Λίγες μέρες μετά τις εκλογές περιγράφαμε το ιδεολογικό
και κυβερνητικό αδιέξοδο Βενιζέλου («Το μέλλον των κομμάτων στη νέα κοινωνική διάταξη» και «Ο Βενιζέλος αναζητεί ρόλο υπό το «βάρος» Σαμαρά»).
Ιδεολογικό γιατί το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στη μέγγενη της αστικής επέλασης της ΝΔ και
της σοσιαλδημοκρατικής ωριμότητας της ΔΗΜ.ΑΡ και κυβερνητικό επειδή οι πρωτοβουλίες
Σαμαρά δεν άφηναν διακριτό ρόλο για τον αρχηγό του κινήματος παρά τις
προσπάθειες για την ανάδειξη άτυπων οργάνων όπως οι τριμερείς συναντήσεις και η
«διαπραγματευτική ομάδα». Σε αυτό ήρθε να προστεθεί και η εσωτερική
αμφισβήτηση που έριξε στις καλένδες την άμεση ανασυγκρότηση του κόμματος.
Από την πρώτη στιγμή που τέθηκε το ενδεχόμενο επιμήκυνσης
της δημοσιονομικής προσαρμογής αναφερθήκαμε στην υπαρκτή πιθανότητα, εφόσον
έχουν προωθηθεί πλέον οι μεταρρυθμίσεις κι αξιοποιηθούν πλήρως τα αναπτυξιακά
εργαλεία, να προκύψουν υψηλοί ρυθμοί ανάκαμψης που μπορεί να καταστήσουν κάποια
από τα μέτρα λιτότητας περιττά. Αυτή όμως η πιθανότητα όπως και κάθε
προοπτική αναμόρφωσης υφεσιακών μέτρων, περνάει μέσα από την ανάκτηση ενός βασικού
επιπέδου αξιοπιστίας.
Αξιοπιστία που χάθηκε όταν επί 2,5 χρόνια δεν
προωθήθηκαν ούτε οι αποκρατικοποιήσεις, ούτε οι δομικές μεταρρυθμίσεις σε
κράτος και οικονομία και με υπ. Οικονομικών τον Βενιζέλο καταφύγαμε και
πάλι σε νέες οριζόντιες περικοπές και σε άδικη υπερφορολόγηση όπως το χαράτσι
στα ακίνητα και οι ειδικές εισφορές. Αυτή την χαμένη υπευθυνότητα προσπαθεί να
αναδείξει σήμερα ο Σαμαράς ακολουθώντας έναν στρατηγικό σχεδιασμό κι όχι
πρόσκαιρες επικοινωνιακές εξάρσεις με το βλέμμα στο εσωτερικό μέτωπο.
Το βέλτιστο δυνατό εθνικό αποτέλεσμα περνά
μέσα από την ταυτόχρονη τήρηση των συμφωνηθέντων και την ανάδειξη των υφεσιακών
περιορισμών του προγράμματος. Όσο προχωρούν οι μεταρρυθμίσεις τόσο θα
βελτιώνεται το επενδυτικό κλίμα αλλά τόσο και θα αναδεικνύονται τα αδιέξοδα της
ατέρμονης εσωτερικής υποτίμησης.
Σε αυτό το πλαίσιο η στρατηγική μπορεί και πρέπει
να έχει ξεκάθαρες προτεραιότητες. Κινείσαι ταχύτατα στο επίπεδο των
διαρθρωτικών αλλαγών, καταθέτεις ένα ισορροπημένο πρόγραμμα δημοσιονομικής
προσαρμογής (ακόμα αν και όλοι γνωρίζουν ότι στην πράξη δεν θα ακολουθηθεί
αυτό το χρονοδιάγραμμα και κάποια από τα πιο σκληρά μέτρα μπορεί να μην
εκτελεστούν ποτέ) που επικεντρώνεται στην περικοπή σπατάλης και κατανέμει με
δικαιοσύνη τα όποια επιπλέον βάρη αποφεύγοντας οριζόντιες προσεγγίσεις.
Με αυτά ως εχέγγυο μετατρέπεσαι σε αξιόπιστο
συνομιλητή που μπορεί να διεκδικεί αυτονόητες επόμενες κινήσεις και να
ωφελείται από τις όποιες θετικές εξελίξεις στην Ευρωζώνη. Από τη
μεταφορά των ποσών της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών στον ESM, το «κούρεμα» των ομολόγων της ΕΚΤ, την ενίσχυση
της ανάπτυξης με σχετικά ομόλογα έργου και φυσικά την παράταση της ολοκλήρωσης
της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
0 σχόλια