Το βασικό πρόβλημα με τις οικονομικές αναλύσεις
είναι ότι συχνά στηρίζονται σε ασαφείς παραδοχές που παραβλέπουν την
πολιτική πραγματικότητα. Είναι δηλαδή άλλο πράγμα μια γενικόλογη θεωρητική
προσέγγιση, ιδιαίτερα όταν επιχειρεί να προβληθεί ως ανώδυνη λύση που
δεν ενοχλεί κατεστημένες παθογενείς αντιλήψεις, και άλλο η αλήθεια των χρονικά
προσδιορισμένων πολιτικών δεδομένων. Κάπου εκεί ανάμεσα σε ιδεοληψίες της
αριστερής νιότης και νοητική υπερπήδηση των ανελαστικών αρνητικών μεταβλητών
της πολιτικοοικονομικής «εξίσωσης» περιπλέκεται ο γρίφος του Αλέξη Τσίπρα.
Έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα στην χρονική τομή της προσφυγής στην Τρόικα. Ανεξαρτήτως της πρόθεσης ή της άγνοιας και της έλλειψης πλήρους εικόνας των μελλοντικών εξελίξεων από πλευράς Παπανδρέου είναι δεδομένο ότι και προληπτικά μέτρα θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί εγκαίρως και πίεση στις διαπραγματεύσεις θα μπορούσε να έχει ασκηθεί (στο βαθμό που οι ελβετικές και γερμανικές τράπεζες δεν είχαν ξεφορτωθεί το βάρος των ελληνικών ομολόγων).
Έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα στην χρονική τομή της προσφυγής στην Τρόικα. Ανεξαρτήτως της πρόθεσης ή της άγνοιας και της έλλειψης πλήρους εικόνας των μελλοντικών εξελίξεων από πλευράς Παπανδρέου είναι δεδομένο ότι και προληπτικά μέτρα θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί εγκαίρως και πίεση στις διαπραγματεύσεις θα μπορούσε να έχει ασκηθεί (στο βαθμό που οι ελβετικές και γερμανικές τράπεζες δεν είχαν ξεφορτωθεί το βάρος των ελληνικών ομολόγων).
Όπως επίσης είναι δεδομένο ότι το μεταρρυθμιστικό
κύμα που έπρεπε να έχει σαρώσει, ιδιαίτερα τη λειτουργία του δημόσιου
τομέα, παραπέμφθηκε στις καλένδες, αφού παρέμεινε έρμαιο των συντεχνιακών
και πελατειακών αγκυλώσεων του ΠΑΣΟΚ. Αυτό το κύμα που σταδιακά μοιάζει να
απελευθερώνεται από την κυβέρνηση Σαμαρά.
Το βασικό πρόβλημα του Τσίπρα είναι ότι αναλώνεται
στις περιγραφές των συνεπειών της μνημονιακής πολιτικής χρησιμοποιώντας
επιχειρήματα για την υπέρβαση τους, ως αυτή να μπορεί να επιβληθεί αποκλειστικά με τη δική μας πρόθεση και η διαφοροποίηση του διεθνούς κλίματος να μην
συναρτάται πλέον αποκλειστικά από τις γενικότερες εξελίξεις και τους στόχους
των βασικών «παικτών» αλλά από εγχώριες επικοινωνιακές δηλώσεις
«μαχητικότητας».
Αντιμετωπίζει με τις γνωστές κρατικίστικες
προσεγγίσεις τόσο το δημόσιο τομέα, όσο και το στοίχημα τις ανάπτυξης. Ο
πρώτος θα γίνει πιο λειτουργικός χωρίς να αγγιχτεί κανένα συντεχνιακό
«κεκτημένο» (αυτά που έδωσε αφειδώς το «πελατειακό σύστημα του
δικομματισμού» που θα έλεγε κι ο ίδιος!), άρα και χωρίς μείωση των δαπανών,
αποκλειστικά μέσω της αύξησης των εσόδων από τη φοροδιαφυγή (μόνιμη
επωδός των αντιπολιτευτικών κομμάτων).
Μόνο που σχετικές κινήσεις (έλεγχος
καταθέσεων στο εξωτερικό, περιουσιολόγιο, διασταυρώσεις στοιχείων κλπ) έχουν
ήδη αρχίσει να γίνονται και πέρα από το ότι αργούν να αποδώσουν πλήρως, δεν
επαρκούσαν, ως αρχική τακτική, για να καλύψουν τα τεράστια ελλείμματα.
Άρα θα προέκυπτε ένα ανυπέρβλητο χρηματοδοτικό κενό.
Κι εκεί κάπου το συγκεκριμένο σκεπτικό συναντά και
το θέμα της ανάπτυξης. Από τη στιγμή που τα δημοσιονομικά μεγέθη δεν
επιτρέπουν πολιτική δημοσίων επενδύσεων, οι μεταρρυθμίσεις που ανοίγουν αγορές
κι επαγγέλματα και βελτιώνουν ανταγωνιστικά τη χώρα δεν είναι στην ατζέντα του
ΣΥΡΙΖΑ, πως θα χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις. Το ευρωομόλογο έργων
(εκτός των άλλων Ευρωπαϊκών προγραμμάτων ενίσχυσης) είναι η θεωρητική πρόταση
που όλοι ασπάζονται. Αλλά αυτό δεν επιβάλλεται και έως ότου αποφασιστεί δεν
αποτελεί απτή λύση στο πρόβλημα αλλά ρητορική συζήτηση για το μέλλον.
Καταλήγουμε λοιπόν στην επιτακτική ανάγκη
άμεσων επενδύσεων, κυρίως ξένων, και ιδιωτικοποιήσεων, που όλοι γνωρίζουμε
βάσει ποιων κριτηρίων (πολιτική σταθερότητα, δημοσιονομική υγεία,
υπόβαθρο υποδομών κι ενέργειας κλπ), κάνουν τις επιλογές τους όσοι διαθέτουν τα
σχετικά κεφάλαια.
Κι εκεί αρχίζει ένας ακόμα παραλογισμός του
ΣΥΡΙΖΑ. Θέλουμε ξένες επενδύσεις (αυτές που μέχρι πριν λίγο εξοβελίζαμε ως
καπιταλιστική διάβρωση) με κοινωνική ανταποδοτικότητα (προφανώς δεν θα
προκύψουν οφέλη για την κοινωνία από την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας ή
τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη κρατικών εταιρειών) αλλά δεν μπορούμε να
περιγράψουμε ούτε μια ιδιωτικοποίηση που θεωρούμε απαραίτητη, ούτε ένα
επιχειρηματικό πλάνο που αποδεχόμαστε ως θετικό!
Η ιδεολογική σύγχυση του πολιτικού
μικρομεγαλισμού που αδυνατεί να διαχειριστεί ο Τσίπρας, όπως και οι
χρονικές μετατοπίσεις των δεδομένων, δεν είναι και ο πιο ασφαλής δρόμος για την
έξοδο από την κρίση.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
0 σχόλια