Προφανώς αυτό το ερώτημα θα έμοιαζε παράταιρο και ανούσιο, σε φυσιολογικές οικονομικές συνθήκες. Είναι γνωστό ότι η χώρα μας είναι από τις πιο εξαρτημένες ενεργειακά από τις εισαγωγές πετρελαίου. Το φυσικό αέριο μόλις που αρχίζει να αποκτά θέση στη συνείδηση των πολιτών, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας βρίσκονται στα σπάργανα της ανάπτυξης και η συζήτηση για πιθανή εκμετάλλευση της πυρηνικής ενέργειας έχει περιθωριοποιηθεί πριν καν αρχίσει. Πως λοιπόν θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη η νέα εκτόξευση των διεθνών τιμών του πετρελαίου μετά την κοινωνική έκρηξη στη Λιβύη και την επαπειλούμενη επέκταση της και σε άλλες ισχυρές πετρελαϊκά αραβικές χώρες;
Το σίγουρο είναι ότι η άνοδος των τιμών επηρεάζει άμεσα το κόστος νοικοκυριών (μετακίνηση, θέρμανση) και επιχειρήσεων (μεταφορικά, λειτουργικά) με αποτέλεσμα την αυξητική τάση των τιμών και την επιβάρυνση του πληθωρισμού. Σε μια περίοδο που αναζητείται διέξοδος από τον στασιμοπληθωρισμό (βαθιά ύφεση με άνοδο τιμών) μια επιπρόσθετη πίεση από το ενεργειακό κόστος θα εκτροχίαζε κάθε δημοσιονομική πρόβλεψη.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Το σίγουρο είναι ότι η άνοδος των τιμών επηρεάζει άμεσα το κόστος νοικοκυριών (μετακίνηση, θέρμανση) και επιχειρήσεων (μεταφορικά, λειτουργικά) με αποτέλεσμα την αυξητική τάση των τιμών και την επιβάρυνση του πληθωρισμού. Σε μια περίοδο που αναζητείται διέξοδος από τον στασιμοπληθωρισμό (βαθιά ύφεση με άνοδο τιμών) μια επιπρόσθετη πίεση από το ενεργειακό κόστος θα εκτροχίαζε κάθε δημοσιονομική πρόβλεψη.
Ταυτόχρονα όμως θα δημιουργούσε κλίμα αστάθειας στην παγκόσμια οικονομία με το φάσμα της διπλής, αν όχι επί της ουσίας της τριπλής, ύφεσης να φαντάζει πλέον προ των πυλών. Με την εξαίρεση της Κίνας (ελέω της νομισματικής πολιτικής της) και άλλων αναδυόμενων αγορών (Ινδία, Βραζιλία) η αναπτυξιακή τροχιά παραμένει ισχαιμική και η ισχυρή αναταραχή μιας γενικευμένης πετρελαϊκής κρίσης, θα οδηγούσε σε πλήρη ανατροπή των όποιων αισιόδοξων σεναρίων.
Η ενίσχυση του τουρισμού μας και άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων ως συνέπεια των αναταραχών σε Β.Αφρική και Μ.Ανατολή δεν είναι η κύρια πιθανή θετική συνέπεια. Άλλωστε ταυτόχρονα ελλοχεύει και ο κίνδυνος αναθέρμανσης του μεταναστευτικού κινήματος από τον αραβικό κόσμο προς τη χώρα μας, με τις γνωστές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις.
Η μόνη ίσως θετική εξέλιξη για τη χώρα μας θα μπορούσε να υπάρξει είναι καθαρά πολιτικού περιεχομένου και αφορά τον επαναπροσδιορισμό της συνολικής Ευρωπαϊκής θέσης απέναντι στην κρίση. Με την Ιταλία, που έχει και τις μεγαλύτερες εμπορικές σχέσεις με τη Λιβύη, να κινδυνεύει να αποτελέσει τον επόμενο αδύναμο κρίκο της Ευρωζώνης (ήδη το χρέος της ξεπερνά το 120% του ΑΕΠ) και την απειλή του πλήρους εκτροχιασμού των δημοσιονομικών στην Ε.Ε., οι «αραβικές» ταραχές μπορεί να επιδράσουν κατευναστικά στις αντιθέσεις των ηγετών ενόψει της Συνόδου της 25ης Μαρτίου.
Ήδη έχει ακουστεί ότι είναι πιθανή μια ευρύτερη ενδιάμεση συμφωνία όπως αυτή που προτείνεται από τους Μπαρόζο-Ρομπέι που περιγράφει ένα σύμφωνο σταθερότητας με δυνητικές δυνατότητες και μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων από τις εθνικές κυβερνήσεις (από ότι αρχικά είχε εννοηθεί), αρκεί να κινούνται προς την κεντρική κατεύθυνση της δημοσιονομικής ισορροπίας και της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας (πχ να μην επιβληθεί άνοδος των ορίων συνταξιοδότησης στα 67 έτη, αλλά η κάθε χώρα να αναλαμβάνει την ευθύνη βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, κι εφόσον δεν μπορεί να αποδείξει ότι το κατορθώνει με άλλα μέσα, να αποτελεί έσχατη λύση).
Σε αυτό το πλαίσιο και υπό τον υπαρκτό φόβο, λόγω των νέων διεθνών πολιτικών και ενεργειακών συγκυριών, θα μπορούσε να υπάρξει μια ισχυρότερη απάντηση όσον αφορά τη στήριξη των ασθενέστερων οικονομιών με μείωση των επιτοκίων δανεισμού και αύξηση των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου ώστε να απορροφά ακόμα μεγαλύτερο μέρος των «τοξικών» χρεογράφων, όπως τα Ελληνικά ομόλογα.
Μακάρι η κραυγή εκδημοκρατισμού του αραβικού κόσμου να αποτελέσει έναν ανέλπιστο παράγοντα για την επίτευξη των εθνικών στόχων στο επίπεδο του δανεισμού. Το ζήτημα όμως που θα παραμένει είναι η ικανότητα μας να παράγουμε άμεσα πρωτογενή πλεονάσματα και να ενισχύσουμε το αναπτυξιακό κλίμα που δεν ανατάσσεται όσο οι στοχευμένες κινήσεις καθυστερούν και οι απαραίτητες νομοθετικές και φορολογικές παραπέμπονται στις καλένδες.
Δυστυχώς καμιά βελτίωση των όρων δανεισμού δεν αρκεί από μόνη της για να θέση τη χώρα σε μια αισιόδοξη τροχιά και η κυβέρνηση ενάμιση χρόνο μετά μοιάζει όχι μόνο ανίκανη να διαπραγματευτεί τα αυτονόητα αλλά και αναποτελεσματική στην προώθηση ενός σύγχρονου παραγωγικού σχεδίου για τον τόπο.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια