Αυξάνονται και πληθύνονται τα δημοσιεύματα κι οι δηλώσεις που εκθειάζουν τα «ευεργετήματα» των κυβερνήσεων συνεργασίας ή όπως αλλιώς τίθεται μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Τα κραταιά ΜΜΕ και μέρος του πολιτικού κόσμου αναδεικνύουν ως υπεύθυνη στάση απέναντι στις αδιέξοδες εξελίξεις τη συστράτευση του πολιτικού προσωπικού για τη σωτηρία της χώρας. Θεωρητικά ακούγεται μια επιθυμητή εξέλιξη. Ποιος δεν θα ήθελε να υπάρχει η δυνατότητα μια συνεννόησης στα ελάχιστα αυτονόητα για αυτό τον τόπο. Αν είχε υπάρξει μια τόσο εξορθολογισμένη προσέγγιση εδώ και δεκαετίες, μακριά από περιττούς λαϊκισμούς και ανέξοδους βερμπαλισμούς, μπορεί η χώρα να μην βρισκόταν στη σημερινή κατάσταση. Η τωρινή, εσπευσμένη «ωδή» στη συνεργασία είναι τόσο άδολη, σε τι στοχεύει και πάνω σε ποια βάση θα μπορούσε να οικοδομηθεί μετά τις μνημονιακές κυβερνητικές επιλογές.
Τα δεδομένα δυστυχώς απέχουν πολύ από τη ειδυλλιακή εικόνα που επιχειρούν να δημιουργήσουν οι διαπλεκόμενοι δίαυλοι. Αν η κυβέρνηση επιθυμούσε τη συμβολή όλων των δυνάμεων του τόπου σε μια αξιοπρεπή πορεία, δεν θα συνδιαλέγονταν εξαρχής, με τη λογική του προτετελεσμένου με τον διοικητή του ΔΝΤ. Δεν θα στήριζε την πολιτική της στην απαξίωση της χώρας, ούτε θα επένδυε στην πεπατημένη της καμένης γης.
Συναισθανόμενη τη σοβαρότητα της κατάστασης αν όντως επιζητούσε την αποφυγή της εμπλοκής του ΔΝΤ, κάτι που αποδεικνύεται τελικά ως επιδιωκόμενο από πλευράς τους, η κυβέρνηση θα μπορούσε να έχει ζητήσει τη στήριξη του πολιτικού κόσμου για την αναβάθμιση της αξιοπιστίας μας και την καλά μελετημένη πίεση προς όλες τις πλευρές για μια βιώσιμη Ευρωπαϊκή λύση στην κρίση. Μια λύσης που θα προερχόταν μέσα από μια ουσιαστική διαπραγμάτευση για ένα αποτελεσματικό μακροπρόθεσμο πρόγραμμα εξυγίανσης και ταυτόχρονης ανάταξης της οικονομίας.
Όταν λοιπόν την κρίσιμη στιγμή οι κυβερνώντες λιποψύχησαν και ανέλαβαν ακέραιο το βάρος της «μνημονιακής» πορείας μας, έρχονται σήμερα ως αθώοι του αίματος, να ζητήσουν από τον πολιτικό κόσμο, να συναινέσει σε ένα προαποφασισμένο πρόγραμμα. Όταν ακόμα και μετά την υπογραφή του μνημονίου εγκαίρως η ΝΔ κι ο Αντώνης Σαμαράς έκρουαν τον κώδωνα του κίνδυνου, τονίζοντας την ανάγκη για άμεσο περιορισμό της κρατικής σπατάλης, μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης (τα περιβόητα 23 μέτρα), αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας και περιορισμό των εισοδηματικών απωλειών για τα χαμηλά κλιμάκια που ουσιαστικά απλά στερούν ρευστότητα από την κατανάλωση, ποια ήταν η «συναινετική» αντίδραση της κυβέρνησης. Αποσιώπηση, διαστρέβλωση, χλευασμός!!
Τι υποκρύπτει λοιπόν η επαναφορά της «συναινετικής» ρητορικής; Απλά την κυβερνητική ανησυχία για τις πολιτικές εξελίξεις μετά τα εμφανή αδιέξοδα της πολιτικής της και τη συνειδητοποίηση από πλευράς πολιτών της προμελετημένης επιλογής που τελικά δεν αφήνει ούτε χαραμάδα άμεσης αισιοδοξίας. Η εκλογική επιρροή του ΠΑΣΟΚ συρρικνώνεται και η προοπτική αυτοδυναμίας του στης επόμενες εκλογές περιστρέφεται στη σφαίρα της φαντασίας.
Αυτό που απομένει λοιπόν είναι η προσπάθεια αποτροπής αυτοδυναμίας της ΝΔ κι η ενίσχυση της ρητορικής γύρω από την ανάγκη ευρύτερων συναινέσεων που μόνο με κυβερνήσεις συνεργασίας θα μπορούσε να επιτευχθεί. Αν τώρα οι εν δυνάμει σύμμαχοι έχουν τόσο ετερόκλητα χαρακτηριστικά που καθιστούν την όποια σύμπραξη καιροσκοπική και ατελέσφορη, είναι, προφανώς για κάποιους, δευτερεύων ζήτημα.
Η συλλογιστική τους στηρίζεται ουσιαστικά στην αποδοχή της γενικευμένης απαξίωσης του μεταπολιτευτικού σκηνικού. Από τη στιγμή που οι μνημονιακές επιλογές απλά επιτείνουν αυτό το κλίμα ενισχύουν μια διάθεση χαλαρότερης ψήφου που θα μπορούσε να οδηγήσει περισσότερους σχηματισμούς εντός Βουλής. Σχηματισμούς που ανεξαρτήτως ιδεολογικής «ετικέτας» συμβαδίζουν στη στήριξη του υπάρχοντος συστήματος.
Οι φύλακες όμως έχουσιν γνώση και γι’ αυτό η απογοήτευση τους δεν μετατρέπεται σε αποδοχή νεότευκτων φορέων. Παραμένει μια δυνατή φωνή αποδοκιμασίας για το πολιτικά δρώμενα της μεταπολίτευσης, ώσπου την κρίσιμη στιγμή να μετατραπεί σε ωστικό κύμα ανατροπής. Από τη ΝΔ εξαρτάται να αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτή την κοινωνική δυναμική που δεν θα πρέπει να αφεθεί σε παθητικές λογικές αποχής που έμμεσα επιδοκιμάζουν αυτό στο οποίο υποτίθεται ότι αντιτίθενται.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια