Μετάφραση

English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Αρχείο

You Are Here: Home - ΑΓΟΡΕΣ , ΑΝΑΠΤΥΞΗ , ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ , Ε.Ε. , ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ , ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ , ΠΟΛΙΤΙΚΗ - Η «αλήθεια» για την αναδιοργάνωση χρέους

Επανειλημμένα έχουμε αναλύσει από αυτό το μπλογκ, τις οικτρές συνέπειες για την Ελληνική οικονομία, τον κοινωνικό ιστό, το τραπεζικό σύστημα και τα ασφαλιστικά ταμεία, από μια πιθανή κήρυξη στάσης πληρωμών. Ταυτόχρονα τονίζαμε ότι η οικειοθελής προσφορά από πλευράς ιδιωτών επενδυτών για «κούρεμα» των ομολόγων που κατέχουν δεν είναι αναμενόμενη, όσο μάλιστα διαρκεί το μνημόνιο στη χώρα μας. Σε τι χρησιμεύει λοιπόν η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους, από τη στιγμή μάλιστα που οι εξελίξεις για μετά το 2013, είναι λίγο, πολύ δρομολογημένες;

Η εγχώρια αγορά (τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία) κατέχουν ένα ποσό περίπου 60 δις σε κρατικά ομόλογα, ένα ανάλογο ποσό κατέχει και η ΕΚΤ μετά τις μαζικές αγορές από τη δευτερογενή αγορά, στις οποίες προχώρησε το τελευταίο διάστημα. Θεωρείται δεδομένο ότι τα χρεόγραφα που βρίσκονται σε «Ελληνικά χέρια» θα υποστούν μια λογιστική τακτοποίηση με την σημαντική επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής τους και με σαφώς χαμηλότερο επιτόκιο, μέσω της αντικατάστασης των παλαιών με νέους τίτλους ίσης ονομαστικής αξίας.

Επίσης η ΕΚΤ, με την πρόθεση να διευκολύνει την μη περαιτέρω διασπορά του «κινδύνου» στην Ευρωζώνη, θα ήταν πρόθυμη να προχωρήσει σε μια αντίστοιχη κίνηση. Άλλωστε τα ομόλογα ποτ διαθέτει βρίσκονται ήδη σε σημαντικά (γύρω στο 30%) χαμηλότερη τιμή από την αρχική και η αντικατάσταση του με καινούρια αντίστοιχα της σημερινής αξίας των παλαιών, θα ήταν μια άμεση σημαντική ελάφρυνση για την Ελλάδα.

Με πρόχειρους υπολογισμούς αυτές οι δυο λογικές και αναμενόμενες κινήσεις θα επιφέρουν ένα όφελος πλέον των 6 δις ανά έτος (άρα, ταχύτερη μείωση του ελλείμματος), για την πληρωμή των τοκοχρεολυτικών δόσεων. Τα υπόλοιπα βέβαια 2/3 του χρέους βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό στην ιδιοκτησία μεγάλων Ευρωπαϊκών, κυρίως, τραπεζικών ομίλων, με Γερμανία και Γαλλία να έχουν πλέον την πρωτοκαθεδρία, από τη στιγμή μάλιστα που τα Ελβετικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα «ξεφορτώθηκαν» αρκετά δις Ελληνικού χρέους μέσω της πώλησης τους στην ΕΚΤ.

Σε αυτό το επίπεδο η όποια «βελούδινη» ρύθμιση, ώστε να μην θιγούν σημαντικά τα τραπεζικά συμφέροντα και ταυτόχρονα να μην τρωθεί περαιτέρω, τουλάχιστον όχι ιδιαίτερα η αξιοπιστία της Ελλάδας, θα έχει πολιτικό χαρακτήρα και θα προχωρήσει εφόσον έχουμε αποδείξει στους πιστωτές μας, ότι «συμφιλιωθήκαμε» με την επιβολή του Γερμανικού περιοριστικού δημοσιονομικού μοντέλου, προχωρήσαμε σε ταχύτατη «αξιοποίηση» (εντός ή εκτός εισαγωγικών) της δημόσιας ακίνητης περιουσίας και προωθήσαμε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο παραγωγικό μας μηχανισμό.

Σε αυτό το περιβάλλον πιθανότατα να υπάρξει και η τακτική αναπροσαρμογή του ΑΕΠ (γύρω στο 10%) με το επιπρόσθετο, αμφίβολης αξιοπιστίας βέβαια, επιχείρημα ότι θα έχουν αρχίσει να αποδίδουν οι προσπάθειες πάταξης της φοροδιαφυγής εντάσσοντας μέρος της παραοικονομίας στο παραγόμενο εθνικό προϊόν. Όλες αυτές οι κινήσεις μπορούν αθροιστικά να επιφέρουν την μείωση του χρέους κοντά στο 130% που μπορεί να χαρακτηριστεί διαχειρίσιμο υπό την προϋπόθεση όμως ότι η αναπτυξιακή «μηχανή» θα έχει αρχίσει να εντατικοποιεί τους ρυθμούς της.

Όλα λοιπόν καταλήγουν στον ίδιο, χιλιοειπωμένο κοινό παρανομαστή, της ανάπτυξης, τομέα στον οποίο η κυβερνητική πολιτική χωλαίνει επικίνδυνα. Μηδενίζει τις δημόσιες επενδύσεις που δίνουν πνοή, ειδικά στην περιφέρεια, δημιουργώντας και καλύτερες επενδυτικές συνθήκες, ως εύκολο μέσο συγκάλυψης των αδυναμιών του προϋπολογισμού, αρνούμενη μάλιστα χαμηλότοκα δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα επενδύσεων που θα κάλυπταν την εθνική συμμετοχή.

Υπεροφορλογεί τους παραδοσιακά ισχυρούς τομείς της οικονομίας μας, καταδικάζοντας τους στην καχεξία. Αδυνατεί να αντιληφθεί τις προκλήσεις του μέλλοντος επενδύοντας στην τεχνολογία και την καινοτομία, τρέποντας σε μαζική φυγή από τη χώρα, νέους αξιόλογους επιστήμονες.

Το ΕΣΠΑ, με τους περίπλοκους μηχανισμούς αξιολόγησης και την εμπλοκή πλέον των Περιφερειών, είναι πιθανότερο να περάσει μια μακρά περίοδο δυσλειτουργίας παρά να μετατραπεί σε καθοριστικό παράγοντα ανάπτυξης.

Οι τράπεζες, μετά και την προοπτική συνεχούς αύξησης των επιτοκιών, ελάχιστα λειτουργούν ως μέσο ενίσχυσης της ρευστότητας στην αγορά, ασχολούμενοι περισσότερο με τα επόμενα stress-tests και την κεφαλαιακή τους επάρκεια.

Σε αυτό το κλίμα, όσο υποβοηθητικές κι αν είναι οι όποιες διευθετήσεις της αποπληρωμής του χρέους, θα μοιάζουν με σταγόνα στον ωκεανό, μπροστά στον ορυμαγδό της αποσύνθεσης του παραγωγικού μας ιστού, που οδηγείται ταχύτατα σε μονοπάτια από τα οποία θα είναι δύσκολο να επιστρέψει σε σύντομο χρονικό διάστημα.


Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος

Share

1 σχόλια

  1. Ανώνυμος says:

    likeeeee.............ok

Leave a Reply

SYNC BLOGS