Το επιστέγασμα της... ρηξικέλευθης πολιτικής σκέψης του Χρυσοχοϊδη ήρθε με τις πρόσφατες αναφορές του στις εγκληματικές... αστοχίες της κυβέρνησης Παπανδρέου που οδήγησαν τη χώρα στο ΔΝΤ. Αφού επιτέθηκε προσωπικά στον πρώην πρωθυπουργό για τις επιλογές του (από το μη έγκαιρο δανεισμό έως την έλλειψη διαπραγμάτευσης), κατέκρινε την ακολουθούμενη πολιτική του σχήματος... στο οποίο μετείχε από την αρχή σε καίριες θέσεις και για την οποία δεν εξέφρασε καμιά αντίρρηση επί δυο χρόνια. Τουναντίον υπήρξε από τα πιο πειθήνια όργανα στην άσκηση της μνημονιακής πολιτικής κι από τους «σκληρούς» επικριτικές κάθε αμφισβήτησης, ιδιαίτερα όταν τα προαναφερθέντα επιχειρήματα προέρχονταν από την αντιπολίτευση που χαρακτηρίζονταν ως... λαϊκίστικη.
Καλυμμένος με μια επίφαση Ατλαντικής στήριξης μετά την... εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη» (δεν ευτύχησε να δει τον Κλούνεϊ να τον υποδύεται στη μεγάλη οθόνη), τοποθετήθηκε στο επίκεντρο της ΠΑΣΟΚικής νομενκλατούρας γι’ αυτό και ανέλαβε την τελευταία διετία δυο εξαιρετικά κρίσιμους τομείς. Τη δημόσια τάξη και στη συνέχεια την ανάπτυξη, με ομολογουμένως... "εξαιρετικά" αποτελέσματα!
Οι επιτυχίες στον πρώτο τομέα ήταν πανθομολογούμενες, με την έκρηξη της εγκληματικότητας και την αθρόα λαθρομετανάστευση να αγγίζουν πρωτοφανή επίπεδα, ενώ η πορεία του στο αναπτυξιακό πεδίο παρέμεινε στη μετονομασία του ΤΕΜΠΜΕ, τη στήριξη ενός αναπτυξιακού νόμου που κρίνεται από την αγορά ως χειρότερος του προηγούμενου, τη συρρίκνωση των δημοσίων επενδύσεων και τη συναίνεση στην επιβολή ατελείωτων νέων φόρων που κυριολεκτικά βύθισαν την αγορά.
Όλα αυτά μάλιστα σε αγαστή συνεργασία με τον πρωθυπουργό του και με τον ίδιο να ξιφουλκεί εναντίον όσων τολμούσαν να χαρακτηρίσουν ως αντιαναπτυξιακές και κοινωνικά άδικες τις προτεραιότητες τους και να προτείνουν συμπληρωματικές ή εναλλακτικές ιδέες. Το ζήτημα πλέον δεν είναι μόνο αν δικαιώνονται οι επιφυλάξεις Σαμαρά για τον τρόπο που οδηγηθήκαμε στην αγκαλιά του ΔΝΤ και οι διαφωνίες του με κομβικά σημεία της συγκεκριμένης συνταγής.
Η ανερυθρίαστη αυτοαναίρεση των βασικών επιλογών από τους ίδιους τους εμπνευστές και εκτελεστές τους, επιτείνει το τεράστιο ζήτημα αναξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος και καθιστά ακόμα πιο καχύποπτους τους πολίτες απέναντι και στις πιο αξιόλογες πρωτοβουλίες. Η αδιαμφισβήτητη κατάρρευση της λαϊκίστικης μεταπολιτευτικής νοοτροπίας καθιστά ακόμα πιο έντονο το αίτημα για ριζική ανανέωση σε πρόσωπα και κυρίως σε κοινοβουλευτικούς και κομματικούς θεσμούς.
Η εμπιστοσύνη δεν μπορεί πια να κατακτηθεί αποκλειστικά με εξαγγελίες, οφείλει να συνοδεύεται με εκ βάθρων αναδόμηση των βασικών λειτουργιών του «οργανισμού» και βαθιές τονωτικές ενέσεις κοινωνικής αναζωογόνησης που θα μετατρέψουν και πάλι την πολιτική ενασχόληση σε δημιουργική έκφραση κι όχι σε «επαγγελματικό» ισορροπισμό.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
0 σχόλια