Σε περιόδους παρατεταμένης οικονομικής δυσπραγίας είναι δεδομένο ότι δίνεται άπλετος «χώρος» για την ανάπτυξη σεναρίων, ευφάνταστων και μη, σχετικά με τις μελλοντικές δομές του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, τις προτεραιότητες και τους μακροπρόθεσμους στόχους του. Σε αυτό το κλίμα αναπτύσσονται και πάλι δυο αντίρροπες δυνάμεις (μιας πιο εσωστρεφούς και μιας πιο εξωστρεφούς) που μπορούν όμως με έναν δυναμικό και υπερβατικό συνδυασμό να οδηγήσουν σε ένα «υπόδειγμα» παραγωγικής βάσης ικανής να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος για την ανάταξη της αναπτυξιακής προοπτικής του τόπου.
Μπορεί η χώρα απλά να μετατραπεί σχεδόν αποκλειστικά σε μια οικονομία των «αναγκών» που θα παράγει όσα περισσότερα, κυρίως στον πρωτογενή τομέα, προϊόντα μπορεί, για να καλύψει τις απαιτήσεις της εσωτερικής της κατανάλωσης; Δεν είναι μόνο το ουτοπικό του εγχειρήματος με βάση τους όρους του διεθνούς εμπορίου (αυτό ίσως είναι το ελάχιστο!). Το «μέγιστο» είναι ότι οι συνολικές δομές μας (κρατικές και οικονομικές) είναι τέτοιες που δεν επιτρέπουν την παραγωγή προϊόντων ικανών να απορροφηθούν από την ντόπια αγορά (με τη διάρθρωση που τη διέπει).
Με το ποσοστό των Ελλήνων κάτω από το όριο της φτώχειας να ξεπερνά το 20%, με σαφείς ανοδικές τις τάσεις αυτών που πλέον το αγγίζουν, οι καταναλωτικές επιλογές του πληθυσμού, ίσως και σε πλειοψηφικό επίπεδο, καθοδηγούνται πλέον πρωτίστως με βάση το κόστος παρά με την καλύτερη δυνατή σχέση τιμής / ποιότητας, ιδιαίτερα στο χώρο των αγαθών πρώτης ανάγκης. Είναι λοιπόν υπερφίαλο να θεωρούμε ότι μπορούμε να στρέψουμε την οικονομία μας στη μαζική παραγωγή «φθηνών» προϊόντων αυτής της κατηγορίας, όταν ο ανταγωνισμός από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες και τον τρίτο κόσμο έχει ρίξει υπερβολικά τον πήχη των τιμών (χαμηλό εργασιακό κόστος, ποιότητα παραγωγής κλπ).
Τη στιγμή μάλιστα που κάνουμε ελάχιστα για να καταπολεμήσουμε τις στρεβλώσεις στην κάθετη παραγωγική διαδικασία (περιορισμένες κάθετες «αλυσίδες», καρτέλ, μεσάζοντες κλπ) που συντηρούν σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα το κόστος του τελικού προϊόντος, μια τέτοια «κλειστοφοβική» θεώρηση του παραγωγικού μοντέλου μοιάζει με σπατάλη κρίσιμων εθνικών δυνάμεων σε μια κίνηση χωρίς άμεσο και με αβέβαιο μελλοντικό όφελος.
Το παραγωγικό μοντέλο της χώρας οφείλει να στηρίζεται πρωτίστως στην εξειδίκευση, την ποιότητα, την καινοτομία, όχι μόνο γιατί έτσι απευθύνεται στον εσωτερικό καταναλωτή που αξιολογεί τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά ως κυρίαρχα στην επιλογή του και είναι πρόθυμος να πληρώσει για αυτά το αντίστοιχο τίμημα, αλλά κι επειδή με μια τέτοια εθνική στρατηγική αποκτάς ισχυρό και υψηλού κύρους εξαγωγικό «προφίλ». Ένα προφίλ ικανό να εκτοξεύσει το επίπεδο των εσόδων από εξαγωγές υπερκαλύπτοντας σε επίπεδο εμπορικού ισοζυγίου τη διαφορά από τις εισαγωγές χαμηλότερης ποιότητας αλλά εξαιρετικά φθηνών καθημερινών προϊόντων που καταναλώνονται μαζικά από τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Μόνο που αυτό προϋποθέτει αντίστοιχες επενδύσεις σε ερευνητικό επίπεδο, αναμόρφωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων σχετικών με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και τους διαθέσιμους πόρους της, ενδελεχή ενημέρωση της αγοράς για τις εναλλακτικές μορφές επιχειρηματικής δράσης και την αντίστοιχη επιλογή παραγόμενου προϊόντος, ευέλικτες και διαφανείς διαδικασίες χρηματοδότησης και προσπάθεια δημιουργίας ισχυρών πόλων παραγωγής μέσα από τον περιορισμό του κατακερματισμού της αγοράς σε μονοπρόσωπα αδύναμα σχήματα.
Κων/νος ,Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
0 σχόλια