύξησης της παραγωγικότητας, ώστε να καταπολεμηθούν η ανεργία και οι γενικότερες κοινωνικές συνέπειες. Καλή βέβαια η θεωρία, αλλά πως μπορεί αυτό το αξίωμα να μετεξελιχθεί σε πρακτική άσκηση πολιτικής;
Οι ισχυρότερες οικονομίες, ειδικά οι πιο ώριμες από αυτές, μπορούν να ενισχύσουν τις δημόσιες επενδύσεις αλλά αυτή η κίνηση ακριβώς επειδή συσσωρεύει χρέη και ελλείμματα δεν μπορεί να είναι μια μακρόπνοη πολιτική. Οι Κευνσιανές προσεγγίσεις δεν πρέπει παρά να αποτελούν παροδικές, στοχευμένες επιλογές για να συντηρήσουν την προοπτική συγκεκριμένων τομέων, ιδιαίτερα των υποδομών, που δημιουργούν καλύτερο περιβάλλον για τις όποιες μετέπειτα επενδύσεις. Προφανώς οι πιο αδύναμες οικονομίες, όταν μάλιστα διαθέτουν ήδη ένα αρκετά αυξημένο χρέος δεν διαθέτουν μεγάλα περιθώρια τέτοιων κινήσεων, αλλά αν υπάρξει σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση με τη δημοσιονομική προσαρμογή, χωρίς παροχή φθηνού δανεισμού, οδηγούνται ουσιαστικά με κάποια καθυστέρηση στη χρεοκοπία.
Σε περιπτώσεις μάλιστα όπως η δική μας, υπάρχει η «χρυσή» εφεδρεία των πόρων από την Ε.Ε. (ΕΣΠΑ κι άλλα προγράμματα ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας) τα οποία όμως απαιτούν ένα καλά οργανωμένο μηχανισμό αξιολόγησης και προώθησης καινοτόμων ιδεών, που δεν διαθέτουμε περιπλεγμένοι στην γραφειοκρατία και την πολυνομία. Εξαρχής ο μεγάλος στόχος πρέπει να είναι οι ευρύτατες διαρθρωτικές αλλαγές που αποδεικνύουν και στις αγορές την ειλικρινή πρόθεση για βελτίωση του παραγωγικού μοντέλου. Αυτή η προσπάθεια δεν μπορεί να συνθλίβεται κάτω από τους όρους και το χρονοδιάγραμμα της δημοσιονομικής πολιτικής, θέτοντας σε θέση «μάχης» την κοινωνία και δημιουργώντας κλίμα απογοήτευσης στην αγορά, που αποτρέπει την πλήρη εκμετάλλευση των όποιων οφελών, οδηγώντας σε ύφεση κι ανατροφοδότηση των ελλειμμάτων.
Με το βλέμμα στο μέλλον οι κοινωνίες οφείλουν να επαναπροσδιορίσουν του στόχους τους για τη διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, ώστε να υπάρχει σε όλες τις βαθμίδες της, ουσιαστική σύνδεση με τις ανάγκες της αγοράς, και να αναδειχθεί η ανάγκη για εξειδίκευση σε συγκεκριμένους τομείς που δεν θα πρέπει υποχρεωτικά να περνά μέσα από τη γνωστή φόρμα της Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα θα πρέπει να αλλάξουν τη προσέγγιση τους απέναντι στην καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες. Δεν θα πρέπει να αποτελούν απλά μια συμπληρωματική μορφή έρευνας αλλά το κέντρο των εξελίξεων, αφού μόνο μέσα από αυτές μπορεί να πορκύψουν νέοι και πιο αποδοτικοί τρόποι οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας.
Τα μεγάλα ζητούμενα όμως των ημερών, όπως προέκυψαν κι από τη Σύνοδο είναι ο έλεγχος των κερδοσκοπικών στρεβλώσεων της χρηματοοικονομικής αγοράς οι παγκόσμιες νομισματικές ισορροπίες, η διαχείριση και τα όρια του ύψους των πλεονασμάτων των κύριων εξαγωγικών δυνάμεων. Το πρώτο αποτελεί μια γενική ευχή στην οποία κάποιοι ευσχήμως αντιτίθενται για να μην απειληθούν τα οφέλη τους από την παρουσία των funds στις χώρες τους. Η ελπίδα για καλύτερη ρύθμιση συγκεκριμένων πρακτικών που ενισχύουν την κερδοσκοπία, χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο για τον επενδυτή, παραμένει ισχυρή. Από την πρόθεση των κυβερνήσεων εξαρτάται αν θα επέλθει η ποθούμενη εξισορρόπηση.
Όσον αφορά τα άλλα δυο, που ως ένα βαθμό αλληλοεπηρεάζονται, είναι γεγονός ότι ανοίγει επιτέλους η συζήτηση τόσο για την προοπτική ενός νέου Bretton Woods, όπου οι συναλλαγματικές ισορροπίες θα προκύπτουν από ένα σύνολο νομισμάτων ανεπτυγμένων οικονομιών (με τις αναδυόμενες Κίνα, Ινδία, Βραζιλία να παίζουν σημαντικό ρόλο) αλλά και για τον περιορισμό των υπερβολικών πλεονασμάτων που κάποιες χώρες (Γερμανία, Κίνα) συντηρούν εις βάρος της εσωτερικής τους κατανάλωσης, δημιουργώντας προφανείς στρεβλώσεις στο παγκόσμιο οικονομικό πεδίο.
Άλλωστε αυτά τα δυο σημαντικά παραδείγματα τέτοιων ανισορροπιών όπου αυτοί που τα δημιούργησαν εθελοτυφλούν για τις δικές τους ευθύνες στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν αυτοί από την κατανάλωση των οποίων δημιουργήθηκαν τα πλεονάσματα τους, αποδεικνύουν ότι αυτές οι εμμονές μπορεί να αποδειχθούν καταστροφικές. Η πιθανότητα οι ΗΠΑ να περάσουν από 2η φάση ύφεσης και η καχεξία κάποιων Ευρωπαϊκών οικονομιών οφείλεται σε σημαντικό βαθμό και σε αυτή την αδιέξοδο, εγωιστική λογική. Καλό είναι λοιπόν να προσέλθουν όλοι σε έναν ειλικρινή διάλογο έχοντας υπόψη τους ότι η «καταστροφή» αυτών που σε θρέφουν είναι επί της ουσίας η υπογραφή της σε βάθος χρόνου αυτοκτονίας σου.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια