Θα είχαν λυθεί όλα μας τα ζητήματα αν η ΕΚΤ αποτελούσε επίσημα τον τελευταίο δανειστή ομολόγων για τις χώρες τις Ευρωζώνης; Προφανώς όχι, αλλά θα είχε δημιουργήσει ένα τεράστιο ψυχολογικό ανάχωμα στις φοβίες των αγορών και θα επέτρεπε να ενισχυθεί ένα αρχικό κλίμα συνοχής που θα άλλαζε την εικόνα στο ράλι ανόδου των επιτοκίων δανεισμού σχεδόν σύσσωμης της ΟΝΕ. Η ψυχραιμία την ώρα της πυρκαγιάς δεν αφορά την εκπόνηση μελετών για την πυρασφάλεια του οικοδομήματος αλλά την άμεση αντίδραση για τον περιορισμό της φωτιάς, ώστε να εξασφαλίσεις τον απαραίτητο χρόνο και τη νηφαλιότητα για να αναζητήσεις τα λάθη και να σχεδιάσεις ένα καινούριο πιο λειτουργικό πλάνο.
Τα κρατικά ομόλογα αποτελούσαν διαχρονικά το ασφαλέστερο καταφύγιο για κάθε επενδυτή που δεν επιθυμούσε να αναλάβει κάποιο ρίσκο με την τοποθέτηση του. Θυμόμαστε τις προτροπές που υπήρξαν την εποχή των δομημένων ομολόγων για μαζική αγορά κρατικών ομολόγων από τα ασφαλιστικά ταμεία για κάλυψη από χρηματοπιστωτικούς κινδύνους.
Από τη στιγμή που αυτή η εμπιστοσύνη έχει διαραγεί, μετά την επιλεκτική χρεοκοπία της Ελλάδας, κανείς επενδυτής δεν πείθεται από τις εικασίες των Ευρωπαίων αξιωματούχων για «μοναδική Ελληνική περίπτωση». Όπως πάμπολλες δηλώσεις και επιλογές τους ανασκευάστηκαν στο μέλλον με βάση την εξέλιξη των γεγονότων, έτσι κι οι αγορές θεωρούν επισφαλή τη σημερινή διαβεβαίωση τους και υπαρκτή την πιθανότητα επανάληψης τέτοιων φαινομένων. Όσο αυτό το κλίμα δεν αντιστρέφεται με άμεσες πρακτικές κινήσεις, η ορθοδοξία της θεωρητικολογίας θα οδηγεί στα ύψη τα επιτόκια όλων των μελών της ΟΝΕ.
Έχουμε επίσης αναφερθεί εδώ και καιρό στο θέμα του ευρωομολόγου με την πρόταση αυτό να καλύπτει μέρος του δημόσιου χρέους που ξεπερνά τους στόχους των συνθηκών (60% του ΑΕΠ), αφήνοντας στη διακριτική ευχέρεια των χωρών – μελών τη διαχείριση έως αυτού του ορίου. Το κόστος στα επίπεδα δανεισμού για τη Γερμανία θα ήταν περιορισμένο και θα αποτελούσε έναν ελάχιστο φόρο τιμής στο οικοδόμημα του ευρώ που τόσο συνετέλεσε στη δημιουργία των πλεονασμάτων της, που δεν θα είχαν ούτε καν προσεγγιστεί με ένα «σκληρό» μάρκο.
Από την άλλη τα κράτη – μέλη θα είχαν καλύτερη εικόνα στις αγορές (ακόμα και εάν προέκυπταν υπερβάσεις) αλλά θα γνώριζαν εξαρχής ότι η εξόφθαλμη υπερβολή από τους στόχους θα μπορούσε να οδηγήσει, υπό την πίεση των αγορών, ακόμα και σε επίπονες περικοπές δημοσίων δαπανών, οπότε όλοι θα υποχρεούνταν να είναι περισσότερο προσεκτικοί στις μακροπρόθεσμες επιλογές τους.
Αυτή η επιλογή θα μπορούσε να είναι η βάση της μελλοντικής διαχείρισης του δημοσίου χρέους στην Ευρωζώνη και θα αποτελούσε μια ξεκάθαρη ένδειξη διάθεσης του διοικητικού της ιερατείου για την ευκολότερη και ασφαλέστερη επίτευξη των γενικών δημοσιονομικών στόχων με ταυτόχρονη ενίσχυση της συνέπειας και του ορθολογισμού στις επιλογές των εθνικών κυβερνήσεων.
Την κρίσιμη ώρα όμως του ορυμαγδού η άμεση σωτηρία του οικοδομήματος δεν μπορεί να στηριχτεί στην μακροπρόθεσμη απόδοση των όποιων εναλλακτικών σεναρίων. Απαιτείται ξεκάθαρη κεντρική παρέμβαση για να κατευναστούν οι αγορές ανεξαρτήτως πρόσκαιρων συνεπειών, ώστε να υπάρχει η μετέπειτα δυνατότητα της οικοδόμησης νέων δομών. Άλλωστε ο φόβος του πληθωρισμού είναι μικρότερος του περιγραφόμενου, αφού η στοχευμένη αγορά ομολόγων δεν θα διοχετεύσει χρήμα στην αγορά αλλά απλά θα τακτοποιήσει τα αποθεματικά των τραπεζών.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
0 σχόλια