Ποιες θα ήταν οι εξελίξεις στον τόπο μας αν με έναν «μαγικό» τρόπο εξαφανιζόταν από το πολιτικό σκηνικό της χώρας η ΝΔ, εκεί γύρω στις αρχές Νοεμβρίου της περασμένης χρονιάς; Ακόμα κι αν δεν επρόκειτο για οφθαλμαπάτη επιπέδου Κόπερφιλντ κι απλά η κατάσταση συνεχιζόταν με τους ίδιους μνημονιακούς ρυθμούς χωρίς τις δημοψηφισματικές αγωνίες του Παπανδρέου και τα προβλήματα συνοχής του ΠΑΣΟΚ ή έστω με μια σχετικά ευρύτερη πιο επίσημη κυβερνητική στήριξη από ΛΑ.ΟΣ και ΔΗ.ΣΥ που επί 1,5 χρόνο ήταν σταθεροί υποστηρικτές της συγκεκριμένης πορείας.
Είτε λοιπόν με ένα συμπαγές σχήμα ΠΑΣΟΚ με τεχνοκρατικές ενέσεις είτε με μια πολυκομματική κυβέρνηση που θα έχαιρε της αποδοχής άνω των 170 βουλευτών, η νέα δανειακή σύμβαση θα είχε ψηφιστεί με άνεση όπως και όλα τα μέτρα που αυτό συνεπάγονταν. Το πόσο ικανής διαπραγμάτευσης θα ήταν κι αν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερο αποτέλεσμα από αυτό που επετεύχθη τώρα, είναι ένα ρητορικό ερώτημα που μόνο έμμεση απάντηση μπορεί να έχει με βάση τον πρότερο «έντιμο» βίο της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και τις αρχικές απαιτήσεις της τρόικας όπως αυτές αποτυπώνονταν στα επίσημα έγγραφα κι από τα οποία διαχρονικά δεν υπήρξαν και ιδιαίτερες αποκλίσεις.
Το βασικό ερώτημα δεν είναι απλά το πόσο καλύτερη ή χειρότερη κατάσταση θα καλούνταν να αναλάβει, με μια τέτοια εξέλιξη, η ΝΔ. Ούτε αν οι δεσμεύσεις που θα υπήρχαν, χωρίς τη συμμετοχή της, θα προσδιόριζαν το πλαίσιο δράσης της (αυτό είχε ήδη συμβεί με την αρχική προσφυγή στην τρόικα!) Η συζήτηση θα έπρεπε να ξεκινά από το εάν παραδεχόμαστε ότι από τον Ιούλιο του 2011 (όταν η Ε.Ε. άρχισε να ψηλαφεί την προοπτική «κουρέματος του Ελληνικού χρέους) η χώρα βρισκόταν στον προθάλαμο μιας νέας οικονομικής βοήθειας, ως αποτέλεσμα της αποτυχίας του μνημονίου και της εξωφρενικής ύφεσης που αυτό έφερε!
Ακόμα κι αν είχε παραδοθεί η εξουσία στη ΝΔ από το προηγούμενο φθινόπωρο, αυτό που θα είχε μπροστά της ήταν η διαπραγμάτευση μιας νέας σύμβασης. Ο ρόλος της θα κρίνονταν ως επιτυχής ή μη, από τις προτεραιότητες που θα έμπαιναν στο νέο πρόγραμμα (ριζική αναδιοργάνωση του κράτους, βελτίωση επενδυτικού προφίλ, αξιοποίηση κάθε αναπτυξιακού εργαλείου, φορολογικός εκσυγχρονισμός). Αυτά τα ισοδύναμα μέτρα για τα οποία εξαρχής διατείνονταν ο Σαμαράς ως αντίβαρο στη μονομερή λιτότητα και την υπερφορολόγηση. Αυτά που και τώρα θέτει ως βασικούς στόχους της μετεκλογικής κυβερνητικής του παρουσίας.
Το ανέκφραστο σκεπτικό κάποιων που δυσθυμούν με τη στάση Σαμαρά περιφέρεται στη σφαίρα του προσωπικού ιδεατού που ελάχιστη σχέση είχε με το σχεδιασμό του, αυτά τα δυο χρόνια μνημονιακής πορείας της χώρας. Ο Σαμαράς δεν είναι αυτός που τιμά τις υπογραφές της χώρας και αναζητεί αποδοτικότερες ισορροπίες για την επίτευξη της δημοσιονομικής εξυγίανσης και την ανάκαμψη της οικονομίας!
Είναι αυτός που θα εκπληρώσει την ανείπωτη διάθεση για πλήρη ρήξη με το Ευρωπαϊκό κατεστημένο και θα φέρει την εθνική παλιγγενεσία της... αυτοαπομόνωσης! Τι κι αν αυτά δεν ειπώθηκαν, ούτε υπαινίχθησαν ποτέ από τον ίδιο. Αρκεί η αναπαραγωγή μιας περιρρέουσας ατμόσφαιρας για να περάσουν από την ανυπαρξία στο επίπεδο της αυτοεπιβεβαιούμενης προσωπικής προφητείας. Άλλωστε όλα μια ιδέα είναι τελικά...
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
0 σχόλια