Από περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστες πηγές ξανάρχισε η αναπαραγωγή
σεναρίων για την αναμενόμενη ρύθμιση του ελληνικού χρέους. Άλλωστε όσο
πλησιάζουμε προς την επίσημη ανακοίνωση του πρωτογενούς πλεονάσματος, το οποίο
φαίνεται να ξεπερνά κάθε πρόβλεψη, το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους θα
έρχεται όλο και πιο δυναμικά στο προσκήνιο. Είναι θεμιτό λοιπόν να επιχειρείται
από διεθνή δημοσιογραφικά και πολιτικά κέντρα η προετοιμασία της Ευρωπαϊκής
κοινής γνώμης για αυτό που θα ακολουθήσει.
Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ποια ακριβώς θα είναι το δομή αυτών
των παρεμβάσεων. Είναι σίγουρο όμως ότι θα στηρίζεται στην επιμήκυνση της
διάρκειας αποπληρωμής στα 50 χρόνια (σε ένα μέρος των δανείων που δεν ξεπερνά
τα 60 δις) και τη μείωση ή ακόμα και το μηδενισμό των επιτοκίων, ενώ παραμένει
υπό συζήτηση ο τρόπος με τον οποίο θα καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό (η
αποπληρωμή δηλαδή κάποιων ομολόγων μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια). Αν δηλαδή
θα υπάρξει ένα νέο μικρό δάνειο με μόνη προϋπόθεση τη συνέχιση των ήδη
αποφασισμένων μεταρρυθμίσεων ή θα χρησιμοποιηθούν και πιο πολύπλοκα,
εναλλακτικά μέσα.
Με το πρώτο μέρος της ρύθμισης θα επέλθει μια άμεση μείωση στο κονδύλι
των ετήσιων τόκων γύρω στα 300-500 εκ. ευρώ (ανάλογα με το ύψος του
επιτοκίου). Το πόσο αρχικά δεν είναι πολύ μεγάλο λόγω της μετακύλισης της
λήξης ομολόγων για μετά το 2020, οπότε και το όφελος της ρύθμισης θα
ξεπεράσει το 1 δις ευρώ.
Το δε χρηματοδοτικό κενό, το ακριβές ύψος του οποίου θα καθοριστεί μετά τον
συνυπολογισμό του οφέλους από τη ρύθμιση του χρέους, θα μπορούσε να καλυφθεί
και με άλλους τρόπους. Η ολοκλήρωση των νέων stress-test των
Ελληνικών τραπεζών από
όπου φημολογείται ότι θα προκύψουν νέες ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης 4-5 δις
(μέρος των οποίων μπορεί να προκύψει κι από ιδιωτικούς πόρους) θα αφήσει
διαθέσιμο τουλάχιστον ένα αντίστοιχο ποσό το οποίο θα μπορούσε να διοχετευθεί
στις δημόσιες χρηματοδοτικές ανάγκες. Άλλωστε με την επιστροφή σε θετικούς
ρυθμούς ανάπτυξης και τις εκτεταμένες ρυθμίσεις ιδιωτικών δανείων, το ποσοστό
των «κόκκινων» δανείων θα αρχίσει να περιορίζεται άρα και η πιθανότητα
επιπρόσθετης ανακεφαλαιοποίησης μετά το 2015.
Ταυτόχρονα ένα μέρος των αναγκαίων κεφαλαίων θα μπορούσε να προκύψει κι από
την πιο εμπροσθοβαρή πώληση σε ιδιώτες των δικαιωμάτων του δημοσίου στις
ελληνικές τράπεζες ή κι από την υπέρβαση των στόχων για τις
ιδιωτικοποιήσεις κάποιες εκ των οποίων καθυστέρησαν υπερβολικά για μια
σειρά λόγων που δεν αφορούν αποκλειστικά της κυβερνητικές προθέσεις αλλά κυρίως
συνθήκες της αγοράς.
Το ερώτημα λοιπόν είναι αν καθίσταται με αυτό τον τρόπο οριστικά βιώσιμο το
ελληνικό χρέος. Η απάντηση είναι ότι σίγουρα γίνεται πολύ πιο διαχειρίσιμο στο
βαθμό που η χώρα θα διατηρήσει σταθερά αυξανόμενους ρυθμούς ανάπτυξης
για τα επόμενα χρόνια. Όσο λιγότερους πόρους θα δεσμεύουμε για την καταβολή
τόκων, τόσο περισσότεροι πόροι θα διοχετεύονται σε δράσεις για την
απασχόληση και την κοινωνική πολιτική, τόσο θα αμβλύνονται οι επιπτώσεις
της επώδυνης εσωτερικής υποτίμησης των τελευταίων ετών.
Φυσικά παραμένει ανοιχτό το ζήτημα της αφαίρεσης από τις δημοσιονομικές μας
πλάτες ενός έστω μέρους (περίπου 25 δις ευρώ) από τα κεφάλαια της
ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Μπορεί να μην προβάλλεται ως πιθανό άμεσο
σενάριο αλλά στο βαθμό που η Ε.Ε. θέλει να κλείσει τον μνημονιακό κύκλο και να
ασχοληθεί σοβαρά με τις διοικητικές και παραγωγικές της αδυναμίες,
κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει και αυτή την εξέλιξη ως κερασάκι στην τούρτα
της επιτυχημένης εξόδου της Ελλάδας από το δημοσιονομικό πρόγραμμα.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος –Ψυχολόγος
0 σχόλια