Οι πολιτικές αποφάσεις κρίνονται με βάση τη χρονική συγκυρία στην οποία πραγματοποιούνται, την αποτελεσματικότητα και τις συνέπειες τους. Στο διάστημα από τις προηγούμενες εκλογές μέχρι σήμερα το πλαίσιο των εξελίξεων έχει διαφοροποιηθεί τρεις φορές, προσαρμόζοντας αντίστοιχα και τις πολιτικές προσεγγίσεις. Από τη συζήτηση για το πως οδηγηθήκαμε στην αγκαλιά του ΔΝΤ, στη δυνατότητα ή μη του μνημονίου να μας βγάλει από την κρίση έως την «τεχνοκρατική» γέφυρα προς τις κάλπες. Το ζητούμενο είναι η συνέπεια σε μια κεντρική στρατηγική και η αξιολόγηση των συγκεκριμένων τακτικών που υποτίθεται ότι εξυπηρετούν το γενικότερο σκοπό.
Από ανικανότητα ή δόλο, από αδυναμία αντίστασης στο λαϊκισμό ή προσυνεννόηση με τα διεθνή κέντρα αποφάσεων, η κρίσιμη δημοσιονομική κατάσταση ενός ελλείμματος που δεδομένα θα ξεπερνούσε το 10% αντιμετωπίστηκε νωχελικά και μικροκομματικά. Μεταρρυθμίσεις και περικοπές σπατάλης αποφεύχθηκαν, μεγαλοστομίες απαξίωσης της χώρας ακούστηκαν, σαφείς διπλωματικές ή διεθνείς χρηματοοικονομικές πρωτοβουλίες ουσίας δεν υπήρξαν.
Η πρόταση Σαμαρά για εξεταστική επιτροπή αναζήτησης ευθυνών για το συγκεκριμένο επτάμηνο ακόμα κι αν είναι δύσκολο να οδηγήσει σε ευρεία απόδοση ποινικών ευθυνών είναι σίγουρο ότι θα επιτρέψει την ψύχραιμη καταγραφή των πολιτικών επιλογών που η κυβέρνηση Παπανδρέου παρουσίασε ως αναπόφευκτες, σχεδόν λες κι η χώρα διοικούνταν από τον αυτόματο πιλότο!
Το ίδιο αναπόφευκτη εμφανίστηκε και η προσφυγή στο ΔΝΤ με την Τροϊκανή πολιτική να παρουσιάζεται ως ο δρόμος προς το «φως», χωρίς ίχνος διαπραγμάτευσης με επιχειρήματα από την πρότερη παγκόσμια μνημονιακή ιστορία και τις παραγωγικές και διοικητικές ιδιαιτερότητες μιας υδροκεφαλικής χώρας όπως η Ελλάδα. Ούτε λόγος για πίεση τη στιγμή που η διασπορά των ομολόγων μας ήταν διαφορετική και οι ελβετικές και γερμανικές τράπεζες αναζητούσαν στη ΕΚΤ καταφύγιο για το χαρτοφυλάκιο τους. Καμιά πρόβλεψη βέβαια και για αναπτυξιακές πρωτοβουλίες στήριξης βασικών πυλώνων της οικονομίας ενώ ήταν χαρακτηριστικός ο αρχικός χλευασμός σε προτάσεις για αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας.
Τα αποτελέσματα είναι γνωστά, τα αδιέξοδα φαντάζουν πλέον ανυπέρβλητα και δυστυχώς για την πορεία του τόπου, η έγκαιρη κριτική Σαμαρά για το μονοδιάστατο μείγμα πολιτικής δικαιώθηκε πανηγυρικά. Βέβαια κάποιοι έσπευσαν να δουν στη ΝΔ μια εικόνα που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Η παράταξη του Ευρωπαϊκού προσανατολισμού δεν μπορούσε να αντιτίθεται στη διαχρονική γεωστρατηγική τοποθέτηση της χώρας, ούτε να μην αναγνωρίζει τη δεδομένη συνέχεια του κράτους και τη δέσμευση από τις διεθνείς συμβάσεις που υπογράφει η όποια κυβέρνηση ακόμα κι αν εσύ διαφωνείς με αυτές.
Η ρητορική της δεν περιελάμβανε «επαναστατικές» δραχμολαγνικές αιτιάσεις, αλλά πολυεπίπεδες προτάσεις ταχύτερης εξόδου από το πλαίσιο στο οποίο βρεθήκαμε. Κάποιοι όμως επέμεναν να αναζητούν πέρα από τον επίσημο λόγο ανομολόγητες διαθέσεις πλήρης διάρρηξης και διεθνούς αυτοαπομόνωσης. Ακόμα χειρότερα συγχέοντας χρονικές περιόδους και δυνατότητες αναφέρονται με ευκολία σε προτάσεις που έχουν αυτοαναιρεθεί από τις διεθνείς εξελίξεις, τις Γερμανικές εμμονές και το Ευρωπαϊκό υφεσιακό πλαίσιο.
Γι’ αυτό και η στήριξη μιας μεταβατικής κυβέρνησης για να οδηγηθεί η χώρα σε πρόωρες εκλογές αντιμετωπίστηκε με καχυποψία. Παραβλέπεται όμως τόσο η δυνατότητα ψήφισης της νέας δανειακής στήριξης, που θα έθετε το πλαίσιο δράσης, από την παρούσα βουλή ακόμα και χωρίς τις ψήφους της ΝΔ, αλλά και η τροϊκανή αποδοχή της επιστολής Σαμαρά με αναφορά σε γενικούς στόχους (έλλειμμα, χρέος, μεταρρυθμίσεις, κρατική σπατάλη) αλλά και ανάγκη τροποποίησης πολιτικών.
Ο Σαμαράς είχε μπροστά του τρεις διαδρομές. Την πλήρη αποδοχή του μνημονίου, που άλλωστε αρνήθηκε από την πρώτη στιγμή, και πλέον δεν τολμούν να την αρθρώσουν ούτε αυτοί που με σθένος την υποστήριξαν. Την συναισθηματικά θελκτική αλλά πολιτικά υποκριτική και κοινωνικοοικονομικά επικίνδυνη, ευθεία σύγκρουση στην οποία τόσο αρέσκεται να αναφέρονται διάφορες εκ δεξιών και αριστερών φωνές, χωρίς όμως να προχωρούν σε διεξοδική ανάλυση των επόμενων βημάτων και των πολύπλευρων επιπτώσεων καθενός από αυτά. Τη σθεναρή διεκδίκηση λύσεων που θα επιτρέψουν υπερβάσεις εξόφθαλμων λαθών, ταχύτερη ανάταξη της οικονομίας αλλά και αποτελεσματικότερη εκτέλεση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων που το ΠΑΣΟΚ δεν προώθησε ή επιχείρησε με στρεβλό και κοινωνικά ανάλγητο ή άδικο τρόπο, επιτρέποντας ταυτόχρονα στη χώρα να εκμεταλλευθεί τις όποιες θετικές εξελίξεις προκύψουν σε διεθνές πολιτικό, οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο.
Η επιλογή του είναι προφανής. Ανάμεσα στην απραξία και την περιγραφή της καταστροφής που θα φέρει είτε η αποτυχία παραγωγικής ανασυγκρότησης που δεν επιτρέπει η υφεσιακή μνημονιακή πολιτική, είτε η μοιρολατρική προσφυγή στη δραχμή, επιλέγεται ο αγώνας για αλλαγές σε πολιτικές, προτεραιότητες και ρυθμούς λειτουργίας ώστε να μην επιβεβαιωθεί κανένα από τα δυο καταστροφικά σενάρια.
Η επιλογή του είναι προφανής. Ανάμεσα στην απραξία και την περιγραφή της καταστροφής που θα φέρει είτε η αποτυχία παραγωγικής ανασυγκρότησης που δεν επιτρέπει η υφεσιακή μνημονιακή πολιτική, είτε η μοιρολατρική προσφυγή στη δραχμή, επιλέγεται ο αγώνας για αλλαγές σε πολιτικές, προτεραιότητες και ρυθμούς λειτουργίας ώστε να μην επιβεβαιωθεί κανένα από τα δυο καταστροφικά σενάρια.
Υ.Γ. 1. Θεωρείται ότι η χώρα δεν μπορεί να οδηγηθεί εκτός ευρώ λόγω έλλειψης διαδικασιών, αλλά μάλλον λησμονούμε ότι τα περισσότερα από όσα έχουν συμβεί το τελευταίο διάστημα δεν προβλέπονταν από τις συνθήκες (EFSF, PSI κλπ). Επίσης παραβλέπεται η προοπτική μιας «εσωτερικής πτώχευσης» με επιβολή προτεραιότητας πληρωμής των τόκων που έχει ως προαπαιτούμενο τα πρωτογενή πλεονάσματα ώστε να μην καταλήξουμε σε εισοδηματικές περικοπές επιπέδου «δραχμής». Η επίκληση της «κατάστασης ανάγκης», αμφίβολο του αν και πως θα πραγματοποιηθεί πρακτικά, εξομαλύνει αλλά δεν εξαλείφει τις επιπτώσεις μιας τέτοιας εξέλιξης και με έμμεσο τρόπο οδηγεί και πάλι προς τη δραχμοποίηση.
Υ.Γ. 2. Ακόμα και οι πιο σθεναροί υποστηρικτές της δραχμής, περιγράφοντας το περιβάλλον που θα δημιουργηθεί σε αυτή την περίπτωση, αποδέχονται (αυτό θα έλειπε!) τις ελλείψεις σε ενέργεια, πρώτες ύλες, φάρμακα κλπ που θα βιώναμε ή την δραματική απομείωση εισοδημάτων και περιουσιών, προβάλλοντας όμως τη μακροπρόθεσμη βελτίωση των εξαγωγών και της ανταγωνιστικότητας ως αντίβαρο.
Το κρίσιμο σημείο, πέρα από το πως θα προκύψει άμεσα η βελτίωση όταν το κόστος παραγωγής θα εκτοξευθεί από τις ακριβές αναγκαίες εισαγωγές πρώτων υλών κι ενέργειας αλλά και την ακόμα μεγαλύτερη καταβαράθρωση του επενδυτικού μας προφίλ για πολλά χρόνια, είναι ο προσδιορισμός του «βραχυπρόθεσμου» της καταστροφής. Ο δήθεν βραχυπρόθεσμος ορίζοντας θα είναι αρκετά χρόνια αν όχι δεκαετίες και οι σχετικές θεωρητικές αναλύσεις θα μπορούσαν να έχουν εφαρμογή σε χώρες με υπάρχουσα ισχυρή πρωτογενή οικονομία και σημαντικά αποθεματικά σε δολάρια (όπως ήταν πχ η Αργεντινή).
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
0 σχόλια