
Σε ένα εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον οι Ευρωπαίοι ηγέτες περιορίστηκαν στην μονομερή προσπάθεια περαιτέρω εμπέδωσης των κανόνων της συνθήκης της Λισσαβόνας συνδυάζοντας τους στόχους με «ποινικές ρήτρες» που είναι περίπλοκες στην εκτέλεση και νομοθετικά καταπιεστικές στην επιβολή. Λες και αποφεύγεται η αναγνώριση των τεράστιων παραγωγικών ανισομερειών των χωρών - μελών της ΟΝΕ, προβάλλεται ως αποκλειστικό φάρμακο για τη δημοσιονομική εξυγίανση η θεσμοθετημένη «τιμωρία» των «άτακτων» χωρίς καν προβλέψεις για ειδικές συνθήκες (εθνικές ή γενικότερες) που μπορεί να οδηγήσουν σε πρόσκαιρο εκτροχιασμό.
Η εξυγίανση όμως προκύπτει μέσα από μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του κράτους και της οικονομίας που θέλουν χρόνο για να αποδώσουν και οι οποίες δεν τέθηκαν ως αρχικοί όροι εισόδου μιας χώρας στην Ευρωζώνη μετατρέποντας την, πέρα όλων των άλλων, σε μια καθαρά ισορροπιστική πολιτική «συνένωση» οικονομιών. Ακόμα και σήμερα αδυνατεί να αντιμετωπίσει με ειλικρίνεια τις στρεβλές βάσεις στις οποίες δομήθηκε και να αξιοποιήσει τα απαιτούμενα μέσα που θα έδιναν στις χώρες το χρόνο να προωθήσουν με σχετική οικονομική ηρεμία και κοινωνική συνοχή εσωτερικές διοικητικές και ρυθμιστικές αλλαγές.
Αντί να βρεθεί ένα βήμα μπροστά από τις προβλέψεις των αγορών δίνοντας ταχύτατα λύση στο άμεσο ζήτημα των δημοσίων χρεών με αύξηση της παρεμβατικότητας της ΕΚΤ (η έστω και καθυστερημένη μείωση των επιτοκίων ξεγυμνώνει την αποτυχημένη αντιπληθωριστική αντίληψη εν καιρώ κρίσης, του κ.Τρισέ), ακολουθεί σε μια λογική αυτοεκπληρούμενης προφητείας πίσω από τις αποτιμήσεις των οίκων αξιολόγησης.
Ο στόχος θα έπρεπε εξαρχής να είναι η κεντρικά σχεδιασμένη επέμβαση για τη δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος που θα επέτρεπε στην Ευρωζώνη να καταγράψει με ειλικρίνεια τις στρεβλώσεις στις οποίες στήριξε την ύπαρξη της, να παράσχει ικανό χρονικό διάστημα για την υπέρβαση τους και να οραματιστεί τη θέση της στο ταχύτατα εξελισσόμενο και ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον με στοχευμένες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες σχετικές με τις παραγωγικές ιδιαιτερότητες κάθε κράτους.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος

0 σχόλια