Μια από τις βασικές αρχές, με τις οποίες
μεγαλώσαμε, είναι να ιεραρχούμε τις οικογενειακές προτεραιότητες με βάση
ένα πολύ συγκεκριμένο σχήμα. Η συνοχή της οικογένειας προηγείται των
επαγγελματικών επιδιώξεων και οι απολύτως προσωπικές επιθυμίες υποβάλλονται
στην εξυπηρέτηση του συλλογικού καλού. Αυτό το απλό σκετπικό, για άλλους συντηρητικό, για άλλους δομικό
στοιχείο μιας υγιούς ανάπτυξης της προσωπικότητας, θα έπρεπε, ιδιαίτερα σε
εθνικά κρίσιμες στιγμές, να αποτελεί τη δεδομένη λογική διαδρομή και της
πολιτικής διανόησης.
Το ότι διάγουμε μια περίοδο «γέφυρα» προς
ένα νέο εθνικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, αυτό που συνηθίσαμε να
ονομάζουμε Νέα Μεταπολίτευση, είναι μια κοινώς αποδεκτή θέση, ανεξαρτήτως του
περιεχομένου που δίνει ο καθένας σε αυτό το αναγεννημένο πλαίσιο. Το διακύβευμα
λοιπόν των εκλογικών καταγραφών δεν μπορεί να περιορίζεται στην αποτύπωση της προσωπικής
δυσαρέσκειας. Οφείλει να περιλαμβάνει το γενικό, το ευρύτερο, το πραγματικά
ουσιαστικό.
Σε αυτή την ιδιαίτερη συγκυρία, με τη ρητορική
και τα επιχειρήματα που αναπαράγονται είναι πρόδηλο ότι το θεμελιώδες
ζητούμενο των ημερών, είναι η ξεκάθαρη επιλογή προσανατολισμού της χώρας.
Έχουν από τα πράγματα σχηματιστεί δυο προσεγγίσεις που εξυπηρετούν διαφορετικές
στρατηγικές για το μέλλον του τόπου.
Μια υπεύθυνα διαπραγματευτική, μεταρρυθμιστική
στρατηγική που αντιλαμβάνεται ότι η Ευρωπαϊκή συνέχεια είναι απαραίτητη
προϋπόθεση για τη μακροπρόθεσμη διπλωματική και οικονομική πορεία μας. Και μια καταγγελτική,
απομονωτική στρατηγική που επενδύει στη συναισθηματική φόρτιση αδιαφορώντας
για τις κοινωνικές και γεωπολιτικές συνέπειες μιας τυφλά συγκρουσιακής
επιλογής.
Σε αυτό το δίπολο αντίληψης οι πολιτικές δυνάμεις
οφείλουν να αντιληφθούν ότι οφείλουν ένα διαυγές μήνυμα που απαντά στο
πως παρατίθενται απέναντι του. Οι επιμέρους διφωνίες για το ακριβές βάθος και
το χρονοδιάγραμμα των μεταρρυθμίσεων, για το νέο παραγωγικό μοντέλο και
τις απαραίτητες επεμβάσεις για τη δημιουργία ενός εκλυστικού επενδυτικού
προφίλ ή για το εύρος του περιορισμού των κρατικών δομών, είναι
χρήσιμες και δημιουργικές αλλά δευτερεύουσες μπρος στο βασικό διακύβευμα.
Οι προσωπικές φιλοδοξίες και οι αντιπαραθέσεις,
οι «πληγές» του παρελθόντος και οι ερμηνείες τους, μπροστά στα κεφαλαιώδη θέματα
που τίθενται στο «τραπέζι» φαντάζουν από άσκοπες έως παράταιρες. Οι υπαρκτές
ή ανύπαρκτες αποχρώσεις σκέψης δεν αρκούν για να απαντήσουν στα δομικά
ερωτήματα των εποχών.
Όλοι όσοι είναι συνεπείς στην Ευρωπαϊκή προοπτική
μας, αποδέχονται πλέον δυο βασικές αρχές. Την ανάγκη αλλαγών στο
χρονοδιάγραμμα και τις προτεραιότητες του μνημονίου με στροφή στις
περικοπές δημόσιας σπατάλης και αναστροφή της υπεφορολόγησης. Την προώθηση
αναπτυξιακών πολιτικών, τόσο με εκμετάλλευση όλων των υπαρχόντων εργαλείων,
όσο και με νέες κεντρικές Ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες.
Με βάση αυτές τις κοινές παραδοχές η ίδια η
κοινωνία συγκροτεί ένα Ευρωπαϊκό μέτωπο συνέπειας και συνέχειας της
χώρας. Η πολιτική ανταπόκριση σε αυτές τις υπαρκτές διεργασίες, όπως
καταγράφεται με τις τελευταίες εξελίξεις, αποτυπώνει την ωριμότητα με την οποία
απαιτείται να λειτουργούν οι ιδεολογικές «οικογένειες» ιεραρχώντας υπεύθυνα τις
προτεραιότητες και τους στόχους τους.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
0 σχόλια