Όσο χαλαρά αντιμετώπισαν, και οι δυο, τη χρηματοοικονομική κερδοσκοπία της προηγούμενης δεκαετίας, άλλο τόσο ασαφώς προσπάθησαν να διαχειριστούν την οικονομική κρίση που έφερε. Από τη μια, ο Κλίντον έδινε το «πράσινο» φως για τη δημιουργία των τραπεζών παροχής στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου κι ο Μπους έδινε κίνητρα περαιτέρω ανάπτυξης αυτής της στρέβλωσης, με την έκδοση αντίστοιχων ομολόγων που ελέω της υψηλής αξιολόγησης των γνωστών οίκων κατέλυσαν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Από την άλλη, η Ε.Ε. περιχαρακωμένη στους λογιστικούς υπολογισμούς του Μάαστριχτ απέφυγε να προωθήσει τις διοικητικές και οικονομικές δομές που θα την μετέτρεπαν σε λειτουργικό, δυναμικό παράγοντα.
Σήμερα και οι δυο (οι μεν ΗΠΑ με την πληθωριστική πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης, οι δε Ε.Ε. με τη μονομερή επιβολή λιτότητας και τη διαρκή καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων) οδηγούν την παγκόσμια οικονομία στην επιβεβαίωση της «προφητείας» για διπλή ύφεση.
Οι ΗΠΑ προτίμησαν να ενσκήψουν σε πιο Κευνσιανές προσεγγίσεις τυπώνοντας δολάρια τα οποία όμως δεν προωθήθηκαν στην πραγματική οικονομία για να τονώσουν με παροδικά εντονότερη δημόσια παρέμβαση την ανάπτυξη της χώρας. Αντί αυτού περιορίστηκαν σε επιλογές ενίσχυσης του τραπεζικού συστήματος και μάλιστα του τμήματος του που δημιούργησε το περιβάλλον της κρίσης, αντί να ασχοληθούν με την προστασία του υγιούς πελατολογίου του, την αναδιοργάνωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, ώστε να περιορίσει το εμπορικό έλλειμμα αλλά και του κρατικού μηχανισμού με μείωση περιττών δαπανών (αμυντικές κλπ).
Η Ε.Ε. ομφαλοσκοπώντας σχεδόν αδιαφόρησε για τις εξελίξεις, ουσιαστικά ακολουθώντας τες, παρά δημιουργώντας τες. Η κάθε καθυστερημένη απόφαση ερχόταν μετά την επέμβαση των αγορών που υποβάθμιζαν κάποια χώρα - μέλος ή αύξαναν σημαντικά τα επιτόκια δανεισμού της. Απέφυγε να αποδεχτεί εξαρχής την ανάγκη διοικητικής μεταρρύθμισης που θα επέτρεπε τη λήψη άμεσων αποφάσεων (διευρυμένες αρμοδιότητες ΕΚΤ, υπ. Οικονομικών) και της έκδοσης ευρωομολόγου που θα τόνωνε την ανάπτυξη ιδιαίτερα της περιφέρειας (άρα τελικά και τις εξαγωγές του Βορρά!), προωθώντας οριζόντιες περικοπές εισοδημάτων και υπεροφορολόγηση που τελικά και περιορισμένο δημοσιονομικό αποτέλεσμα είχε και βαθιά ύφεση δημιουργεί.
Το μέλλον και των δυο πλευρών του Ατλαντικού είναι αβέβαιο αν δεν προκύψουν άμεσα δομικές παραγωγικές και διοικητικές αλλαγές. Η εμμονή σε μονομερείς δημοσιονομικές πολιτικές οδηγεί ταχύτατα σε νέα παγκόσμια ύφεση θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και τους σταθερά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της Κίνας.
Τα επόμενα χρόνια ο ανεπτυγμένος δυτικός κόσμος ή θα αποδεχτεί τη σταδιακή οικονομική πρωτοκαθεδρία των αναπτυσσόμενων δυνάμεων (Κίνα, Ινδία, Ρωσία, Βραζιλία) ή θα αναγκαστεί να προχωρήσει, εκτός των προαναφερθέντων, σε ριζικές αλλαγές της οικονομικής κι αναπτυξιακής λειτουργία της, όπως πχ:
- Με ξεκάθαρους κανόνες περιορισμού της χρηματοπιστωτικής υπερκερδοσκοπίας (σορτάρισμα, «γυμνά» ασφάλιστρα κινδύνου, λειτουργία οίκων αξιολόγησης κλπ).
- Με σταδιακή ενεργειακή απεξάρτηση από τις παραδοσιακές μορφές ενέργειας και στροφή σε εναλλακτικές μεθόδους («πράσινη» ενέργεια).
- Με ενίσχυση της βιομηχανικής και γεωργικής παραγωγικής μέσω της έμφασης σε καινοτόμες μεθόδους παραγωγής που και ποιοτικότερα προϊόντα θα προσφέρουν, και μειωμένο κόστος (σε αντίθεση με τον ανώφελο ανταγωνισμό με τις αναπτυσσόμενες χώρες στο επίπεδο του εργασιακού κόστους).
- Με έμφαση του τομέα υπηρεσιών στην «εξαγωγή» τεχνογνωσίας.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος
0 σχόλια