Η πρώτη δημόσια αναφορά Έλληνα αξιωματούχου (Βενιζέλος) στην προοπτική της «επιλεκτικής χρεοκοπίας» βάζει τη χώρα σε ένα μονοπάτι με επικίνδυνες διακλαδώσεις. Η ψύχραιμη τεχνοκρατική άποψη θα έλεγε ότι εφόσον οι οίκοι αξιολόγησης έχουν αποφασίσει να περάσουν τα ομόλογα μας σε επίπεδο πτώχευσης, αν δεν ακολουθηθεί μια μετακύλιση χρέους με όρους που αυτοί θα θεωρούν συμφέροντες για τους ιδιώτες (εξαιρετικά επαχθείς όμως για την Ελλάδα), η Ε.Ε. μπορεί να προχωρήσει σε μια ριζική λύση (χαμηλό επιτόκιο, μεγάλη διάρκεια αποπληρωμής, επαναγορά κλπ) που θα ελαφρύνει ουσιαστικά το χρέος μας. Υπό ποιες συνθήκες όμως θα μπορούσε να λειτουργήσει μια τέτοια επιλογή σύγκρουσης με τους οίκους αξιολόγησης και ποιοι είναι οι δυνητικοί κίνδυνοι για την Ελλάδα και την Ευρωζώνη;
Δεν θα υπάρξει λοιπόν τυπική στάση πληρωμών, με την έννοια της άμεσης μη πληρωμής των πιστωτών, αλλά σύναψη νέων συμβάσεων με ευνοϊκότερους όρους για τα ομόλογα που λήγουν. Μόνο που το κρίσιμο σημείο είναι το εύρος της λογιστικής τακτοποίησης. Αν δηλαδή επί της ουσίας οι πιστωτές αποδέχονται μικρότερο συνολικό τίμημα έστω και σε σημαντικά μεγαλύτερο βάθος χρόνου, είναι λογικό η χώρα να χαρακτηριστεί από τις αγορές ως «υπό χρεοκοπία».
Ακόμα και η προοπτική επαναγοράς ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά, εφόσον προς το παρόν υπάρχει σχετική απροθυμία από τους επενδυτές για πώληση τους, στηρίζεται στην παραδοχή του κλίματος πανικού που θα δημιουργηθεί, αφού η χώρα θα φαντάζει ένα βήμα πιο κοντά στην οριστική χρεοκοπία. Αναμένεται δηλαδή κάποιοι θα προστρέξουν να περισώσουν μέρος της επένδυσης τους (πιθανότατα με καλύτερες από τις τρέχουσες τιμές του 60% της ονομαστικής) μπρος το φάσμα της πλήρους απαξίωσης των χρεογράφων μας.
Οι περισσότεροι θεωρούν ότι αν αλλάξει η στάση της ΕΚΤ και συνεχίσει να δέχεται τα Ελληνικά ομόλογα (ακόμα κι ως «χρεοκοπημένα») ως εγγύηση για τη χορήγηση ρευστότητας προς τις τράπεζες, το πρόβλημα έχει λυθεί κι όλα θα επιστρέψουν ταχύτατα στην ομαλότητα, χωρίς επιπτώσεις για τους πολίτες και άλλες μακροπρόθεσμες συνέπειες για τη χώρα. Μάλλον παραβλέπουν τέσσερις πολύ βασικούς παράγοντες!
Α) Η ανασφάλεια που θα δημιουργηθεί για τις τραπεζικές καταθέσεις (καμιά διαβεβαίωση πλέον δεν θα είναι αρκετή για να καθησυχάσει τους πολίτες), σε έναν μάλιστα παρορμητικό λαό όπως οι Έλληνες, θα φέρει κλίμα μαζικής ανάληψης ποσών και νέας ακόμα πιο έντονης διαφυγής κεφαλαίων στο εξωτερικό. Όση ρευστότητα κι αν εγγυηθεί η ΕΚΤ, η πληγή από την απόσυρση καταθέσεων δεν επουλώνεται.
Β) Κάποιοι έχουν την εντύπωση ότι αν παραδεχτούμε την αδυναμία αποπληρωμής μέρους των δανείων μας κι υπάρξει μια ρύθμιση χρέους που θα χαρακτηρίζεται ως «επιλεκτική χρεοκοπία», η εμπιστοσύνη των αγορών θα ανακτηθεί ταχύτατα. Ακόμα κι αν συντρέξουν όλοι οι όροι βελτίωσης της δημοσιονομικής μας εικόνας (μείωση ελλείμματος - αμφίβολο με βάση την εξέλιξη του προϋπολογισμού, εμφάνιση πρωτογενών πλεονασμάτων, περιορισμό της ανόδου του χρέους) οι αγορές θα μας εμπιστευθούν με χαμηλά επιτόκια δανεισμού σύντομα. Ειλικρινά πιστεύουν ότι κάποιος με τόσο πρόσφατο βεβαρημένο παρελθόν είναι δυνατόν να ανακτήσει την αξιοπιστία του, επειδή προχώρησε σε μια επιλογή έξω από τους κανόνες;
Γ) Αυτό που θα έχουμε κατορθώσει είναι αντί να εκμεταλλευτούμε κάθε δυνατή αναπτυξιακή δυνατότητα για να αυξήσουμε τον παρανομαστή της σχέσης χρέους / ΑΕΠ, διατηρώντας όση εθνική κυριαρχία μας απέμεινε, να μετατρέψουμε το χρέος μας σχεδόν αποκλειστικά σε διακρατικό με δρακόντειες εμπράγματες εγγυήσεις. Σε μια χώρα μάλιστα που θα αρχίζει να «παίζει» παιχνίδια χρεοκοπίας, η πιθανότητα να χρειαστεί η ενεργοποίηση τους (εκποίηση δημόσιας περιουσίας) δεν θα είναι ανύπαρκτη.
Δ) Η υποτιθέμενη προσπάθεια αποφυγής φαινομένου ντόμινο συμπαρασύροντας και βασικούς πυλώνες της Ευρωπαϊκής οικονομίας όπως η Ιταλία και Ισπανία, θα έχει πεταχτεί στα σκουπίδια. Οι αγορές θα εντείνουν τις πιέσεις, θεωρώντας πιθανή μια εξέλιξη παρόμοια με αυτή της Ελλάδας και για τους άλλους αδύναμους κρίκους (Ιρλανδία, Πορτογαλία) αλλά και υπαρκτό το ενδεχόμενο «ασφυξίας» και για κάποιους από τους ισχυρούς.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια