Υπάρχουν δυο σχολές σκέψης σε σχέση με την οικονομική διαχείριση των κομμάτων. Η μια που θεωρεί ότι η σημαντική κρατική χρηματοδότηση απομακρύνει τους πολιτικούς σχηματισμούς από υπόγειες διαδρομές στήριξης γνωστών και αγνώστων κέντρων οικονομικής εξουσίας και η άλλη που βλέπει τα κόμματα ως κοινωνικούς μηχανισμούς που θα έπρεπε να αναζητούν μέσα από τον εξορθολογισμό της δαπάνης και την ενεργότερη στήριξη όσων επιθυμούν να είναι μέλη τους, την αυτοσυντήρηση τους. Η πρώτη ήταν η ξεκάθαρα πλειοψηφική άποψη επί δεκαετίες. Η κρίση όμως έφερε στο προσκήνιο και πάλι το ζήτημα, όταν μάλιστα ο μέσος πολίτης αντιλαμβάνεται ότι τη στιγμή που ο ίδιος καλείται να υποστεί «αιματηρές» θυσίες το κράτος δαπανά εκατοντάδες δις για τη συντήρηση ενός φαύλου κύκλου τεράστιων κι αναποτελεσματικών κομματικών δομών και υπερβολικής κι ανούσιας μιντιακής προβολής τους.
Δεν είναι λίγες πλέον οι φωνές που αναζητούν σε μια παραλλαγή του Αμερικανικού μοντέλου χρηματοδότησης, τις πιο ιδανικές, για τις απαιτήσεις των καιρών μας, διαδικασίες οικονομικής συντήρησης των πολιτικών χώρων. Γιατί να μην μπορεί δημόσια ο οποιοσδήποτε χορηγός να συνεισφέρει στο κόμμα που επιθυμεί, καταργώντας την κρατική στήριξη;
Είναι άραγε πιο αποτελεσματικό ή πιο ηθικό να προσποιούμαστε ότι το κράτος αποτρέπει τη διαπλοκή πολιτικής – επιχειρηματιών, όταν είναι γνωστός ο τρόπος που μια μικρή ομάδα ισχυρών παραγόντων λυμαίνονται τα δημόσια έργα συχνά με προνομιακούς όρους; Ποιος άραγε θα τολμήσει να προχωρήσει σε χαριστικές συμφωνίες όταν θα είναι καταγεγραμμένη η οικονομική στήριξη ενός ιδιώτη;
Από την άλλη, γιατί ο κάθε πολίτης που επιθυμεί να αποτελεί μέρος των κομματικών διεργασιών να μην επιβαρύνεται με μια ουσιαστική ετήσια συνδρομή (όταν δίνονται 30 ευρώ για την κατοχή μιας πιστωτικής κάρτας!) και να θεωρείται θεμιτό να επιβαρύνεται το σύνολο του πληθυσμού με ένα δυσβάστακτο κονδύλι; Ποιος πιστεύει ακόμα ότι στην ψηφακή εποχή μας, είναι απαραίτητη η σπατάλη τόσων δις για την προβολή εκλογικών διαφημίσεων ή η διατήρηση πολυπληθέστατων δυσλειτουργικών μηχανισμών χωρίς μάλιστα η κοινωνία να αισθάνεται την κομματική παρουσία ως αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας της.
Μόνο που η αποδοτική λειτουργία ενός τέτοιου νέου προτύπου προϋποθέτει κάποια συγκεκριμένα «αν». Αν υπάρξει σοβαρός λογιστικός έλεγχος των κομμάτων! Αν προωθηθεί η αναδιάρθρωση των δομών τους! Αν αξιοποιηθούν πλήρως τα σύγχρονα μέσα προβολής του πολιτικού λόγου! Αν γίνει απολύτως αξιόπιστοι και αδιάβλητοι οι διαγωνισμοί δημοσίων έργων! Βέβαια όλα αυτά και πολλά ακόμα «αν», χρειάζονται τον παράγοντα καταλύτη κάθε διορατικής εξέλιξης. Την πολιτική βούληση! Υπάρχει;
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
0 σχόλια