Δεν έχουν περάσει
και πολλές μέρες από την παρέμβαση του Μανώλη Γλέζου στα Ευρωπαϊκά πολιτικά
σαλόνια, όπου με μεγαλοπρέπεια και περισσή σιγουριά κατακεραύνωσε το
«ιερατείο» των Βρυξελλών που «επιβάλλει» τη χρήση των φωτοβολταϊκών με
επιδοτήσεις που στραγγαλίζουν, όπως υπονόησε, την εγχώρια γεωργική παραγωγή
απορροφώντας πόρους από σχετικές δράσεις για να ενισχυθούν οι ΑΠΕ.
Ομολογώ ότι δεν
είμαι από τους ένθερμους θιασώτες της πράσινης ανάπτυξης στην Ελλάδα
(όταν ο Γιώργος Παπανδρέου και κάποιοι άλλοι μας την παρουσίαζαν ως πανάκεια),
όχι επειδή η βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας και το πέρασμα της σε
φιλικότερες για το περιβάλλον μεθόδους δεν αποτελούν ταυτόχρονα ένδειξη επιχειρηματικής
ευαισθησίας και κοινωνικής προστασίας αλλά γιατί ο τρόπος και ο ρυθμός με
τον οποίο μια οικονομία μεταβάλλει το παραγωγικό της μοντέλο, ειδικά αν είναι
αναπτυσσόμενη και χωρίς βαριά βιομηχανία όπως η δική μας, θα πρέπει να είναι
άμεση συνάρτηση των άμεσων αναγκών και της βέλτιστης χρήσης των
περιορισμένων φυσικών και ανθρωπίνων πόρων της.
Το κόστος
μετατροπής των παραγωγικών γραμμών, η επιβάρυνση με νέους φόρους ή ακόμα κι
ο πρόσκαιρος περιορισμός της παραγωγής ως την ολοκλήρωση των αλλαγών θα
μπορούσαν να είναι ένα καίριο χτύπημα στην αναπτυξιακή πορεία μικρών
σχετικά οικονομιών, αν όλα αυτά συμβούν υπό πιεστικό χρονοδιάγραμμα,
δεσμεύοντας πόρους από κρίσιμους τομείς που προσφέρουν πολλαπλασιαστικά
οφέλη στην οικονομία.
Βέβαια περνάς στο
άλλο άκρο αν εθελοτυφλείς μπρος στις άπλετες φυσικές δυνατότητες που μας
χαρίζει απλόχερα η γεωγραφική μας θέση. Σε μια χώρα που ολόκληρο το χρόνο λούζεται
από ήλιο και δροσίζεται από ανέμους δεν δικαιούσαι να παραβλέπεις την ανάγκη
προγραμματισμένης εκμετάλλευσης τους για παραγωγή φθηνής και περιβαλλοντικά
φιλικής ενέργειας.
Ακόμα περισσότερο
δεν δικαιούσαι να χρησιμοποιείς ως επιχείρημα δαιμονοποίησης των ΑΠΕ την αναβάθμιση
της ελληνικής γεωργίας που πέρα του γεγονότος ότι διαχρονικά στηρίχτηκε σε
πακτωλό επιδοτήσεων και ενισχύσεων δεν μπορεί πλέον να παραμένει αγκιστρωμένη
σε ένα παρωχημένο μοντέλο περασμένων δεκαετιών. Η εποχή των κλειστών
οικονομιών που η εγχώρια παραγωγή χρησίμευε σχεδόν αποκλειστικά ως
διατροφικό μέσο έχει ξεπεραστεί από τις παγκοσμιοποιημένες εξελίξεις.
Το ρόλο των
παραγωγών φθηνότερου, και λόγω μειωμένου εργασιακού κόστους, ίσως και
χαμηλότερης ποιότητας προϊόντος τον έχουν πλέον πάρει Αφρικανικές,
Λατινοαμερικανικές και Ασιατικές χώρες. Η Ελλάδα οφείλει να διαθέτει
διαφορετική στόχευση. Στόχος πρέπει να είναι η δημιουργία ποιοτικών,
ακριβότερων προϊόντων, βιολογικής παραγωγής, εναλλακτικές καλλιέργειες, νέα
προϊόντα με διαρκώς αυξημένη ζήτηση που διεμβολίζουν μεγάλες ξένες αγορές.
Εξαγώγιμα
προϊόντα που προσφέρουν σημαντικά έσοδα στη χώρα που υπερβαίνουν το
κόστος των εισαγωγών φθηνών προϊόντων που εξυπηρετούν τις ανάγκες των
χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων. Αλλά για τους οραματιστές... του
παρελθόντος όπως ο Μανώλης Γλέζος αυτά μάλλον είναι ψιλά καπιταλιστικά
γράμματα!
Υ.Γ. Κακώς
συγχέουμε την αλλαγή καταναλωτικής συμπεριφοράς προς όφελος των εγχώριων
προϊόντων που έχει ως πεπερασμένο όριο τις εισοδηματικές δυνατότητες καθενός,
με την εμμονή σε ένα ξεπερασμένο παραγωγικό μοντέλο ανακύκλωσης της εσωστρέφειας. Εκτενέστερη προσέγγιση στο πρωτογενές παραγωγικό μοντέλο υπήρξε πριν αρκετά χρόνια στο άρθρο: Τι πρωτογενές παραγωγικό μοντέλο θέλουμε;
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια