Ο ορισμός της επικοινωνιακής αστοχίας είναι να διαλέγεις την πιο
παράταιρη συγκυρία και να χρησιμοποιείς τον πιο άστοχο τρόπο για να ανοίξεις
δημόσιο διάλογο γύρω από ένα ευαίσθητο και συναισθηματικά φορτισμένο κοινωνικοοικονομικό
θέμα. Αυτό ακριβώς συμβαίνει το τελευταίο διάστημα με την προοπτική της
άρσης απαγόρευσης των πλειστηριασμών για την 1η κατοικία.
Αναμοχλεύεται άκαιρα, χωρίς προκαθορισμένη, ξεκάθαρη στόχευση και με εσφαλμένα,
ισοπεδωτικά επιχειρήματα από όλες τις πλευρές ένα τόσο λεπτό θέμα, ώστε
τελικά η πραγματικότητα από την παρερμηνεία να απέχει απειροελάχιστα.
Όταν πριν μερικούς μήνες περιγράφαμε στο «Ο πολιτικοκοινωνικός μύθος του Σίσυφου» την μεταπολεμική ταύτιση του Έλληνα με την κατοικία ως πρωταρχικό στοιχείο ευημερίας, διαπιστώναμε και τον κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης από οποιαδήποτε πρωτοβουλία που θα έθετε σε αμφιβολία, έστω και νοητικά, αυτό τον ιδιαίτερο δεσμό.
Όταν πριν μερικούς μήνες περιγράφαμε στο «Ο πολιτικοκοινωνικός μύθος του Σίσυφου» την μεταπολεμική ταύτιση του Έλληνα με την κατοικία ως πρωταρχικό στοιχείο ευημερίας, διαπιστώναμε και τον κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης από οποιαδήποτε πρωτοβουλία που θα έθετε σε αμφιβολία, έστω και νοητικά, αυτό τον ιδιαίτερο δεσμό.
Αν λοιπόν έπρεπε να έχει αποφευχθεί κάτι είναι η αναμόχλευση του ζητήματος
των πλειστηριασμών πριν καν ολοκληρωθεί η αναμενόμενη νέα, γενναία ρύθμιση
των «κόκκινων» στεγαστικών δανείων, που φαίνεται ότι θα επιτρέψει στην
συντριπτική πλειοψηφία των δανειοληπτών να βρουν βιώσιμες λύσεις
συμβατές με την σημερινή δύσκολη οικονομική τους κατάσταση.
Αν είχε ακολουθηθεί αυτός ο δρόμος η κυβέρνηση θα μπορούσε να χειριστεί με μεγαλύτερη
κοινωνική συναίνεση το επιλεκτικό άνοιγμα των πλειστηριασμών για
όσους εσκεμμένα απέφευγαν να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους αναμένοντας
ευνοϊκούς διακανονισμούς ή για όσους πχ κρύβονται πίσω από πτωχεύσεις εταιρειών
ενώ διαθέτουν τεράστια ακίνητη περιουσία.
Η ουσία του θέματος βρίσκεται στο ότι ήταν δεδομένη η υποεκτίμηση της
έκθεσης των ελληνικών τραπεζών σε «κόκκινα» δάνεια, από τις αξιολογήσεις
της Blackrock κι ότι σίγουρα θα ερχόταν η στιγμή που θα
χρειαζόταν οριστική διευθέτηση του χαρτοφυλακίου τους με τις ανάγκες για
ανακεφαλαιοποίηση να διογκώνονται πέραν των αρχικών προβλέψεων.
Κάτι όμως η υψηλή ιδία συμμετοχή στις αυξήσεις μετοχικών κεφαλαίων, κάτι η
τάση για πώληση ή καλύτερη αξιοποίηση περιουσιακών τους στοιχείων η κεφαλαιακή
επάρκεια των τραπεζών δεν τίθεται σε άμεσο κίνδυνο, όταν μάλιστα υπάρχουν
και 10 δις ευρώ αδιάθετα από το πρόγραμμα ανακεφαλαιοποίησης.
Άλλωστε το ζητούμενο για τις ίδιες δεν είναι να υπάρξει πλημμυρίδα
πλειστηριασμών τόσο γιατί θα τις αναγκάσει να καταγράψουν άμεσα ζημιές
στους ισολογισμούς τους, όσο και γιατί γνωρίζουν καλά ότι με την ελάχιστη τιμή
πλειστηριασμού να τίθεται στην αντικειμενική αξία των ακινήτων και με την ανύπαρκτη
σημερινή ζήτηση οι πιθανότητες επιτυχημένης πώλησης τους είναι μηδαμινές.
Η τραπεζική πίστη δεν θα καταρρέει εσαεί (γιατί αυτή τη στιγμή είναι
πλήρως αποδεκατισμένη από τα δεδομένα της αγοράς ακινήτων) από την μη
γενικευμένη άρση των πλειστηριασμών αλλά από την αδυναμία του συστήματος να
εκπληρώσει δυο απολύτως αυτονόητες συνθήκες.
Από τη μια, να εκπονήσει ένα πλήρες πρόγραμμα με εξειδικευμένες προτάσεις
που, αφού θα λαμβάνει ειδική μέριμνα για άνεργους και ευπαθείς κοινωνικά
ομάδες (ακόμα και με μερικές διαγραφές ποσών) θα επιτρέπει σε όλους όσους
έχουν υποστεί σημαντική μείωση εισοδημάτων στην περίοδο της κρίσης να διευθετήσουν
την αποπληρωμή των δανείων τους (με χρήση μοντέλων χρονικής επιμήκυνσης ή
αναστολής πληρωμής κεφαλαίου ακόμα κι όπως του Αγγλικού με ένα είδος freehold), ώστε και οι πολίτες να αισθάνονται ότι
τακτοποιούν οριστικά το ζήτημα και οι τράπεζες να περιορίσουν τις λογιστικές
απώλειες τους σε διαχειρίσιμα επίπεδα.
Από την άλλη, η πιστωτική πολιτική των τραπεζών να αποκτήσει και πάλι την
αξιοπιστία της όταν αρχίσει να σέβεται ξανά τους βασικούς κανόνες χορηγήσεων
και αντικατασταθούν όλες οι διοικήσεις που συντηρούσαν τα μοντέλα άλογης
πιστωτικής επέκτασης για ίδιον όφελος (υψηλά μπόνους).
Όταν εκπληρωθούν αυτές οι προϋποθέσεις, τότε μπορεί να ανοίξει η συζήτηση
για τους πλειστηριασμούς στο συγκεκριμένο και περιορισμένο πλαίσιο που ήδη
περιγράψαμε. Ειδικά σε μια χρονιά εύθραυστης ανάπτυξης όπως αναμένεται
να είναι το 2014, το τελευταίο που θα επιθυμούσε η κυβέρνηση είναι η κοινωνική
αστάθεια από μια βιαστική ανακίνηση ενός τόσο ειδικού ζητήματος. Γι’ αυτό και
το πιθανότερο είναι τελικά να κινηθεί εξαιρετικά προσεκτικά και μέσα στα όρια
που αναφέραμε.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
0 σχόλια