Με την αφορμή της χρηματιστηριακής απαξίωσης των τραπεζικών μετοχών και της απόφασης για συγχώνευση των δυο ισχυρότερων ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών ομίλων τη χώρας, άνοιξε και πάλι η συζήτηση για το θεμιτό της κρατικοποίησης, πρόσκαιρης ή μη, των τραπεζών. Αποτελεί μια τέτοια προοπτική επιλογή «καταστροφής» της αγοράς, πισωγύρισμα σε αλλοτινές κρατικιστικές πρακτικές; Μπορεί να είναι μια κίνηση στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε εποχές περιορισμένης ρευστότητας; Το κρίσιμο στοιχείο που καθορίζει και την τελική απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είναι τι εννοούμε μιλώντας για κρατικοποίηση, με ποιους όρους και συνθήκες και με ποιο στόχο. Τη μόνιμη επαναφορά σε ξεπερασμένες κρατικοδίαιτες πρακτικές ή τη δημιουργία ενός ευέλικτου κρατικού φορέα ικανού να λειτουργήσει ως σταθεροποιητικός παράγοντας;
Αυτό που προτείνεται, κυρίως από κάποιους κύκλους της αριστεράς και όχι μόνο, ως «κοινωνικοποίηση» ή «εθνικοποίηση» των τραπεζών είναι απολύτως σίγουρο ότι θα επανέφερε ταχύτατα τις γνωστές ψηφοθηρικές, πελατειακές νοοτροπίες που συνεπάγεται η κρατική διαχείριση και τις υπόγειες διαδρομές του χρήματος με την επιλεκτική στήριξη επιχειρηματιών που βιώσαμε σε προηγούμενες δεκαετίες.
Είναι επίσης δεδομένο, με βάση τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου, ότι η αγορά κοινών μετοχών από το Ελληνικό κράτος (άρα και η έμμεση κρατικοποίηση τους) θα σήμαινε και την αποδοχή της μεταπώλησης αυτού του σημαντικού τμήματος του τραπεζικού τομέα μέσω διεθνούς διαγωνισμού μετά από δυο χρόνια. Αν λοιπόν κάποιοι εξανίστανται για τη συμμετοχή των επενδυτικών κεφαλαίων από το Κατάρ στο νέο σχήμα ALPHA – Eurobank με ποσοστό περίπου 15%, θα έπρεπε να σκεφτούν διπλά την προοπτική αφελληνισμού του κλάδου αν πωληθούν αυτά τα σχεδόν πλειοψηφικά πακέτα από το κράτος, χωρίς ιδιαίτερη αξιολόγηση της αξιοπιστίας και κυρίως των γενικότερων στόχων του επενδυτή.
Οι κυβερνήσεις διεθνώς θα έπρεπε να επικεντρωθούν στον περιορισμό της υπερκερδοσκοπίας του σορταρίσματος και των γυμνών cds, αλλά και στην αποφυγή στρεβλωτικών επεμβάσεων τους, όπως αυτές που έφεραν τη λαίλαπα των τραπεζών χορήγησης δανείων υψηλού κινδύνου στις ΗΠΑ.
Στην Ελλάδα με τις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις των τραπεζών σε επίπεδα ανυπαρξίας άρα και μειωμένης ωφέλειας από την άμεση πώληση των κρατικών συμμετοχών, η σύσταση ενός κρατικού πυλώνα από το Ταχυδρ. Ταμιευτήριο, την Αγροτική και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, τουλάχιστον για την περίοδο της κρίσης κι έως ότου υπάρξουν σταθερά σημάδια ανάταξης της οικονομίας, φαντάζει πλέον ως μια επιβεβλημένη κίνηση. Άλλωστε σε περίοδο συγχωνεύσεων η αυτόνομη, ακόμα και υπό ιδιώτη, ύπαρξη τους δεν κρίνεται ιδιαίτερα βιώσιμη και κυρίως αποδοτική.
Με τις τράπεζες να διοχετεύουν τον πακτωλό των κρατικών εγγυήσεων πρωτίστως στη διάσωση των θυγατρικών τους στην ΝΑ Ευρώπη, ένας φορέας με την «υγιή» εικόνα και τα ανταγωνιστικά προϊόντα του Τ.Τ., τη σημασία της ΑΤΕ για τον αγροτικό τομέα που οι πάντες ομονοούν ότι πρέπει να αναδιοργανωθεί δομικά και να αναβαθμιστεί ποιοτικά, και τον αναπτυξιακό – κοινωνικό ρόλο του Τ.Π.Δ. στη στήριξη της οικοδομής, θα μπορούσε να αποτελέσει δίοδο ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και της κατανάλωσης. Αρκεί βέβαια να αφεθεί να λειτουργήσει πέρα από μικροκομματικές και συντεχνιακές νοοτροπίες με δυναμική διοίκηση και ξεκάθαρους στόχους.
Για κάποιους μια ευρύτερη συγχώνευση των προαναφερθέντων ιδρυμάτων με την «Εθνική», είτε με κρατικοποίηση της, είτε με απορρόφηση τους από την ίδια θα αποτελούσε μια εξαιρετική εξέλιξη. Με το πρώτο να μπορούσε να αποτελέσει μια βραχυπρόθεσμη επιλογή και το δεύτερο να είναι μια εφικτή λύση υπό προϋποθέσεις, παραμένει αμφίβολο το κατά πόσο κάποια από τα πλεονεκτήματα για στοχευμένη δράση, του σχήματος που περιγράψαμε πιο πάνω, θα μπορούν να αναδειχτούν υπό τη σκέπη της «Εθνικής».
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
0 σχόλια