Όταν πριν λίγες μέρες, περιγράφαμε τη «φάκα» της μεταφοράς των βαρών της μελλοντικής διαρκούς δημοσιονομικής προσαρμογής στους πολίτες, λόγω έλλειψης θέλησης αναδιοργάνωσης του αναπτυξιακού μας μοντέλου και σύγκρουσης με τα συμφέροντα που συντηρούν τις χρόνιες παθογένειες της οικονομίας μας, ειλικρινά δεν περιμέναμε να επιβεβαιωθούμε τόσο σύντομα. Στις αμφιβολίες Ξυνίδη για τη συνέχιση των μεγάλων έργων υποδομής, ήρθε να προστεθεί η προτροπή του άοκνου «λαγού» των κυβερνητικών προθέσεων κ. Πάγκαλου, για επιστροφή των πολιτών στη χειρωνακτική εργασία, αν δεν θέλουν να βρεθούν σε καθεστώς μόνιμης ανεργίας.
Η αναφορά μας δεν εμπεριέχει φυσικά καμιά μομφή προς τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας. Άλλωστε ο μόχθος της χειρωνακτικής εργασίας, σε μια, επί δεκαετίες, κατά βάση γεωργική χώρα, ανέθρεψε γενιές Ελλήνων σε εξαιρετικά δύσκολες εποχές,. Άλλωστε μετά τη δεκαετία του ’60 εμφανίστηκε κι αργότερα γιγαντώθηκε, ως θεμιτό πόθο μιας γενιάς για το καλύτερο δυνατό μέλλον των παιδιών της, η φρενίτιδα για την απόκτηση ακαδημαϊκής γνώσης. Μια τάση που δημιούργησε την πίεση για εγκατάσταση Πανεπιστημιακών σχολών σε όλο και περισσότερες πόλεις (σε μια προσπάθεια διατήρησης πολιτικών ισορροπιών κι ενίσχυσης των τοπικών οικονομιών).
Είναι αυτή η εμπεδωμένη άποψη μιας άλλης εποχής για κοινωνική και οικονομική καταξίωση μέσω της απόκτησης ενός πτυχίου, που έφερε την υπερπληθώρα των αποφοίτων που σήμερα συνιστούν ένα ιδιότυπο προλεταριάτο. Εάν όμως οι κυβερνήσεις επιθυμούσαν να καταδείξουν το αδιέξοδο αυτής της λογικής σε μια χώρα με περιορισμένα περιθώρια αξιοποίησης εξειδικευμένης γνώσης (που συχνά δεν παρέχουν καν ολοκληρωμένα, τα Ανώτατα ιδρύματα μας), θα μπορούσαν να έχουν περιορίσει τον αριθμό των εισακτέων που σταδιακά άγγιξε τα τελευταία χρόνια τον αντίστοιχο των υποψηφίων, και να είχαν προχωρήσει στον εξορθολογισμό των υπαρχόντων τμημάτων (πολλά από τα οποία στερούνται ουσιαστικού αντικειμένου).
Η εξασφάλιση πανεπιστημιακής μόρφωσης είναι δικαίωμα του καθενός, γι’ αυτό και κανείς δεν μπορεί να στερήσει την επιλογή της εξόδου στο εξωτερικό ή της φοίτησης σε ιδιωτικές σχολές. Ο εμπλουτισμός των γνώσεων κι η πνευματική εξέλιξη είναι από μόνος του σημαντικός στόχος. Είναι όμως ευθύνη του κράτους να θέτει συγκεκριμένα όρια στο εύρος των δικών του επιδοτήσεων με βάση τις ανάγκες της αγοράς και τη δυνατότητα ενσωμάτωσης στο παραγωγικό δυναμικό της χώρας.
Το ζήτημα λοιπόν δεν βρίσκεται στην αποτύπωση μιας κατάστασης για την οποία όμως την κύρια ευθύνη φέρει και πάλι το πολιτικό σύστημα. Βρίσκεται στην ευκολία με την οποία η κυβέρνηση αποποιείται του θεσμικού ρόλου της, κατρακυλώντας σε επίπεδο «χειρωνακτικής», μη οραματικής, πολιτικής προσέγγισης. Αποποιείται της ευθύνης για δημιουργία εκείνων των συνθηκών που θα αναβαθμίσουν το βιοτικό επίπεδο και θα δώσουν ευκαιρίες αξιοποίησης των προσόντων τους, στους νέους.
Ο ρόλος της δεν είναι να περιορίζει ή να καθυστερεί τις υποδομές που στοιχειοθετούν τη βάση (μαζί με το σταθερό φορολογικό & νομικό πλαίσιο) για κάθε επενδυτική κίνηση. Ο ρόλος της δεν είναι να προσφεύγει στις ευκολίες μιας οριζόντιας δημοσιονομικής προσαρμογής, ούτε να αποδέχεται ως τετελεσμένες, διεθνείς αποφάσεις εκχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων που αδυνατεί να διαπραγματευθεί.
Αν κάποιοι έχουν αποφασίσει ότι η χώρα θα πρέπει να μετατραπεί σε άβουλο δορυφόρο των Γερμανικών επιδιώξεων, με μαζική επανάκαμψη στην πρωτογενή οικονομία, μετατρεπόμενοι σε αυτό που κάποτε περιέγραφε γλαφυρά ο Ανδρέας Παπανδρέου «γκαρσόνια των Ευρωπαίων» τότε μάλλον αγνοούν το δυναμικό της χώρας και στερούνται μακροπρόθεσμου σχεδίου. Κι αυτό δεν τους χαρακτηρίζει απλώς ως ανίκανους, αλλά κι ως απολύτως επικίνδυνους για την υποθήκευση του μέλλοντος μας.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια