Τα τεκμήρια διαβίωσης και ο αντικειμενικός προσδιορισμός εισοδημάτων για τους ελεύθερους επαγγελματίες έχουν παρουσιαστεί ως τα απόλυτα μέσα για την μεγαλύτερη φοροδοτική συμμετοχή όσων συστηματικά φοροδιαφεύγουν ή ο κοινωνικός τους βίος δεν ανταποκρίνεται στα εισοδήματα τους. Τα τεκμήρια ως γενική αρχή δεν διέπονται από εσφαλμένο σκεπτικό αλλά δεν αρκούν για να αποδείξουν το επίπεδο κατανάλωσης του κάθε πολίτη και προωθούνται με μια οριζόντια λογική που μάλλον δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο κόστος. Ο αντικειμενικός προσδιορισμός εσόδων, ήδη χρησιμοποιημένο «εργαλείο» σε παλαιότερη εποχή χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, λειτουργεί με μια ισοπεδωτική οπτική του μέσου όρου που μάλλον οδηγεί τους έχοντας υψηλότερα κέρδη στην προσαρμογή προς τα κάτω και τη φοροδιαφυγή, παρά το αντίθετο.
Όσοι διάγουν πολυτελή βίο δεν θα αγγιχτούν ιδιαίτερα επειδή θα υπάρξει μια αποτίμηση ενός κόστους κατοχής και συντήρησης των περιουσιακών τους στοιχείων. Άλλωστε μεγάλο, αν όχι το μεγαλύτερο, μέρος της περιουσίας τους βρίσκεται τοποθετημένο σε καταθέσεις και άυλους τίτλους, ενώ δεν τους αφορά και το μέτρο των αποδείξεων αφού και πάλι το τεκμαρτό εισόδημα, που απέχει παρασάγκας από το πραγματικό, απαιτεί την περιορισμένη συλλογή τους.
Από την άλλη το μέσο νοικοκυριό που πιέζεται για να αντεπεξέλθει στις επιπρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις, σε ένα περιβάλλον ύφεσης και ανεργίας, βρίσκεται αντιμέτωπο με δυσανάλογη επιβάρυνση μέσω του τεκμαρτού εισοδήματος. Αντιστοιχεί στην σημερινή πραγματικότητα ένα οριζόντιο κόστος συντήρησης 5-6 χιλ. ευρώ για ένα διαμέρισμα 100 τ.μ.; Όταν όλα τα σχετικά με το ακίνητο επαγγέλματα, βιώνουν μια δραματική πτώση του τζίρου, που θεωρούν κάποιοι καρεκλοκένταυροι ότι ξοδεύεται κάθε χρόνο αυτό το ποσό; Για συνεχή ανακαίνιση;
Αν συνυπολογιστεί το αντίστοιχο ποσό που θεωρείται ως τεκμήριο για την κατοχή ενός οχήματος 1600 κ.ε., εν μέσω πρωτοφανούς πτώσης στην κατανάλωση καυσίμων (εκατοντάδες πρατήρια έχουν κλείσει!) κι αύξησης των ανασφάλιστων αυτοκινήτων, και το αναλόγου ύψους τεκμαρτό κόστος διαβίωσης, ο πολίτης έρχεται αντιμέτωπος με ένα υποχρεωτικά δηλωθέν εισόδημα 16-17 χιλ ευρώ! Ακόμα κι αν το ακίνητο προέρχεται από κληρονομιά ή το αυτοκίνητο χρησιμοποιείται πλέον σποραδικά και κυρίως τα Σαββατοκύριακα!
Όσον αφορά τον αντικειμενικό υπολογισμό εισοδημάτων για τους ελεύθερους επαγγελματίες οι αντιφάσεις είναι ακόμα πιο προφανείς. Όσοι παλεύουν να παραμείνουν στην αγορά ήδη φορολογούνται ουσιαστικά από το πρώτο ευρώ, αφού υποχρεώνονται σε καταβολή έκτακτης εισφοράς 500 ευρώ, όσο ακριβώς κι ο ελάχιστος φόρος αν δεν υπήρχε αφορολόγητο!
Ταυτόχρονα επανέρχεται ένα μέτρο που δεν απέδωσε ακόμα και την εποχή της σταθερής ανάπτυξης στα τέλη της δεκαετίας του ’90, πόσο μάλλον σήμερα που οι «αντικειμενικές» αποτιμήσεις του τζίρου θα γίνονται ουσιαστικά με εμπορικά και καταναλωτικά δεδομένα της προηγούμενης εύπορης δεκαετίας! Η εμπορικότητα των περιοχών, ιδιαίτερα ενδοσυνοικιακά δεν ανταποκρίνεται πλέον σε ραγδαίως αυξημένα έσοδα, ούτε τα τ.μ. ενός επαγγελματικού χώρου οδηγούν υποχρεωτικά σε υψηλό τζίρο!
Φορολογικά μέσα όπως τα προαναφερθέντα καταλήγουν από χρήσιμα εργαλεία να μετατρέπονται στο μοναδικό μέσο άκριτης φορολόγησης επί των αδυνάτων αλλά και νόμιμης συγκάλυψης της φοροδιαφυγής των ισχυρών, όταν δεν υπάρχει η πολιτική βούληση για ένα απλό, σταθερό κι απρόσωπο φορολογικό σύστημα. Ένα σύστημα με συνεχείς, στοχευμένους ελέγχους και κλιμακούμενες, άμεσα εκτελέσιμα ποινές.
Αυτά τα φαινόμενα όμως θα συνεχίσουν να υπάρχουν κι όσο δεν αντιλαμβανόμαστε τη δομική δυσλειτουργία της ελληνικής αγοράς που είναι ο τεράστιος κατακερματισμός του ιδιωτικού τομέα. Με διπλάσιο αριθμό αυτοπασχολούμενων από τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες η τυποποίηση κι ο έλεγχος τους είναι εξαιρετικά δύσκολος. Αυτή η νοοτροπία θα πρέπει σταδιακά να δώσει τη θέση της στη συνεργασία και την επιδίωξη οικονομιών κλίμακας και το κράτος να λειτουργήσει υποστηρικτικά με παροχή ισχυρών φορολογικών κι άλλων κινήτρων σε τέτοιες προσπάθειες.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
0 σχόλια